Print

"Ο ΡΟΖΕΝΚΡΑΝΤΖ ΚΑΙ Ο ΓΚΙΛΝΤΕΝΣΤΕΡΝ ΕΙΝΑΙ ΝΕΚΡΟΙ" . ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ Γ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Written by OnlyTheater. Category: ΚΡΙΤΙΚΗ ONLYTHEATER

Ο Ρόζενκρατζ και ο Γκίλντερστερν είναι νεκροό

Στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου Επί Κολωνώ ανεβαίνει η παράσταση "Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί" του Βρετανού συγγραφέα Tom Stoppard σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά. Ο Stoppard, θυμίζω, έχει κερδίσει Όσκαρ σεναρίου για τον "Ερωτευμένο Σαίξπηρ". Στο έργο αυτό δύο "δευτερεύοντες" χαρακτήρες από τον Άμλετ του Σαίξπηρ, βγαίνουν στο προσκήνιο (αντίθετα με την παραγματική τους παρουσία στον Άμλετ) με τη βοήθεια ενός θιάσου και μέσα από τη δική τους ματιά παρακολουθούμε τα πάθη του πρίγκηπα Άμλετ, αλλά και την προσωπική τους πορεία προς τη συνειδητοποίηση και την πνευματική και ηθική τους ενηλικίωση. Ο θίασος τους βοηθά σε αυτό το εγχείρημα, κάνοντάς τους πρωταγωνιστές και συστήνοντάς τους ένα ρόλο ενεργητικό, που μέχρι τότε δεν είχαν κληθεί να χειριστούν. Είναι ένα παιχνίδι άλλοτε φωτεινό και αθώο και άλλοτε σκοτεινό και περίπλοκο με το θέατρο μέσα στο θέατρο να λειτουργεί σαν ευφάνταστο μέρος αυτού του παιχνιδιού. Ανακαλύπτουν τη ζωή, προσπαθώντας να βγάλουν τη γλώσσα στο θάνατο. Η μετάφραση ανήκει στον Ηλία Ακριβόπουλο, ενώ η δραματουργική επεξεργασία έγινε από τους Δημήτρη Μυλωνά και Άννα Ελεφάντη. Το κείμενο είναι κρυστάλλινο, με ατάκες σε ρυθμό καταιγιστικό, εναλλάσσει όμορφα την κωμωδία με το δράμα και δίνει ένα στακάτο και προσεγμένο ρυθμό στο έργο.

Ο Δημήτρης Μυλωνάς κάθισε στην καρέκλα του σκηνοθέτη και έστησε μια παράσταση με έξυπνο και εκλεπτυσμένο χιούμορ, γοργό ρυθμό και έντονες ερμηνείες. Διατηρεί το φλέγμα και τη φρεσκάδα του κειμένου και προσθέτει πινελιές σαρκασμού και αυτοειρωνείας στην παράσταση, πάντα όμως με γνώμονα, όχι το στείρο χάχανο, ή το γέλιο, αλλά στοχεύοντας βαθύτερα και ωθώντας το θεατή να συμμετάσχει με μια διάθεση αυτοσαρκασμού και αυτοκριτικής στο θεατρικό παιχνίδι, ώστε να μη μείνει στο ψυχαγωγικό κομμάτι της παράστασης, αλλά να προχωρήσει τουλάχιστον και σε ένα δεύτερο επίπεδο, αυτό του προβληματισμού και ίσως της προσωπικής αναζήτησης. Ο ρυθμός της παράστασης είναι έντονος και ενίοτε καταιγιστικός, απαιτώντας την προσήλωση του θεατή στα επί σκηνής τεκταινόμενα, σε υψηλότατο βαθμό. Σε κάποιες σκηνές έντασης οι ηθοποιοί αντιπαρατίθενται πηγούνι-πηγούνι, επιδιδόμενοι σε ένα απολαυστικό λεκτικό τέννις. Υπάρχουν απλά σκηνοθετικά ευρήματα (όπως τα λαμπάκια Έργο 23 και Όχι Έργο 23) που γίνονται εργαλεία για το θεατή για την πληρέστερη κατανόηση του πυκνού κειμένου του Stoppard και άλλα (όπως οι θεατρικές ταμπέλες από μεγάλα θέατρα σε όλα τα κουτιά που χρησιμεύουν σα σκηνικό του έργου), όπου φαίνεται η λεπτομέρεια με την οποία ο σκηνοθέτης δούλεψε το έργο. Το σήμερα και η οπτική και η αισθητική του δεν ξεφεύγουν από τη διεισδυτική ματιά του σκηνοθέτη, ο οποίος προσθέτει μια καθ'όλα ελληνική σκηνή σκυλάδικου (υπό τους ήχους του λαϊκού άσματος, Γκρέμιστα) με σπάσιμο πιάτων, λουλούδια και όλα τα συμπαρομαρτούντα. Οι εναλλαγές του τραγικού και του κωμικού είναι απότομες και συνεχείς χωρίς απαλές ή βελούδινες μεταβάσεις, αφού στόχος του σκηνοθέτη δεν ήταν η ανάδειξη ψυχολογικής χροιάς στο έργο και η πίεση στο θεατή, αλλά απλά η ταύτισή του με τους χαρακτήρες και τα πάθη τους. Και η ανάδειξη της αλληγορίας που κρύβει το κείμενο μέσα του, με τρόπο σαφή και έξυπνο.

