Print

"Ο ΕΡΩΤΑΣ ΩΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ, ΩΣ Α-ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ"

Written by OnlyTheater. Category: ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΛΛΩΝ Μ.Μ.Ε.

O Έρωτας ως οντολογικό έλλειμμα, ως α-δυνατότητα. 

Εν αρχή είναι η νουβέλα του Καμίλο Μπόιτο

«Senso», γραμμένη στα μέσα του 19ου αι. Στα μέσα του 20ου, το 1954, ο Λουκίνο Βισκόντι τη μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη. Η κόμισσα Λίβια Σερπιέρι ερωτεύεται παράφορα τον «εχθρό», αυστριακό αξιωματικό Φραντς Μάλερ. Η προδοσία του (το αίσθημά του ήταν αναλώσιμο) πληρώνεται με προδοσία της (το αίσθημά της ήταν απόλυτο). Η Λίβια τον καταδίδει για λιποταξία, ο Φραντς συλλαμβάνεται και εκτελείται. Η γυναίκα χάνεται στους δρόμους της Βερόνας,  φωνάζοντας, σπαρακτικά, το όνομά του.

Ό,τι δεν λέει η νουβέλα κι η ταινία, έρχεται να συμπληρώσει το «Ιnsenso» (2006) του Δημητριάδη. Τι συμβαίνει στη ηρωίδα μετά την οριστική απώλεια του εραστή της; Ήδη από τον τίτλο, από το In πριν το Senso, δηλώνεται η συγγραφική πρόθεση καταβύθισης στα βαθιά, εκεί όπου το αίσθημα (έρωτας και λατρεία είναι οι δύο λέξεις που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας) απορροφά την προσωπικότητα ως ενικότητα, και τα στεγανά της λογικής διαρρηγνύονται.

Το περσινό καλοκαίρι, το «Insenso» γίνεται αφορμή για ένα ολικό βίωμα, για την μοναδικής έμπνευσης παράσταση του Μιχαήλ Μαρμαρινού στο Φεστιβάλ Αθηνών. Η έκπληξη που προκάλεσε η διχοτόμηση της σκηνικής σύλληψης σ’ ένα Έξω (στη απίστευτη περιοχή με τη λιμνούλα ανάμεσα σε βιομηχανικούς χώρους και αποθήκες, πίσω από τα κτίρια της Πειραιώς 260) και στο Μέσα του βιομηχανικού κτιρίου/θεάτρου, δεν επέτρεψε, ωστόσο, να προσέξουμε τι πετυχαίνει μ’ αυτό τον «μονόλογο» ο Δημητριάδης. Οι εικόνες υψηλής εικαστικής ομορφιάς της παράστασης επεσκίασαν τη δύναμη ενός από τα πιο συγκλονιστικά κείμενα που έχουν γραφτεί, κατά τη γνώμη μου,  για τον έρωτα ως οντολογικό έλλειμμα, ως α-δυνατότητα.

Αντιθέτως η πιο «συμβατική» και εσωστρεφής ερμηνεία του Δαμιανού Κωνσταντινίδη, στρέφει την προσοχή μας στο παράδοξο αυτού του κειμένου που δοξάζει τη γλώσσα, αναγνωρίζοντας την ανεπάρκειά της να εκφράσει αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί.
Ακολουθώντας την υπόδειξη του ίδιου του συγγραφέα ότι τον ρόλο της κόμισσας Λίβιας Σερπιέρι θα μπορούσε, θα έπρεπε να επιδιωχθεί, να τον υποδυθεί ένας άνδρας, ο σκηνοθέτης από τη Θεσσαλονίκη αναθέτει την ερμηνεία του στο νεαρό ηθοποιό  Αναστάση-Δημήτρη Ροϊλό. Ο Δημητριάδης, θυμίζω, έχει πει ότι «μια γυναίκα δεν μπορεί να μιλήσει έτσι όπως μιλάει η Λίβια για τον Φραντς, μόνον ένας άντρας για έναν άλλο άντρα» και ότι η πηγή της έμπνευσής του (η ταινία) είναι σαφώς επηρεασμένη από την ομοφυλοφιλία του Βισκόντι (αλλά και του Τένεσι Ουίλιαμς και του Πολ Μπόουλς που συνεργάστηκαν στο σενάριο).

Η επιλογή ενός άνδρα ηθοποιού φώτισε αλλιώς τα ζητήματα που θέτει του Insenso. Κάποιοι θα πουν ότι, πράγματι, το υπερβάλλον σε δραματικότητα πάθος της κόμισσας προσιδιάζει καλύτερα στον καταδικασμένο έρωτα δύο ανδρών. Εγώ το είδα αλλιώς. Η κόμισσα στο κείμενο του Δημητριάδη δεν έχει χαρακτήρα, είναι η μορφή του συντετριμμένου ερωτικού υποκειμένου που μέσα από λέξεις προσπαθεί να εκφράσει την οδύνη για την απώλεια, για το ανέφικτο του έρωτα - μια οδύνη που υπερβαίνει τη δυνατότητα του λόγου να την εκφράσει. Το ερωτικό πάθος (με τις δύο έννοιες της λέξης) οδηγεί την Λίβια στην υπέρβαση του φύλου της, στην κατάλυση του Εγώ ως συγκροτημένης ταυτότητας και στη νοητική κατάρρευση, όπου συμβαίνει το εξής θαυμαστό: οι αντιθέσεις καταρρίπτονται, οι διαζεύξεις ακυρώνονται κι η Λίβια γίνεται οριστικά ένα με τον Φραντς.

Η παράσταση στο Πορεία ξεκινά με το φόρεμα της Λίβια Σερπιέρι, το «απλό αλλά και λαμπρό» φόρεμά της, σαν γλυπτό στο κέντρο της σκηνή. Το φόρεμα γίνεται κωδικό σημείο της παράστασης, γίνεται πολιτισμικό σύμβολο αλλά κυρίως σύμβολο του φύλου, του έμφυλου σώματος και της έμφυλης διαμάχης. Σιγά σιγά αναδύεται το σώμα που το φορεί, ο ηθοποιός/Λίβια Σερπιέρι. Θυμίζει πρωταγωνίστρια της όπερας, όταν ορχήστρα και κοινό έχουν φύγει. Στο τέλος θα γλιστρήσει έξω από το πολύπτυχο φόρεμα της Λίβιας - αφήνοντας άδειο το φόρεμά της, το σύμβολο του φύλου της, σαν κουκούλι γυμνό από ζωή, η γυναίκα γίνεται το σώμα του εραστή της. Η Λίβια δεν υπάρχει πάνω στη σκηνή παρά ως γυμνό κορμί του Φραντς, ένα σώμα νικημένο από «την λατρεία του εφήμερου και του φθαρτού». Ο Μαρμαρινός το έχει διατυπώσει αλλιώς, «ένα σώμα πεταμένο στη γλώσσα». Αλλά ένα σώμα προ-ιστορικό, που εγκαταλείπει γραμματική και συντακτικό για να ξαναβρεί την αλήθεια της άναρθρης κραυγής.

Η τελική σκηνή, έξοχη, είναι η ιδανική κατακλείδα μιας, εν συνόλω, εξαιρετικής ερμηνείας τόσο από τον σκηνοθέτη όσο και από τον νεαρό ηθοποιό.

Ματίνα Καλτάκη

Πηγή: tospirto