Print

ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗΣ ΝΥΧΤΑΣ. ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΣΕΜΙΝΑΣ ΔΙΓΕΝΗ

Written by OnlyTheater. Category: ΚΡΙΤΙΚΗ ONLYTHEATER

Όνειρο καλκαιρινής νύχτας

 

“I giorni grigi sono le lunghe strade silenziose di un paese deserto e senza cielo...”  Λέει, πως οι γκρίζες μέρες είναι μεγάλοιί ήσυχοι δρόμοι μιας έρημης χώρας, χωρίς παράδεισο. Μοιάζει απαισιόδοξο, μα αισθάνομαι πως μιλάει γι’ αυτήν εδώ τη χώρα.

“A casa d’Irene si canta si ride. C’e gente che viene, c’e gente che va..”

 Η παράσταση ξεκίνησε. Είναι ευχάριστα, ηρεμιστικά, εδώ μέσα.

“...Giorni senza domani...” Το λέει στα ιταλικά, για να μην το καταλάβουμε.  Λέει πως οι μέρες δεν έχουν αύριο.

“E quando mi vedi tu corri da me. Mi guardi negli occhi, mi prendi la mano. Ed in silenzio mi porti con te.”  Λέει, ακόμη, πως όταν τον βλέπεις, τρέχεις προς αυτόν, κοιτάς τα μάτια του, παίρνεις το χέρι του και τον τραβάς κοντά σου ήσυχα. Πιστεύω πως προτείνει κάποιο φάρμακο γι’ αυτές τις “γκρίζες μέρες”.

“Giorni senza domani e il desiderio di te. Nei giorni grigi io so dove trovarti.
I giorni grigi mi portano da te...”  Λέει, πως όταν οι μέρες είναι γκρίζες δυσκολεύεται περισσότερο να σε βρε,ι μα σε επιθυμεί ακόμη περισσότερο, πως μάλλον όλες αυτές οι δύσκολες μέρες έχουν ως βοηθό και φωτοδότη μόνο εσένα.

Το έπιασα, λοιπόν. Ο έρωτας ως φάρμακο. Και το Όνειρο ως απόδραση.

O υπέροχος κύριος Άγγελος Παπαδημητρίου ως Θησέας, μας καλωσορίζει στο φρεσκοεγκαινιασμένο θέατρο, σφίγγοντάς μας το χέρι και ξεσηκώνοντας για γλέντι τ’ Αθηναϊκά νιάτα. “Να φύγει η μελαγχολία” λέει και ξαναλέει για να μας διώξει από το μυαλό των Αθηναίων, τους πετσοκομμένους μισθούς, τα βασανιστήρια της αστυνομίας και τους βρώμικους δρόμους του κέντρου. Αρχίζει να το πετυχαίνει. Θεατές ανεβαίνουν στη σκηνή χορεύοντας στους ρυθμούς του Γκένσμπουργκ, του Πρίσλεϊ και άλλων..


Κάποιοι θεατές ... βαθιά ενήλικες, μπροστά μου, γκρινιάζουν για την ένταση των μουσικών χαλιών στα πρώτα λεπτά του έργου, που τους εμποδίζει να ακούσουν με άνεση τον σαιξπηρικό λόγο. Για μια στιγμή, σκέφτομαι να τους πω, πως δεν είναι τεχνικό το πρόβλημα και πως έτσι τα θέλει ο Μαρμαρινός, να “τρέχουν” παράλληλα. Αυτή η μουσική (σύνθεση και επιμέλεια του Δημήτρη Καμαρωτού) ή η μουσικότητα της σκηνοθεσίας, συνοδεύει διαρκώς το έργο.


