Print

Η ΑΝΟΥΣΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΝΑ ΖΕΙΣ. ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ Γ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Written by OnlyTheater. Category: ΚΡΙΤΙΚΗ ONLYTHEATER

 

Το καινούργιο θεατρικό δημιούργημα της Λένας Κιτσοπούλου με το μακρόσυρτο τίτλο "Μια μέρα, όπως κάθε μέρα, σε ένα διαμέρισμα από τα χιλιάδες διαμερίσματα της Αθήνας, αυτά με τα κουφώματα ασφαλείας και τους βολικούς καναπέδες τους σε κατάσταση αμόκ. Ή η ανουσιότητα του να ζεις", παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία της συγγραφέως στη σκηνή της οδού Φρυνίχου του Θεάτρου Τέχνης. Ήδη από τον τίτλο συνειδητοποιεί κανείς πως ότι θα μπορούσε να ειπωθεί με πέντε λέξεις υπεραναλύεται σε μια μεγάλη πρόταση, που δίνει έμφαση στη μικρή βερσιόν του τίτλου. Έτσι ακόμα και πριν μπεις στο θέατρο έχεις ένα γαργάλημα στο μυαλό από τη συγγραφέα για το λόγο της παράθεσης και των δύο εκδοχών. Δύο φίλοι των οποίων τα ονόματα, τα επαγγέλματα και τα προσωπικά στοιχεία δε μαθαίνουμε ποτέ, καθισμένοι σε ένα "βολικό" λευκό καναπέ και με τον υπολογιστή εμπρός τους, αναλώνονται σε ανούσιες συζητήσεις πάνω σε επιφανειακά και καθημερινά θέματα, αποφεύγοντας οτιδήποτε μπορεί να ανεβάσει επίπεδο την κουβέντα τους και διακόπτοντας τον ειρμό της κουβέντας με κάποια έντονα και συχνά υπερβολικά βίαια λεκτικά ή και σωματικά ξεσπάσματα. Το κείμενο αυτό δεν μπορείς να το εντάξεις με σιγουριά σε κάποιο είδος, είναι μάλλον μια κατηγορία από μόνο του.

Η Λένα Κιτσοπούλου αναλαμβάνει και τη σκηνοθετική καθοδήγηση του συγγραφικού της πονήματος και από την πρώτη σκηνή της παράστασης καταλαβαίνεις ότι η σκηνοθεσία είναι απόλυτα συνυφασμένη με το κείμενο και το ρυθμό του. Δεν έχει καμία διάθεση να κάνει μια παράσταση με αρχή, μέση και τέλος και κλασσική σκηνοθετική δομή, αλλά κάτι αντισυμβατικό, εξαργυρώνοντας την πρωτοτυπία του κειμένου της και επενδύοντας στην προκλητικότητα του όλου project. Και οι αντικρουόμενες προσλαμβάνουσες παραστάσεις που είχα σα θεατής, δεν εγκατέλειψαν τη θέση τους μπροστά από τα μάτια μου και μέσα στο μυαλό μου μέχρι το τέλος του έργου. Από τη μία έχεις ένα πρωτότυπο κείμενο που σε κάνει να νιώθεις ότι παρακολουθείς μέσα από την κλειδαρότρυπα, ή μια κρυφή κάμερα δύο άτομα, δύο φίλους να μιλούν όπως κάνουμε και οι ίδιοι κάθε μέρα με τους δικούς μας ανθρώπους. Από την άλλη ένιωσα για άλλη μια φορά ότι κάποια πράγματα έγιναν προκλητικά και υπερβολικά με στόχο την ίδια την πρόκληση σα μέσο προβολής του εγχειρήματος. Από τη μία νιώθεις μία ουσία και ένα βαθύτερο νόημα επιμελώς κρυμμένα ανάμεσα στις βαρετές λέξεις και προτάσεις και από την άλλη πνίγεσαι σε αυτή τη βαρεμάρα και δε φτάνουν όλα τα μηνύματα ατόφια και ανεπεξέργαστα στο θεατή, αλλά με μία οπτική που του έχει έντεχνα επιβληθεί. Ανάμεσα στις διαλογικές σκηνές παρεμβάλλονται κάποιες κρίσεις σουρεαλιστικής υστερίας που αγγίζουν ακόμα και τα όρια του σπλάτερ και όλες εμπεριέχουν υπερβολή και διάρκεια μεγαλύτερη της δέουσας. Το πέρασμα από το φυσικό, το αυθόρμητο, το καθημερινό, στη λεκτική ή σωματική βία και μετά σε μία σιωπή απόγνωσης και ένα χιουμοριστικό πιάσιμο του μίτου της όποιας εξέλιξης της ιστορίας είναι επαναλαμβανόμενο και μετά τη δεύτερη φορά χάνει την πρωτοτυπία και το ενδιαφέρον του. Η ματαιότητα της καθημερινότητάς μας, οι συγκρούσεις των ανθρώπων για ασήμαντη αφορμή, ο μικροαστισμός που έχει πει βαθιά στο μεδούλι μας είναι θέματα που θίγονται με τον ιδιαίτερο τρόπο της σκηνοθέτιδας. Ελλοχεύει όμως κάθε στιγμή η ισοπέδωση της φαντασίας πάνω στην οποία θέλεις να επικοινωνήσεις τα νοήματα και τις καταστάσεις με το κοινό, την οποία την ένιωσα να με χτυπά σε κύματα. Ευτυχώς δεν εμπλέκει καθόλου τηλεοπτικές νόρμες και διατηρεί τη θεατρικότητα του εγχειρήματός της. Προς το τέλος απευθύνεται στο κοινό με μία αυτοσαρκαστική διάθεση σε ένα μονόλογο που χάνει σύντομα το ενδιαφέρον του λόγω της διάρκειάς του. Η τελική σκηνή του χειροκροτήματος είναι σε αργή κίνηση και εξαιρετικά εμπνευσμένη, επιτρέποντας ένα απελευθερωτικό αναστεναγμό στο θεατή.

