Τρεις αποτυχημένες προσπάθειες να βρεθώ ξημερώματα στο θέατρο Θησείον για της «Σιωπηλές φωνές» του Μπίτου. Τη μια κοιμήθηκα από τις 11 το βράδυ. Το ξυπνητήρι ξύπνησε τους γείτονες, αλλά όχι εμένα. Την άλλη μάταια προσπαθούσα να παρατείνω το πέρα-δώθε σε Μοναστηράκι και θησείο. Αγόρασα γάλα και μπισκότα από ένα περίπτερο, μπήκα σ’ ένα ταξί και κατέβηκα στο σπίτι με τα βλέφαρά μου 100 κιλά. Την τρίτη και τελευταία είπα όχι στην παιδεμένη ψυχαγωγία και δεν ακολούθησα τους καλούς μου φίλους.
Τώρα σκέφτομαι ζόρικα και λέω στη φίλη μου την Α. (μέσω skype): Ποιους θέλουν απέναντί τους οι άνθρωποι της παράστασης αυτής; Ποιος πάει θέατρο 6 το χάραμα; Ο νυχτόβιος, ο μυημένος, ο άυπνος θέσει, ο περπατητής φύσει, ο ακραίος του εναλλακτισμού, ο σφιγμένος της διαφορετικότητας; Ποιος; Στην προσπάθεια η Τέχνη να χαρακτηριστεί «διαφορετική» και να σταθεί απέναντι από το αιώνια προβλέψιμο γίνεται ελίτ σε γλώσσα για θεούς και μύστες.
Πληρώνουμε την κακή μετάφραση του επίθετου «λαϊκή». Του μοναδικού επίθετου που συνοψίζει ακριβώς την Τέχνη. «Λαϊκή». Ούτε λαϊκούρα, ούτε λαϊκάτζα.