Print

"ΤΟ ΤΡΕΛΛΟ ΑΙΜΑ". ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ Γ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Written by OnlyTheater. Category: ΚΡΙΤΙΚΗ ONLYTHEATER

ΤΟ ΤΡΕΛΛΟ ΑΙΜΑ

 

Στο Θέατρο Τέχνης, ένα χώρο στον οποίο μαθήτευσε στο παρελθόν, σκηνοθετεί η Άντζελα Μπρούσκου το "Τρελλό Αίμα" του Παντελή Πρεβελάκη. Ο πλήρης τίτλος της παράστασης είναι "Το Τρελλό Αίμα μια νύχτα σε ένα χωριό της Κρήτης, ή κάπου αλλού" και βασίζεται σε δύο κείμενα του Παντελή Πρεβελάκη, τη "Δεύτερη Εντολή" και το "Τρελλό Αίμα" και τα μονόπρακτα "Τα Μισοφέγγαρα" του Γιάννη Κοντραφούρη, που συνδυάζονται με κείμενα, σκέψεις και τραγούδια των ηθοποιών, όλα δεμένα σε ένα θεματικό πυρήνα και με θεματική αλληλουχία. Η γυναίκα είναι στο επίκεντρο, προσωποποιεί την αμαρτία και αποτελεί το εξιλαστήριο θύμα. Μυστικά, απαγορεύσεις, σωματική και ψυχολογική βία, κινούνται αντιθετικά και παράλληλα με τη συγχώρεση, την αυτοθυσία, την αγάπη. Μια γυναίκα που πείθει τον εραστή της να σκοτώσει τον άντρα της για να αυτοκαθαρθεί, μία αιμομικτική σχέση με μοιραίο τέλος και το κακό ως συγκεκριμένη έννοια μέσα και έξω από εμάς είναι οι θεματικοί πυρήνες της πλοκής της παράστασης. Δύσκολη ομολογουμένως επιλογή, αλλά με πρωτοτυπία και άποψη.

Η Άντζελα Μπρούσκου στην τρίτη της σκηνοθετική δουλειά για φέτος, καταπιάστηκε με κάτι που προφανώς οραματίστηκε με τους συνεργάτες της και αφέθηκε να παρασυρθεί από αυτό και να το αποτυπώσει στο θεατρικό σανίδι. Η παράσταση ξεκινά με σιωπή και χαμηλούς, ατμοσφαιρικούς ρυθμούς, σχεδόν απόλυτα βιωματικά με το κορμί να γίνεται ο άκων πρωταγωνιστής και εξελίσσεται με λόγο έντονο, οξύ και αιχμηρό πάνω σε συνεχείς αντιθέσεις και δίπολα. Αμαρτία και κάθαρση, αγάπη και προδοσία, έγκλημα και συνείδηση βαδίζουν χέρι χέρι με διακριτούς αλλά ταυτόχρονα συμπλεκόμενους ρόλους. Κι εκεί η κυρία Μπρούσκου βάζει όλη της τη δεξιοτεχνία, ώστε να μην αφήνει αφηρημένα νοήματα και ιδέες να πλανώνται στη σκηνή και να κουράζουν το θεατή, αλλά να του τα αφηγείται ρεαλιστικά και ζωντανά και να τον οδηγεί στην επεξεργασία και τη λύση τους. Εκμεταλλεύεται άριστα τις επιλογές και τις δυνατότητες που της προσφέρουν το σκηνικό, οι φωτισμοί και η μουσική και καταφέρνει να έχει το προαιώνιο δίδυμο άντρα-γυναίκας στη σκηνή, σε πλήρη σκηνική αρμονία, ερμηνευτικό αλληλοσυμπλήρωμα και κινητική αλληλοκάλυψη. Καταθέτει την ενοχικότητα του γυναικείου σώματος, το διαπομπεύει, αποδομεί την αμαρτία που αυτό αναδίδει και το παραδίδει καθαρό και απογαλακτισμένο από την Κόλασή του. Η σπονδυλωτή υφή της παράστασης δεν αφήνει κενά, αν και κάποιες σκηνές ήταν χρονικά λίγο μεγαλύτερες και φλύαρες από όσο χρειαζόταν. Ένας αλμοδοβαρικός σουρεαλισμός υποβόσκει συνέχεια, καθώς και μια λεπτή ειρωνεία για το πόσο λεπτές είναι οι ισορροπίες μεταξύ ακμής και παρακμής, Κόλασης και Παράδεισου, σκοταδιού και φωτός.

