Print

"ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ". ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ Γ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Written by OnlyTheater. Category: ΚΡΙΤΙΚΗ ONLYTHEATER

Γυάλινος Κόσμος

Στη σκηνή του Θεάτρου Εμπορικόν ανεβαίνει η παράσταση "Γυάλινος Κόσμος" του Τέννεσσι Ουίλιαμς σε σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη. Πρόκειται για το πιο αυτοβιογραφικό έργο του συγγραφέα και αυτό που τον σήκωσε από την αφάνεια και έδωσε τη μεγάλη ώθηση στην καριέρα του μετά το ανέβασμά του στο Σικάγο το 1944 και στο Μπρόντγουει το 1945. Μέσα από την αφήγηση του Τομ, του αδερφού της οικογένειας Γουίγκφιλντ, αποκαλύπτεται όλη η τραυματισμένη πραγματικότητα των διαπροσωπικών σχέσεων της οικογένειας, η ελλειματική τους φύση και η ανάγκη της συχνής προσφυγής σε ψευδαισθήσεις, όπως η πλαστή "γυάλινη" ψευδαίσθηση, ο γυάλινος κόσμος με ζωάκια που συλλέγει η Λώρα, αδερφή του Τομ. Η μητέρα αυταρχική και δεσποτική στα όρια της υστερίας, προσπαθεί να βρει έναν υποψήφιο σύζυγο για την κόρη της, ώστε να μην της μείνει ανύπαντρη (καθώς έχει και μια μικρή φυσική αναπηρία) και πιέζει και τους δύο στα άκρα. Κι ενώ όλα δείχνουν να προσπαθούν να βαίνουν καλώς, το γυαλί σπάει και τα κομμάτια μένουν για όλους στο πάτωμα. Παρών απών και ο πατήρ της οικογένειας, μια φωτισμένη φωτογραφία σε έναν τοίχο, στον οποίο συχνά απευθύνονται για βοήθεια ή ανάθεμα οι ήρωες. Η μετάφραση του Δήμου Κουβίδη, απλή, κατανοητή και σαφής, χωρίς σε κανένα σημείο να χάνει το έργο τον πλούτο των νοημάτων του ή την πολυεπίπεδη σημειολογία του.

Η Ελένη Σκότη στην τέταρτη σκηνοθεσία παράστασης με πρωταγωνιστή το Δημήτρη Καταλειφό, δείχνει να έχει βρει πλέον μαζί του όλους τους απαραίτητους κώδικες επικοινωνίας. Κάνει τους τρεις βασικούς χαρακτήρες του έργου, πυλώνες, από όπου αντλεί πληροφορίες για την οικογένεια, εξελίσσει το έργο και ταυτόχρονα τους πλάθει με μια συμπάθεια και μία ευαισθησία. Ένιωσα στην παράσταση να μην υπάρχει κανένα έντονο εγώ, αλλά μια συλλογική δουλειά, που απαίτησε πολύ προσωπικό ιδρώτα και πολλή προσπάθεια, πολλή συζήτηση και πολλή κατανόηση. Υπάρχουν στιγμές που η σκηνοθεσία αφήνει τους ηθοποιούς και τα πάθη τους να οδηγήσουν την παράσταση, φυσικά χωρίς κανένα δείγμα ερμηνευτικής αλαζονείας ή εγωπάθειας. Οι συγκρούσεις έντονες κάποιες φορές, λιγότερο κάποιες άλλες (αλλά και πάλι με μεγάλο το ψυχικό τους κόστος), εναλλάσσονται με διαλείμματα σιωπής, όπου τα βλέμματα, τα σώματα και η ατμόσφαιρα μιλούν με το κοινό. Σε άλλες πάλι σκηνές, η σκηνοθεσία τους καθοδηγεί έντεχνα και ποτέ κραυγαλέα για την καλύτερη δυνατή σκηνική απόδοση. Η παρουσία του χαρακτήρα του Τομ σαν αφηγητή, ο οποίος ηλικιακά είναι πολύ κοντύτερα στη μητέρα του από ότι στην αδερφή του, είναι ένα μεγάλο κερδισμένο στοίχημα από την κυρία Σκότη. Γιατί έτσι ο χαρακτήρας μοιάζει να κουβαλά και να σέρνει πίσω του σα συνειδησιακό τσέρκι, όλο το βάρος των αδιεξόδων και των ανεκπλήρωτων που τον στοιχειώνουν σαν ερινύες και στιγμές, στιγμές μοιάζει έτοιμος να λυγίσει. Όταν χρειάζεται ένταση και συγκρουσιακό πάθος και αυτά είναι παρόντα στις κατάλληλες δόσεις με αποτέλεσμα οι χαρακτήρες που χτίζονται να είναι διακριτοί, σαφείς και ολοκληρωμένοι ο καθένας μέσα από τη διαφορετικότητά του και τον εσωτερικό φαντασιακό κόσμο που έχει πλάσει. Η σωστή εκμετάλλευση του σκηνικού χώρου, οι εκπληκτικοί φωτισμοί, η συνοδευτική μουσική, όλα αποτέλεσαν εργαλεία στα χέρια της σκηνοθέτιδος για τη δημιουργία μιας παράστασης με ρυθμό και σωστή ατμόσφαιρα, σωστή απόδοση του κειμένου και εξαιρετικών ερμηνειών. Η φωτογραφία του πατρός Γουίγκφιλντ φωτισμένη μεν, αλλά με απουσία προσώπου, δείχνοντας εύγλωττα πόσο σημάδεψε την οικογένεια η φυσική του απουσία και λιγότερο η απουσία της μορφής του. 

