Print

ΓΛΙΤΩΝΑΝ ΤΟ ΞΥΛΟ ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟ

Written by OnlyTheater. Category: REWIND

Μακρόνησος 1950. Διακρίνονται από αριστερά: Ο ηθοποιός Γ. Γιολδάσης, ο λογοτέχνης Μενέλαος Λουντέμης, ο ιστορικός Δημήτρης Φωτιάδης, ο ηθοποιός Μάνος Κατράκης, ο ηθοποιός Τζαβαλάς Καρούσος, ο λογοτέχνης Νίκος Παπαπερικλής, ο Γιάννης Ιμβριώτης και ο ηθοποιός Κώστας Ματσακάς

 


Στη βιογραφία του ο Τάσος Ζωγράφος, άπειρος ακόμη σκηνογράφος, που υπηρέτησε τη θητεία του στη Μακρόνησο, αναφέρθηκε εκτεταμένα στις καταστάσεις αλλά και στους ανθρώπους με τους οποίους έζησε. Στα παρακάτω αποσπάσματα η αναφορά είναι στο θέατρο της Μακρονήσου.

«Βρισκόμουν ήδη τέσσερις - πέντε μήνες στη Μακρόνησο, όταν ζητήσαμε αγγαρεία να χτίσουμε ένα ανοιχτό θέατρο. Παραστάσεις βέβαια γίνονταν και πριν πάω εγώ. Οι φύλακές μας ήθελαν το θέατρο για μόστρα, να λένε πως η Μακρόνησος ήταν στρατόπεδο ελεύθερων στρατιωτών. Εμείς, ξέροντας βέβαια ότι ρίχναμε νερό στο μύλο τους, ρίχναμε και στο δικό μας. Εκαναν εκείνοι τη φιγούρα τους, αλλά κάναμε κι εμείς τη δουλειά μας.

Μπήκα στη θεατρική ομάδα, της οποίας ηγείτο ο Νίκος Ευθυμίου, την άνοιξη του 1949. Ο Ευθυμίου μετέπειτα πέρασε από ακρόαση τον Θανάση Βέγγο και τον έκοψε.

ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ 9ΣΤΗ ΜΕΣΗ) ΚΑΙ ΔΕΞΙΑ Ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΕΓΓΟΣ, ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ 1949

»Στα υπ' όψιν, ότι μπαίνοντας στο θέατρο, βολευόσουν κάπως, λούφαρες σχετικά. Εγώ είχα υπάρξει βοηθός δύο σκηνογράφων και το μόνο που είχα μάθει επί της ουσίας ήταν να δίνω κάποιες λύσεις. Τα υλικά μου στη Μακρόνησο ήταν λίγα χρώματα, χαρτί και ξυλεία, που μας παραχωρούσαν, διότι όπως προείπα το θέατρο ήταν η μόστρα τους.

Αποτελούσε την επαλήθευση της συντέλεσης του Νέου Παρθενώνος, όπως είχε χαρακτηρίσει το νησί ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Επιπλέον έγραφαν και οι εφημερίδες. Η "Μάχη" του Τσιριμώκου δημοσίευε και επώνυμα περιστατικά, τα οποία έπαιρναν οι ξένες εφημερίδες και μας έκαναν βούκινο.

»Εννοείται πως οι γυναικείοι ρόλοι παίζονταν από άντρες, εκτός από τις λίγες φορές που ο Ευθυμίου είχε φέρει τη γυναίκα του από την Αθήνα. Δεν ξέρω πώς τα είχε καταφέρει. Στον "Εμπορο της Βενετίας", που ανεβάσαμε το 1949, εκτός από σκηνογράφος-ενδυματολόγος, είχα παίξει και τη Νερίτσα, την υπηρέτρια της Πόρσια, την οποία έπαιξε ένας Λευκορώσος, ο Κουτοζόφ. Αυτός και λόγω καταγωγής είχε κάνει από νωρίς κράτηση για τη Μακρόνησο. Την κόρη του Εβραίου, την Τζέσικα, υποδύθηκε ο Μηλιαρέσης, ενώ ο Στέλιος Μήτρου υποδύθηκε εξαιρετικά τον Σάιλοκ. Το σκηνικό στον "Εμπορο" παρουσίαζε το Ριάλτο, μια μεγάλη καμάρα με φόντο ζωγραφιστή τη Βενετία. Εφτιαξα και μια γόνδολα, που περνούσε από τη μια μέχρι την άλλη άκρη του παρασκηνίου. Οι ρόδες της ήταν λίγο οβάλ, για να λικνίζεται και να δίνει την αίσθηση του κυματισμού του νερού.

»Πάντως δεν μας δούλευαν όταν παίζαμε γυναικείους ρόλους. Τα λόγια λέγαμε, δεν κάναμε τσαλίμια ώστε να φανούμε σαν αδελφές. Ο Μηλιαρέσης έκανε τις κωμικές. Πριν να ανακατευτώ εγώ, υποδύθηκε την Κάρμεν, την οποία ανέβασε ως παρωδία ο Βαγγέλης Βογαζιανός, δικηγόρος, που παράλληλα χόρευε, τραγουδούσε κι έπαιζε. Αντί για σκηνογραφημένη, η παράσταση ήταν σκινογραφημένη. Είχαν φτιάξει δηλαδή το σπίτι της Κάρμεν με πλεγμένα κλαδιά από σκίνα, αφήνοντας κι ένα παραθυράκι. Οπου στεκόταν σ' αυτό η Κάρμεν-Μηλιαρέσης και ο Αντόνιο-Βογαζιανός τραγουδούσε την άρια από κάτω.

