Print

ΤΕΧΝΗ, ΚΑΛΑΙΣΘΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΓΝΑ ΥΛΙΚΑ ΣΤΟΝ "ΠΛΟΥΤΟ" ΤΟΥ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΥ

Written by OnlyTheater. Category: ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΛΛΩΝ Μ.Μ.Ε.

Κριτική της παράστασης

 

Ο Διονύσης Σαββόπουλος παρουσίασε τον αριστοφανικό «Πλούτο» ως ένα ξεγυρισμένο «σας τα ’χα πει εγώ», αλλά ευτυχώς δεν ξέχασε να προσθέσει τέχνη, καλαισθησία κι αγνά υλικά στην πρώτη του σκηνοθεσία αρχαίου δράματος.

Καμιά φορά η προκατάληψη ότι τα πράγματα πρέπει να τα κάνουν οι «ειδικοί» και οι εγκεκριμένοι στέκεται εμπόδιο στο να δούμε τι έχει κάποιος άλλος να προτείνει, εκείνος που για χρόνια ονειρεύεται να επιχειρήσει όσα οι άλλοι, οι συνήθεις ύποπτοι, ενίοτε διεκπεραιώνουν ανέμπνευστα, ως «άλλη μια δουλειά μέσα στις τόσες». Ο Σαββόπουλος έχει ξανακαταπιαστεί με το αρχαίο δράμα, και έχει ζήσει στη σκηνή για δεκαετίες ως performer και δημιουργός των δικών του θεαμάτων • άρα, «γιατί όχι;» σκέφτηκε, και καμία διαφωνία σ’ αυτό.
Ωστόσο, υπάρχει ένας άλλος ρόλος που ο τραγουδοποιός λιμπίστηκε περισσότερο από εκείνον του σκηνοθέτη, κι αυτός είναι ο ρόλος του Αριστοφάνη του ίδιου, του καλλιτέχνη που αναλαμβάνει τη δύσκολη αποστολή να πει τα «σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη» στους συμπολίτες του περί ενός επείγοντος πολιτικού και κοινωνικού συμβάντος. Είδε την ενασχόλησή του με τον «Πλούτο», το αριστοφανικό  αριστούργημα που παρουσιάζει μια πόλη να χάνει τον δρόμο της λόγω του ξαφνικού κι αναίτιου πλουτισμού των πολιτών της, ως μια ευκαιρία να μας πει πάλι αυτά που —και πρόσφατα κι από παλιά, από το 1989 τουλάχιστον— μας έχει ξαναπεί. Γι’ αυτόν υπάρχει κάτι σκάρτο στο ελληνικό σύμπαν ήδη από τότε, όταν τα λεφτά που μοίρασε το ΠΑΣΟΚ και οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις κατήργησαν την αξιοκρατία και τη δημιουργικότητα, και διέφθειραν τον ελληνικό, πολυμήχανο χαρακτήρα. Τα χρήματα άλλαξαν χέρια σ’ εκείνη τη χρονική συγκυρία, και ίσως από ένα απωθημένο του να συμπαρατάσσεται με τους αστούς, ίσως και κρίνοντας «εκ του αποτελέσματος», τη μετατροπή δηλαδή της χώρας σε ένα lifestyle και καταναλωτικό «πλυντήριο» κακής αισθητικής, ο Σαββόπουλος αφορίζει εκείνα τα χρόνια ως την απαρχή του κακού που το ζούμε σήμερα στην πλήρη του, δαιμονική άνθηση. Συμφωνώ και δεν συμφωνώ με την ανάλυσή του, τέλος πάντων δεν τη βρίσκω ικανή να μας απαντήσει πλήρως σε όλα τα σημερινά ερωτήματά μας, αλλά ανεβαίνοντας τις κερκίδες της Επιδαύρου (τι αιώνιο υπερθέαμα από μόνη της!) το περασμένο Σάββατο, είχα ήδη πάρει την απόφασή μου να επικεντρωθώ στο καλλιτεχνικό του έργο, ίσως και για να αντισταθώ στη διάθεση πολλών να ισοπεδώσουμε όσους καλλιτέχνες δεν μας καλύπτουν πολιτικά.