Σκηνικό και φωτισμοί εξοντώνουν τη θεατρική σύμβαση: η μεγάλη νέον επιγραφή με τη λέξη Rex (δηλαδή το όνομα του θεάτρου ή ο τίτλος του βασιλιά των ξωτικών Όμπερον ή ο τίτλος που ταιριάζει στον Έρωτα ως κινητήριος δύναμη της Φύσης), τα ανοιχτά φώτα της πλατείας, το ύφασμα της αυλαίας ντύνει πολυθρόνες και χαλιά της σκηνής, ένας μεγάλος επιδαπέδιος προβολέας, live προβολή σε projection και οθόνες, αναπαράγει τους θεατές της αίθουσας... Όλα δηλώνουν πασιφανώς πως είμαστε σε θέατρο και κάθε ομοιότητα με την πραγματική ζωή είναι τυχαία. Αμ δε.


Οι υπέροχες μάσκες της Μάρθας Φωκά, που έφυγαν μόνο περιστασιακά από κάποια πρόσωπα, επιτείνουν κι αυτές το ψέμμα του πράγματος, δίνοντας ταυτοχρόνως σε κάποιους ήρωες ένα μόνιμο συναίσθημα, ένα ζαρωμένο μέτωπο που εκφράζει πότε την άγνοια και πότε την απόγνωση μπροστά στο παράλογο του κόσμου τους.

Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας


Τα δύο ζευγάρια των ερωτευμένων, σαν κούκλες στα χέρια μαριονετίστα, τη μια χωρίζουν, την άλλη ενώνονται, κυνηγιούνται, παραλογίζονται σε ένα τοπίο στα όρια του μελαγχολικού (αντικατοπτρισμός της εποχής μας) και μοιάζουν να αναζητούν νερό σε άνυδρο τόπο.


Χάμενος ο Λύσανδρος (Νίκος Κουρής) μέσα στην -μόνο στη φαντασία δασώδη- αίθουσα του Rex (ή τη σημερινή Αθήνα ή το όνειρό του ή τις διακλαδώσεις του ερωτικού αισθήματος) δε ξέρει προς τα πού να τρέξει μαζί με την αγαπημένη του. Αναποφάσιστος μπροστά στην κατεύθυνση που πρέπει να πάρε,ι μου θύμισε ακαριαία την ταινία “Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού”, όπου ο Τζιμ Κάρεϊ προσπαθεί να κρυφτεί μαζί με την Κέητ Γουίνσλετ, σε κάποιο χώρο του εγκεφάλου του, που το μηχάνημα διαγραφής αναμνήσεων δε θα καταφέρει ν’ ανακαλύψει.


Ο βασιλιάς - σκηνοθέτης Όμπερον (Περικλής Μουστάκης), δίνει οδηγίες από τη θέση ενός μελετητή, ενός συγγραφέα που καθισμένος στο μακρύ τραπέζι του, διατυπώνει εκ νέου όλη αυτή την χιλιοειπωμένη αφήγηση των ανθρώπων. Θυμίζει, ίσως και τον πραγματικό σκηνοθέτη της παράστασης, που επαναδιαπραγματεύεται το έργο, υπό εντελώς νέο πρίσμα (τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα).


Ο σκοτεινός Πουκ (Εύη Σαουλίδου), ακούραστος εργάτης του βασιλιά του, εκτελεί εντολές έχοντας υπογείως εγκατεστημένη την πεποίθηση, πως ό,τι παιχνίδι και να παίξει με τους εραστές, όσο και να τους βασανίσει, αποτέλεσμα πιο ισχυρό από τα παθήματα που θα τους βρουν από τον έρωτα τους τον αληθινό, δεν πρόκειται να πετύχει. Έτρεξε, άλλωστε, ποτέ ήσυχο το “ρέμα της αγάπης”;


Στο παρασκήνιο του βλέμματός μου κι ενώ ο μεταμοντερνισμός εξελλισσόταν γύρω μου, μ’ έπιασα στο διάλειμμα να ‘χω κάποιους άσχετους στίχους στο μυαλό με τη φωνή της Μοσχολιού: “Σ’ έβλεπα στα μάτια κι ήσουνα δικός μου, ταίρι μου παντοτινό. Μ’ άφησες μια μέρα κι έχασα το φως μου κι έχασα τον ουρανό.”