Ο τρίτος ρόλος της συγγραφέως είναι αυτός της πρωταγωνίστριας. Ο τόνος της φωνής ηθελημένα επίπεδος, χωρίς ιδιαίτερο χρώμα και ίσως ένα τόνο πιο πάνω από το κανονικό, με σκοπό να ερεθίσει το αυτί και να μην το αφήσει σε ησυχία. Τονίζει με ένα περιγελαστικό τόνο το λ και αρκετές φορές αισθάνθηκα ότι παρακολουθώ μία μη-ερμηνεία, η οποία όμως με παγίδευσε μέσα της ώστε να μην μπορώ να αποκολληθώ από αυτή και να κοιτώ απλά αδιάφορα τη σκηνή. Ο Γιάννης Κότσιφας με χαμηλότερο φωνητικό τόνο γενικά, αλλά και με μεγαλύτερου φάσματος εκρήξεις, άλλες φορές βγάζει μια απίστευτη φυσικότητα και μια ανεπιτήδευτη ερμηνεία και άλλες πλάθει έτσι το χαρακτήρα του ώστε να φαίνεται σχεδόν ολοκληρωτικά (ίσως και ειρωνικά) ψεύτικος και φτιαχτός. Η γενική του χημεία με την κυρία Κιτσοπούλου σε υψηλά επίπεδα, ακόμα και στις στιγμές που νιώθεις ότι οι ερμηνείες απλά παίζουν με τα νεύρα και την υπομονή του θεατή. Η σκηνή του οριεντάλ χορού απολαυστική στην αρχή, αλλά στη συνέχεια ακολούθησε την παθογένεια της βαρετής διάρκειάς της που συναντάται σε όλη την παράσταση.

Τα σκηνικά και τα κοστούμια είχαν τη σφραγίδα της Ναταλίας Λάτση και ήταν αντιπροσωπευτικά του κλίματος και της ατμόσφαιρας του έργου και λειτουργικά. Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου με λίγες εναλλαγές ακολυθώντας προφανώς τη γραμμή της σκηνοθεσίας, ενώ μιλώντας για μουσική μάλλον εννοούμε το χορό του κυρίου Κότσιφα στο τέλος, αλλιώς η έλλειψή της ήταν εκκωφαντική.

Συμπερασματικά, είδα μια παράσταση μιας θεατρικής περσόνας που έχει αναμφισβήτητα ταλέντο και δημιουργική φαντασία, απλά είτε δεν τα χρησιμοποιεί πάντα προς όφελός της είτε έχει συμβιβαστεί με την ιδέα της πρόκλησης για την πρόκληση. Σίγουρα δε διστάζει να τολμήσει και να αναμετρηθεί με το κοινό, αλλά κάποιες φορές δείχνει να εγκλωβίζεται σε αυτά που γνωρίζει ότι ζητούν από αυτή οι πιστοί οπαδοί της και λησμονεί να απελευθερώσει τον εαυτό της για να μας παρουσιάσει το πραγματικό του μέγεθος και να δοκιμάσει τα όριά της. Αν αποφασίσετε να δείτε την παράσταση, να πάτε προετοιμασμένοι για το τι θα αντιμετωπίσετε στη σκηνή της Φρυνίχου.