Η Παρθενόπη Μπουζούρη ήταν η γυναίκα της παράστασης, που εξέφρασε απόλυτα όλη τη διαχρονική μαγεία αλλά και παθογένεια του φύλου της. Εύα, τραγουδίστρια, μοιραία γυναίκα, η μεταμόρφωσή της είναι έντονη, αλλά και φυσική, αυθόρμητη, πηγαία. Έχει πάθος, αυτοπεποίθηση, ένταση, συναίσθημα, δε φοβάται να εκτεθεί, δε διστάζει να μετακινήσει τα όριά της, πλάθοντας μία ολοκληρωμένη και καθηλωτική ερμηνεία, αντιπροσωπευτική του ταλέντου της. Δίπλα της ο Διαμαντής Καραναστάσης, το κατάλληλο αντρικό αντίβαρο, απάντηση σε κάθε καινούργιο γυναικείο αποτύπωμα της κυρίας Μπουζούρη. Στιβαρός, έντονα αντιθετικός, άλλοτε υπακούοντας σε προαιώνια πρότυπα και άλλοτε βάζοντας τη δική του σφραγίδα στο ρόλο, ζωώδης, αλλά και ευαίσθητος, αποτέλεσε το σχεδόν ιδανικό σκηνικό παρτεναίρ της γυναίκας. Η κίνηση και οι εκφράσεις του προσώπου του ακολουθούσαν πιστά το λόγο και τον συμπλήρωναν. Η χημεία των δύο αποτέλεσε το μεγαλύτερο ατού στην πραγμάτωση του οράματος της σκηνοθέτιδας στη σκηνή του Θεάτρου Τέχνης. Οι Βασίλης Παπαγεωργίου, Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου και Γιάννης Χαριτοδιπλωμένος στους δεύτερους ρόλους ξεδίπλωσαν και αυτοί απλόχερα το ταλέντο τους, με ερμηνείες αξιοπρεπείς, συνεπείς και δημιουργικά επικουρικές των δύο κύριων ρόλων, ο καθένας με το δικό του στίγμα, τα δικά του εκφραστικά μέσα, τη δική του προσωπικότητα.

Το σκηνικό του Κωνσταντίνου Ζαμάνη με το κόκκινο χρώμα να κυριαρχεί, γεμίζει δημιουργικά τη σκηνή του Τέχνης και κινείται πάντα σε δύο προφανή επίπεδα, προσκηνίου και παρασκηνίου. Τα σκηνικά αντικείμενα όπως τα κόκκινα μπαλόνια, τα ομοιώματα του αρνιού και του κόκορα, το ηχητικό σύστημα στο δεξιό τμήμα της σκηνής, όλα έχουν λόγο ύπαρξης και λειτουργικότητα και εξυπηρετούν τη σκηνική οικονομία της παράστασης. Τα κοστούμια τα επιμελήθηκε η ίδια η σκηνοθέτης, δίνοντάς τους μια πινελιά γκροτέσκου, που συνηγόρησε στη δημιουργία της προσωπικότητας των χαρακτήρων που έντυσαν. Η μουσική της Nalyssa Green έβαλε νότες στα συναισθήματα και τις καταστάσεις του έργου και στάθηκε πολύτιμος βοηθός του λόγου σε όλη τη διάρκεια της παράστασης. Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου συνέβαλλαν σημαντικά στο υπέροχο τελικό αισθητικό αποτέλεσμα και είναι δουλεμένοι στη λεπτομέρεια.

Συμπερασματικά, η Άντζελα Μπρούσκου στα τέλη της θεατρικής σαιζόν, μας επιφύλαξε ένα κομψοτέχνημα στη σκηνή της οδού Φρυνίχου. Αποτύπωσε μύχιες σκέψεις και ιδέες, επεξεργάστηκε και έδεσε τρία πολύ καλά κείμενα, σκηνοθέτησε με μια ψυχεδελική ευρηματικότητα και πρωτοτυπία και απέσπασε δύο εξαιρετικές ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές της. Μικροαδυναμίες υπήρξαν, αλλά έχει τέτοια αισθητική και άποψη το σκηνικό της δημούργημα που το κατατάσσει στις κορυφαίες παραστάσεις της σαιζόν.

Τετάρτη 6 Μαΐου 2015