«Ο μπαμπάς, αγάπη μου, αυτοκτόνησε»… Ανάμεσα στις αρετές του νεόκοπου έργου της Κατερίνας Γιαννάκου «Μια κανονική μέρα» αναγνωρίζεις οπωσδήποτε την ευθύτητα και τη σαφήνεια -χαρακτηριστικό των περισσότερων συγγραφέων νέας γενιάς– που σε εισάγει στο θέμα χωρίς περιστροφές. Η αυτοκτονία «κανονικών» ανθρώπων που πνίγονται από χρέη, ντροπή ή και τα δύο, αυτή η νέα μάστιγα των ημερών μας τροφοδοτεί μια δραματουργία που δεν υποδύεται κάτι άλλο πέρα από μια φέτα ζωής, ένα θέατρο του «εδώ και τώρα», καθημερινό, αλλά και συνάμα δραματικό μέσα στην καθημερινότητά του. Είναι ωστόσο τόσο ακανθώδες και τόσο επώδυνο το ζήτημα της αυτοχειρίας, τόσο βαθιά υπαρξιακό που μέσα από μια απόλυτα ρεαλιστική καταγραφή όπως αυτή της «Κανονικής μέρας», στερείται όλες τις άλλες δαιδαλώδεις διαστάσεις του και τελικά παραπέμπει περισσότερο σε ένα καλογραμμένο, μακροσκελές ρεπορτάζ μιας εφημερίδας.
Γι’ αυτό και το ρίσκο της Γιαννάκου αποδείχθηκε εκ των υστέρων μεγάλο: Να επιχειρείς να περιγράψεις μια καθημερινή συνθήκη χρησιμοποιώντας τα ίδια λόγια με τα οποία τη ζεις και την ερμηνεύεις. Ενέχει τον κίνδυνο να παρουσιαστεί ως επικαιρικό σχόλιο χωρίς βάθος, χωρίς ποίηση – υλικά τα οποία είναι εξίσου απαραίτητα στην τέχνη, εκτός από τα γρήγορα αντανακλαστικά στη σαρωτική πραγματικότητα.
Η ιστορία του έργου εστιάζει στη διαχείριση του τραγικού συμβάντος από την οικογένεια του αυτόχειρα. Το κλίμα καλείται να μεταφέρει η συντετριμμένη γυναίκα του και να μας κάνει κοινωνούς μιας οδύσσειας που ξεκινά για την ίδια και τα παιδιά της από την πρώτη στιγμή• όταν ολόκληρη η γειτονιά συγκεντρώνεται πάνω από το άψυχο σώμα του άνδρα της, ενός καθωσπρέπει 50άρη, με σπίτι και εξοχικό, ιδιοκτήτη ενός συνοικιακού καθαριστηρίου, νοικοκύρη με «τακτοποιημένη» ζωή που πανηγύρισε όπως όλη η Ελλάδα την κατάκτηση του Euro και τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, και μετά χρεοκόπησε. «Είχαμε πνιγεί στα θαύματα λες και τέλειωσαν οι μάχες που είχαμε να δώσουμε» μονολογεί δεικτικά.
Το έργο παρακολουθεί την αυτοκτονία, τον θάνατο ως διατάραξη της όποιας «κανονικότητας» δεν έχει ήδη ανατρέψει η οικονομική κρίση. Και το ίδιο το θύμα εξάλλου, νεκρός της κρίσης είναι. «Τι σημαίνει ευτυχισμένος άνθρωπος;». «Δεν είναι ντροπή να μην έχεις λεφτά». «Είχες καλύτερους λόγους για να πεθάνεις», μερικές από τις φράσεις που σαν σπαράγματα σκέψεων διαδέχονται η μια την άλλη στο στόμα της πρωταγωνίστριας, Ράνιας Σχίζα - και δυστυχώς δεν αποφεύγουν τις σειρήνες του διδακτισμού.
Η ηθοποιός παρακολουθεί με συνέπεια τα στάδια πένθους της ηρωίδας της, από το σοκ και τον βουβό θρήνο, στην ενοχή, το θυμό, την απόγνωση και τελικά στο κουράγιο για να το αντιμετωπίσει. Ωστόσο, η συνέπεια είναι ο οδηγός της καθ’όλη τη διάρκεια του μονολόγου. Η Ράνια Σχίζα δεν δίνει την αίσθηση ότι συντονίζεται εσωτερικά με αυτό το τραυματισμένο πλάσμα, δεν παρασύρεται ψυχικά από την οδύνη της, απλώς την αναπαριστά πειστικά. Κι αν προσπαθεί να δώσει μια πιο σωματική εκδοχή της ηρωίδας της ακολουθώντας τις σκηνοθετικές οδηγίες της Μαριάννας Κάλμπαρη, προκύπτει καλά εκτελεσμένη αλλά πάντα στο πλαίσιο μιας οδηγίας.
Σκηνοθετικά, η οπτική της Μαριάννας Κάλμπαρη φαίνεται πως προσπαθεί να δώσει κίνηση κι εσωτερικό παλμό στην ψυχική ακινησία της ηρωίδας, κάτι που μπορεί -τουλάχιστον σε σημεία- να εισπραχθεί σαν μια επιτηδευμένη εικονοποίηση. Την ατμόσφαιρα της παράστασης αναβαθμίζουν οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα, αλλά και τα σκηνικά του Κωνσταντίνου Ζαμάνη. Αυτό το εγκαταλελειμμένο καθαριστήριο με τα κρεμασμένα ρούχα, το ζευγάρι ανδρικά παπούτσια που έχει πάρει τη θέση του φωτιστικού και αιωρείται από το ταβάνι, τα άδεια νάιλον που μοιάζουν να παραπέμπουν σε φαντάσματα ή τέλος πάντων στην υπόμνηση μιας ανθρώπινης παρουσίας λειτουργεί πολύ δυναμικά κι ίσως επιτυγχάνει τη δημιουργία της ποιητικής ματιάς που δυστυχώς απουσιάζει από όλη την προσπάθεια.
Στέλλα Χαραμή