Ο Δημήτρης Καταλειφός, έμοιαζε σαν έτοιμος από καιρό να "ενδυθεί" το ρόλο του Τομ Γουίγκφιλντ, του αφηγητή και αδερφού. Διαθέτει όλη εκείνη την εκφραστική γκάμα για να σε πείσει ότι τη μία στιγμή είναι ένας ψιλομέθυσος ηλικιωμένος, σχεδόν παραιτημένος από τη ζωή και χωρίς πολλά ακόμα ψυχικά αποθέματα και την επόμενη ένας ζωντανός, συγκρουσιακός και δωρικός Τομ, ο οποίος διεκδικεί, σχεδιάζει, ελπίζει και πηγαίνει κάθε βράδυ σινεμά για να ξεφεύγει. Ο κύριος Καταλειφός είναι ευτυχώς ένας ηθοποιός που σπάνια επαναπαύεται και χρησιμοποιεί μόνο αποθέματα εμπειρίας για να παίξει και συνεχώς προσπαθεί να ανακαλύπτει και να αυτοανακαλύπτεται. Και αυτό είναι φανερό στα μάτια του θεατή. Και κάπως έτσι έδωσε έναν ολοκληρωμένο, τραγικό και αυτόφωτο Τομ Γουίγκφιλντ στη σκηνή του Εμπορικόν. Η Θέμιδα Μπαζάκα στο ρόλο της Αμάντας (της μητέρας) αποτέλεσε τη δεύτερη συγκλονιστική ερμηνεία της βραδιάς. Άλλοτε γλυκιά, τρυφερή και ανασφαλής, άλλοτε σκαιά και δεσποτική (φλερτάροντας με την υστερία) είναι δύο πρόσωπα σε μία ηθοποιό. Που τα εναλλάσσει πολύ επιτυχημένα και σε κάνει παρά τη σκληρότητα και την υστερία της να τη συμπονάς και να την καταλαβαίνεις. Η ανάγκη της να νιώσει γυναίκα δεν ικανοποιήθηκε πλήρως ποτέ και αυτό της έχει αφήσει έντονες και βαθιές ουλές μέσα της. Ίσως η πιο πλήρης ερμηνεία της κυρίας Μπαζάκα που έχω δει τα τελευταία χρόνια. Η Στέλλα Βογιατζάκη στο ρόλο της Λώρας, της αδερφής του Τομ, γλυκιά και εύθραυστη, με μια σκηνική παρουσία να θυμίζει συχνά αερικό και να αποτελεί κάτι σαν την προσωποποίηση των γυάλινων ζώων που συλλέγει. Ο λόγος της μετρημένος, με συγκρατημένη θέληση και τραγικότητα δε γίνεται παιδικός, αλλά ούτε κατρακυλάει στο μελό. Πολύ ισορροπημένη ερμηνεία, έβγαλε μια πολύ αντιπροσωπευτική και αξιοπρεπή Λώρα. Ο Κωσταντίνος Γώγουλος στο ρόλο του Τζίμι Ο'Κόννορ, ίσως να παρασύρθηκε σε μία ή δύο σκηνές από ενθουσιασμό και να έδωσε λίγη υπερβολικότητα στο λόγο και τη κίνησή του, γενικά όμως στάθηκε και αυτός καλά στο ρόλο του υποψήφιου γαμπρού της Λώρας. Και στα αποκαλυπτήρια του γεγονότος ότι έχει σχέση και οδεύει προς γάμο, έπαιξε στο σωστό ρυθμό και με οργανωμένο λόγο.

Το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη εκμεταλλεύτηκε σχεδόν άψογα το διαθέσιμο χώρο του θεάτρου. Χωρίς εμφανή χωρίσματα "δημιούργησε" διακριτούς χώρους, όπως το ησυχαστήριο της σκάλας, το γραφειάκι του Τομ, την τραπεζαρία έκπληξη, αλλά λειτούργησε και αφαιρετικά, θέλοντας να δείξει όλη αυτή τη γύμνια της φαντασίωσης και του πλαστού και τη μοναξιά της πραγματικότητας. Τα κοστούμια της Μικαέλας Λιακατά, αντιπροσωπευτικά των χαρακτήρων που έντυσαν και εννοώ της ψυχολογίας τους, κάτι σαν καθρέφτης και χρωματική παλέτα της ψυχής τους. Οι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη ίσως από τους καλύτερους που έχω δει φέτος σε παράσταση, ακολουθούσαν τους ήρωες, τους απομόνωναν και τους έγδυναν ψυχικά. Συνεργάστηκαν στην εντέλεια με το σκηνικό και τη μουσική για τη δημιουργία μιας υπέροχης ατμόσφαιρας στην παράσταση. Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου, καίρια, λειτουργική και κατάφερε να μιλήσει απευθείας με την ψυχή του θεατή.

Συμπερασματικά, είδα μία από τις πιο καλές θεατρικές προτάσεις του φετινού θεατρικού χειμώνα. Μια παράσταση που συνδυάζει ένα κείμενο ορόσημο, δοσμένο με κατανοητό και σαφή τρόπο, μια σκηνοθεσία, που έχει ρυθμό, ισορροπία και οδηγεί το έργο στα σωστά του μονοπάτια, αποφεύγοντας τη μπανανόφλουδα του εύκολου εντυπωσιασμού. Οι επιλογές των ηθοποιών εξαιρετικές και οι ερμηνείες από νεότερους και παλαιότερους ηθοποιούς αξιομνημόνευτες. Το δίδυμο Καταλειφού-Μπαζάκα πέτυχε εξαιρετική χημεία και δικαίως καταχειροκροτήθηκε. Μην τη χάσετε αυτή την παράσταση, κρύβει μέσα της πολλή αλήθεια και ουσία.

 

Κυριακή 26 Απριλίου 2015