Ο Γιώργος Παπαπαύλου αναλαμβάνει το ρόλο του Ρόζενκραντζ και επιστρατεύει όλα του τα εκφραστικά μέσα για να τον χτίσει προσεκτικά μεν, αλλά με έντονα χρώματα και καταλυτική παρουσία στη σκηνή. Άλλοτε με μια παιδικότητα και μια αφέλεια (ειδικά στις πρώτες σκηνές του "κορώνα-γράμματα") που σε κάνει να χαμογελάς και άλλοτε με μια ένταση που σε παρασέρνει στο διάβα της, φροντίζει να είναι πάντα το αντίβαρο στην παρουσία του Γκίλντενστερν, λεκτικά και κινητικά, θυμίζοντας γνωστά βρετανικά τηλεοπτικά ντουέτα. Δίνει μια γεμάτη ερμηνεία, πατάει στέρεα στη σκηνή και πείθει τόσο με τη φυσική του, όσο και με τη σκηνική του παρουσία. Ο Γεράσιμος Γεννατάς είναι αντίστοιχα ο Γκίλντενστερν, που ξεκινάει ίσως λίγο πιο κωμικά, φιλοσοφώντας και δείχνοντας θέληση να ξεφύγει από την πνευματική αδράνεια της καθημερινότητάς τους, ωθεί κάποιες στιγμές το χαρακτήρα του στα όρια της καρικατούρας, αλλά ποτέ δεν ξεφεύγει από τα όρια. Στις σκηνές έντασης ισορροπεί το κωμικό του προφίλ, με ένα εξίσου πετυχημένο προβληματισμένο και σαρώνει τη σκηνή με την κινητικότητά του. Άλλωστε η γκάμα του είναι ευρύτατη και περιλαμβάνει λόγο, κίνηση, γκριμάτσα σε μιά αρμονική συνύπαρξη. Πληθωρική ερμηνεία, αλλά και ερμηνεία ουσίας από έναν ηθοποιό που δείχνει χαρακτηριστικά ενός καλού κρασιού. Όσο παλιώνει και δοκιμάζεται τόσο καλύτερος γίνεται. Ο Θίασος παίζει διάφορους ρόλους κατά τις επιταγές του έργου. Ο Θοδωρής Σκυφτούλης (παίζοντας σταθερά Κλαύδιο), συχνά σε ρόλο άτυπου θεατρώνη, ετοιμόλογος και συχνά απλά αποστομωτικός, έχει βάθος και ποικιλία στην ερμηνεία του. Ενίοτε ηθελημένα στυλιζαρισμένη και σαρκαστική, ενίοτε σαιξπηρική και με εσωτερική δραματικότητα. Η Άννα Ελεφάντη παίζοντας αναπόφευκτα γυναικείους ρόλους του Άμλετ (Οφηλία, Γερτρούδη) έχει κέφι, μπρίο, θηλυκότητα και μια αφοπλιστική αμεσότητα με το κοινό. Ο Σπύρος Χατζηαγγελάκης (Άλφρεντ/Πολώνιος) με κάποιες μικροαδυναμίες ειδικά στη μετάβασή του από τις κωμικές στις δραματικές του στιγμές, έδωσε και αυτός ένα στίγμα εξελίξιμου ηθοποιού με χιούμορ και προσωπικότητα. Και οι τρεις πάντως με την καλή τους συνδυαστική σκηνική χημεία, δίνουν ένα θίασο σχεδόν υποδειγματικό στη λειτουργία του.

Τα σκηνικά της Δήμητρας Λιάκουρα είναι απλά, λιτά και λειτουργικά και η ευκολία της μετακίνησής τους, τα κάνει πολυχρηστικά χωρίς να κουράζουν το μάτι του θεατή, ενώ τα κοστούμια της ίδιας ντύνουν εύστοχα τους ήρωες. Οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα, έχουν θεμελιώδη ρόλο στην ατμόσφαιρα της παράστασης και αν και νομίζω ήθελαν λίγο συντονισμό ακόμα, είναι παιχνιδιάρικοι και σωστά εστιασμένοι. Η μουσική του Παύλου Κατσιβέλη με τη δική της ιδιαίτερη συμβολή στην παράσταση, ενώ η επιμέλεια της πολύ προσεγμένης και συχνά σαρωτικής κίνησης ανήκε στη Θάλεια Δήτσα.

Συμπερασματικά, είδα μια παράσταση, όπου το έξυπνο, σπιρτόζικο και αλληγορικό κείμενο, συνοδεύτηκε από μια σκηνοθεσία με άποψη, νεύρο και ρυθμό, με παραληρηματικούς πλην όμως χιουμοριστικούς και συχνά αυτοπροσδιοριστικούς διαλόγους και ευτύχησε να συμπληρωθεί από εξαιρετικές ερμηνείες, που πέρα από το κωμικό τους μομέντουμ, σχολιάζουν, προβληματίζονται και τοποθετούνται απέναντι στη ζωή και τα "στιγμιότυπά" της. Μια περιεκτική θεατρική πρόταση για τα βράδια Κυριακής, Δευτέρας και Τρίτης που θα σας πρότεινα ανεπιφύλακτα.

 

Πέμπτη 23 Απριλίου 2015