Το θέατρο μπροστά από την εποχή του, ο Θόδωρος Τερζόπουλος το προάγει και το ερευνά, σχεδόν όσα χρόνια σκηνοθετεί. Η νέα του δημιουργία υπό τον τίτλο «Amor» τρέχει ακόμα ταχύτερα, σαν βροντή πριν τον κεραυνό, σηματοδοτώντας το θέατρο μετά. Ο διεθνής δημιουργός γίνεται αρχιτέκτονας μιας παράστασης που εγκολπώνει το μετά του Μπρεχτ και του Μπέκετ, το μετά του αξιακού μεγαλείου του Ευριπίδη και -προς έκπληξή μας- το μετά της επιθεώρησης.
Σε μια σχεδόν «α-κείμενη» δραματουργία, σε μια παράσταση που δεν ξεπερνά τα 55 λεπτά, όλοι αυτοί οι κόσμοι ανταμώνουν και εξακοντίζουν, κατά παντός, τις ριπές τους. Συλλειτουργώντας δε με ένα σκηνικό τοπίο εκκωφαντικής λιτότητας που, παρόλα αυτά, και ατμοσφαιρικό είναι και σημειολογικής αξίας.
Βλέποντας το κεφάλι της Αγλαΐας Παππά να ξεπροβάλλει μέσα από ένα γρανιτένιο κύλινδρο, μοιάζει με ον που παρήχθη μέσα σε ένα βιομηχανικό σωλήνα, με ενσώματο προϊόν. Πόσω μάλλον δε, όταν το λεξιλόγιο της ηρωίδας της περιορίζεται σε όρους αγοράς: give, take, buy, sell, profit, produce• ή όταν η περίεργη ηδονή που καθρεφτίζεται στο πρόσωπό της συνταιριάζει με τη συγκατάθεσή της να παραχωρήσει τα πάντα, άνευ όρων. «Πουλώ, ξεπουλώ τη χαρά, το πάθος, την ψυχή μου, τα δάκρυα, την καρδιά, τα μάτια, το στόμα, τη γλώσσα, τα στήθη, τις μνήμες, τα όνειρά μου, τα παλιά καλοκαίρια, τις πόρνες ελπίδες. Τα πουλώ όλα!» κραυγάζει και σαρκάζει.
Στα δεξιά της, ένα άλλο πλάσμα ερμηνευμένο από τον Αντώνη Μυριαγκό, που, στα όρια του συμβόλου κι αυτός, παραπέμπει σε ένα δαιμονισμένο, σε κυριευμένο από αριθμούς. Φορώντας ένα κοστούμι χρηματιστή, αλλά με πόδια γυμνά, επιτρέπει στους αριθμούς, τις προσθέσεις, τους πολλαπλασιασμούς να ορίσουν με μανία το σώμα και το στόμα του. Καθώς τα χέρια του υπολογίζουν πιο γρήγορα από το μυαλό του, καθώς οι ανάσες του μετρούν λιγότερες από το κέρδος του, πέφτει σε ένα ηδονικό παραλήρημα και στο τέλος αυνανίζεται παράγοντας πλούτο.
Χωρίς στιγμή να αγγίξει το ένα το άλλο, τα δυο αυτά όντα γίνονται φορείς μιας στρεβλής σεξουαλικής σχέσης, δίχως συναίσθημα, άγγιγμα, πάθος και ερωτικούς χυμούς, χωρίς φιλιά και βλέμματα, τυφλά παραδομένοι ωστόσο στη δίνη του χρήματος. Δίνη που δεν θα αργήσει να γίνει οδύνη και τελικά αλύχτισμα ζώου που καλεί απελπισμένα το ταίρι του ουρλιάζοντας «amor».
Άνθρωποι, απάνθρωποι, κατασκευάσματα –όπως όλοι μας λιγότερο ή περισσότερο- μιας κοινωνίας προς βρώση, που δεν αναγνωρίζει ιερό και όσιο, παρά μόνο κέρδος και ζημία. Για να φτάσει να ονοματίζει ως γεγονότα της πραγματικότητάς της τις «εκπτώσεις, τις βροχοπτώσεις, τις φονικές επιπτώσεις». Τους «αγωνιζόμενους νεκρούς, τους δημόσιους απαγχονισμούς»• ως μια άλλη διαδικασία κλιμάκωσης ή αποκλιμάκωσης των χρηματιστηριακών δεικτών.
Αυτή η τρομακτική απελπισία της ανθρώπινης ύπαρξης συνδιαλέγεται ευθέως με τον Μπέκετ, η πολιτική θέση και ο συγκαλυμμένος διδακτισμός του φινάλε με τον Μπρεχτ, η κριτική στάση στο πώς ο άνθρωπος έχει εξορίσει τα πρωτογονικά του ένστικτα συνομιλεί με τη «Μήδεια» του Ευριπίδη, ενώ οι νύξεις στο περίφημο «success story» προδίδουν στοιχεία επιθεωρησιακής ανησυχίας. Αν και εφορμώντας από κλασικούς θησαυρούς, ο Θόδωρος Τερζόπουλος πετυχαίνει (με βάση το κείμενο του Θανάση Αλευρά) να παρουσιάσει ένα θέαμα που συνομιλεί με την εποχή του και την ίδια ώρα την ξεπερνάει.
Ειδική μνεία για τους ηθοποιούς του -εγνωσμένης αξίας έτσι κι αλλιώς- που αν και δεν έχουν πραγματικό κείμενο να διαχειριστούν, δίνουν τέτοια βαρύτητα στις λέξεις σαν να βάζουν τίτλους σε πρωτοσέλιδα εφημερίδων.
Στέλλα Xαραμή