Υπήρχε μια απόλυτη συμφωνία στην παρεΐστικη διάθεση με την οποία οι παλιοί και οι νεότεροι θαυμαστές του ξεχείλιζαν τις κερκίδες, και την παράσταση την ίδια που είχε ετοιμάσει ο Σαββόπουλος και οι συνεργάτες του. Καθώς ο χορός γέμιζε περιφερικά την ορχήστρα, ντυμένος με πολύχρωμα κουρέλια, τραγουδώντας, και καταλήγοντας να στηθεί πολύ όμορφα στη μικρή κόκκινη σκηνή, είχε διαφανεί τι είδους παράσταση θα βλέπαμε: μακριά από επιδειξιομανία, με την τεχνολογία απούσα (χωρίς μικρόφωνα), καλόγουστη, «μικρή», παρεΐστικη, φτιαγμένη με απλά υλικά, με ωραίες φωνές και κομψή μουσική, με δυνατές ερμηνείες, με απλά και κατανοητά ελληνικά, αλλά και εύστοχο κατά κύριο λόγο χιούμορ. Στη συνέχεια ο Νίκος Κουρής, ως φτωχός Χρεμύλος, ο Χρήστος Λούλης ως ο υπηρέτης του ο Καρίωνας και ο Μάκης Παπαδημητρίου ως Πλούτος εμφανίστηκαν για το πρώτο επεισόδιο, και η κίνησή τους, το κωμικό τους timing, αλλά και το δέσιμο μεταξύ τους, ήταν μάθημα σκηνικής (συν)ύπαρξης. Το πράγμα ξεκίνησε καλά, και η κινησιολογία του Ερμή Μαλκότση όσο και τα σκηνικά και τα κοστούμια του Άγγελου Μέντη, παρέπεμπαν σε πολύχρωμο, λαϊκό θέαμα, τσίρκο, Καραγκιόζη, πράγματα αγαπημένα και σαββοπουλικά. Από τον εξαιρετικό θίασο —και υπήρξε τυχερός, ή και σοφός, στην επιλογή των ηθοποιών του ο Σαββόπουλος— θα ξεχωρίσω τον Χρήστο Λούλη, που ήταν χάρμα ιδέσθαι, άψογος φωνητικά, με κίνηση χορευτή, και πολυεπίπεδο χιούμορ• άρπαξε από τα μαλλιά τον καλύτερο ρόλο του έργου και έκανε θαύματα μαζί του. Αλλά θα πω και μια παραπάνω κουβέντα για την Αμαλία Μουτούση, η οποία επέλεξε να βγάλει γέλιο παίζοντας πολύ δραματικά την Πενία, που —αντίθετα με τα παλιότερα ανεβάσματα του έργου— δεν ήταν εξαθλιωμένη ή ξινή, αλλά θεά μεγαλοπρεπής και σοφή - μεταφέρει εξάλλου το μήνυμα του Αριστοφάνη (ή του Σαββόπουλου) ότι η φτώχεια γεννάει ιδέες, τέχνες, πολιτισμό, ενώ ο ξαφνικός πλούτος μαλθακούς και διεφθαρμένους πολίτες. Το «Τραγούδι της Πενίας» στη δική της ερμηνεία, καθώς και το μετέπειτα κωμικό-δραματικό ξέσπασμά της, ήταν η πιο αξιομνημόνευτη θεατρικά σκηνή της παράστασης. Ο «Πλούτος» είναι από τις κωμωδίες που δεν διαθέτουν Παράβαση, ωστόσο ο Σαββόπουλος πρόσθεσε μία δική του, στην οποία —μιλώντας ως αριστοφανική ενσάρκωση— μας απευθύνει ένα ξεγυρισμένο «σας τα ’λεγα εγώ», που θα ήταν πιο πετυχημένο αν διέθετε λιγότερη διάθεση ρεβανσισμού. Είναι πάντα ωραίο να βλέπεις τον Σαββόπουλο στη σκηνή, ακόμα περισσότερο όταν δεν ξεφεύγει η παρουσία του προς την κατεύθυνση του ego trip.
To ελαφρό τραγούδι «Μας φτάνει μόνο», τραγουδισμένο από τον θίασο πάνω σε μία σχεδία, ήταν ένα νοσταλγικό κλείσιμο, ίσως κι ένα ηθελημένα τρυφερό χάδι στα αυτιά και τα μάτια μας, μιας παράστασης που προφανώς ο δημιουργός της τη θεώρησε σκληρή στις αλήθειες που διατύπωσε. Δεν είναι και σοβαρή πολιτική πρόταση, ωστόσο, η φράση «μας φτάνει μόνο ένα κύμα στο ακρογιάλι», ούτε σαν τέτοια θα πρέπει να την υπολογίζει ο δημιουργός της παράστασης. Ο Σαββόπουλος μας χάρισε ένα όμορφο θεατρικό βράδυ, ας μην του ζητήσουμε και τη λύση σε όλα μας τα δεινά.

ΠΗΓΗ: tospirto