»Υποτίθεται πως όλα αυτά φωτίζονταν από το φεγγάρι. Ο Γιώργος Βασιλόπουλος, ηλεκτρολόγος χωρίς ηλεκτρικό, είχε κάνει ένα κατασκεύασμα, δυο παλούκια δεξιά και αριστερά της σκηνής, που είχε ενώσει με ένα σύρμα, πάνω στο οποίο είχε δέσει ένα φανάρι με αναμμένο στουπί. Και όπως τράβαγε σιγά σιγά το φεγγάρι-φανάρι, αυτό κόλλησε σε μια καμπουρίτσα του σύρματος. Εβαλε δύναμη να το σύρει και το φεγγάρι έγινε πύραυλος.

»Στην ίδια παράσταση υπήρχε και η σκηνή της ταυρομαχίας, όπου ο Αντόνιο σκοτώνει τον ταύρο. Ως ταύρος λειτουργούσαν δύο φαντάροι κουκουλωμένοι με μια κουβέρτα, έχοντας μπροστά τους ένα κατασκεύασμα, τα κέρατα. Πεθαίνοντας ο ταύρος, άρχισε να παραπαίει, σήκωσε το πόδι του σαν σκύλος κι έκανε τσίσα του. Είχαν κρύψει ένα παγούρι κάτω από την κουβέρτα.

»Ο Βαγγέλης Βογαζιανός έκανε και τον κομφερασιέ, γιατί ανεβάζαμε και καμιά επιθεώρηση. Ελεγε πολύ ωραία ανέκδοτα με αποτέλεσμα να γελάμε όλοι, 500-600 άνθρωποι. Μια μέρα συνεννοηθήκαμε να μη γελάσει κανείς μας και να μη χειροκροτήσουμε το ανέκδοτο. Το λέει ο Βαγγέλης, μούγκα εμείς. Και ατάκα κάνει το σταυρό του και φωνάζει: "Ο Θεός να μας φυλάει, σε καλό να μας βγουν τόσα γέλια απόψε".

»Εκεί υλοποίησα μια ιδέα μου, τη θεατροποίηση ενός ποιήματος, του "Τραλαρό" του Μαλακάση και την ένταξή του στο γενικότερο πλαίσιο μιας επιθεώρησης. Κάθε νούμερο είχε το σκηνικό του, που και αυτό είχε το χρώμα του. Κάποιο από αυτά ήταν το κόκκινο. Μου λένε: "Ζωγράφε, όχι κόκκινο, θα βγάλουμε και τη σημαία τώρα".

»Τι να έκανα, το γύρισα στο κίτρινο με μαύρες μούντζες. Βούταγα στο φούμο το χέρι μου και τύπωνα μούντζες.

»Στις παραστάσεις η μουσική ήταν ζωντανή. Κάποιος είχε μια κιθάρα, άλλος ένα ακορντεόν. Είχαμε και καταπληκτικούς μουσικούς, Π.χ. ο Παναγιώτης Ακράτος και ο Πάνος Τριανταφυλλίδης, ο πατέρας της Νίκης. Αυτός έκανε και τη μουσική στο "Τραλαρό", την οποία ήθελα αργότερα να ανεβάσω με την Κούλα Πράτσικα. Της ζήτησε ορχήστρα με 40 όργανα, κι αυτή του είπε πως δεν υπήρχε θέατρο στην Αθήνα που να χωράει τόσους μουσικούς. Ο Πάνος της απάντησε πως θα περίμενε μέχρι να φτιαχτεί. Ακόμα περιμένει. Στη Μακρόνησο είχε κάνει και μια εκπληκτική διασκευή για χορωδία, στο "Ξεκινάει μια ψαροπούλα". Ηταν μουσικός ο άνθρωπος, απλώς δεν είχε την ικανότητα να προσαρμόζεται στα πράγματα.

»Είχαμε ανεβάσει ακόμα κάποιες κωμωδίες που είχε φέρει ο Βασίλης Αργυρόπουλος από τη Γερμανία, την εποχή που ήταν εκεί αιχμάλωτος, έργα του Ρούσσου, αλλά και την "Γκόλφω" του Περεσιάδη διασκευασμένη σε πρόζα.

»Το καλοκαίρι του 1949 εν τέλει μας παγίδευσαν, φέρνοντάς μας ένα έργο των Βελιμέζη και Βελμύρα. Ενας από τους δύο τότε ήταν και διευθυντής στη Λυρική Σκηνή. Λόγιοι της Δεξιάς. Από τον Μεταξά κρατάγανε. Το έλεγαν η "Μπόρα", η οποία Μπόρα ήταν η κομμουνιστική επανάσταση. Και τι να λέγαμε; Πως δεν θα το ανεβάζαμε; Το σαμποτάραμε με τρεις μήνες πρόβες, αλλά τελικά βέβαια το ανεβάσαμε».

ΠΗΓΗ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