Δεν είναι απ’ τις μουσικές επιλογές του έργου. Είναι στίχοι που μου κόλλησαν, βλέποντας την Ερμία (Ιωάννα Παππά), σα σκηνή βγαλμένη από τραγωδία να ωρύεται για τον άπιστο Λύσανδρό της, όταν αυτός πρόδωσε (προσωρινά ευτυχώς) τον έρωτά τους, ξυπνώντας απ’ τον μεθυσμένο ύπνο του, αγαπώντας άλλη. Η βραχνάδα στη φωνή της, που υπήρχε σε προηγούμενες σκηνές κι έμοιαζε απομεινάρι κλαμάτων, επανέρχεται σα σφίξιμο στο λαιμό από την οργή που της προκαλεί η αχαριστία του και το άγχος να ενωθεί το συντομότερο, αδυνατώντας να υπομείνει το βασανιστήριο της εγκατάλειψής του.

Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας



Δεν το είδε σαν ανέμελο παιχνίδι νέων εραστών ο Μαρμαρινός, το μικρό τους μαρτύριο. Δεν διασκέδασε βάζοντάς τους να τρέχουν, ώσπου να βρεθούν σε γαλήνια περίσταση. Περισσότερο με θρίλερ έμοιαζαν οι εικόνες του, που με τη συνοδεία καπνών, απειλούσαν τον επίδοξο θεατή-εραστή. “Ω εσύ ξόρκι των ερώτων των κρυφών από στάχτη παρθένων εραστών φύλαγέ με, ποτέ έρωτα μη νιώσω..” που θα μας έλεγε κι η Μήδεια σε απόδοση Χειμωνά, ως παράλληλο κείμενο.


Όταν υποχρεώνεται δε, αυτός ο σκηνοθέτης στην ιταλική σκηνή και στο μετωπικό παίξιμο, φτιάχνει εξαίσιους “πίνακες”. Όχι ότι δε συνέβη το ίδιο στην περιήγηση του Insenso, στον Κέλερμαν ή στους Βίους. Απλώς εδώ είναι καθαρό το κολάζ της εικόνας, την έχεις σα φωτογραφία απεναντί σου, με καθορισμένο το focus κι όλες τις λεπτομέρειες στην εντέλεια. Κι όλα αυτά με τη βοήθεια των σκηνικών της Εύας Μανιδάκη, των φωτισμών του Γιάννη Δρακουλαράκου και των κοστουμιών της Ντόρας Λελούδα.


Μου είναι αδύνατον να σχολιάσω ειδικώς τις ερμηνείες των ηθοποιών, καθώς ο σκηνοθέτης αυτός έχει, επίσης, το ταλέντο να φτιάχνει κλίμα και ομάδες, που δύσκολα ξεχωρίζεις ικανότητες και διαθέσεις εκ μέρους των μερών τους.

Θα μιλήσω, ως εξαίρεση, για το φαινόμενο Θεοδώρα Τζήμου, την οποία είδα σε εσπευσμένη αντικατάσταση της τραυματισμένης Ιωάννας Τσιριγκούλη στο ρόλο της Ελένης. Για δύο ημέρες έπαιξε με το κείμενο ανά χείρας. Εγώ την πέτυχα στη δεύτερη που ήταν απελευθερωμένη. Δηλαδή, στην τέταρτή της παράσταση. Έμοιαζε σα να τα ΄χει βρει πολύ καιρό με το ρόλο. Όταν έμαθα πως ήταν δουλειά της αστραπής, εντυπωσιάστηκα (δις) μαζί της.


Απ’ τις πιο ευχάριστες στιγμές ήταν οι σκηνές της παρέας των μαστόρων, που ως ερασιτέχνες ηθοποιοί κάνουν διανομή ρόλων και παρουσιάζουν το μικρό θεατρικό “Πύραμος και Θίσβη”.  Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες, εδώ, οι παρουσίες των νέων Παναγιώτη Παπαϊωάννου (Πάτος ή Πύραμος) και Γιώργου Κριθάρα (Φανάρης ή Τοίχος)  που σε συνδυασμό με τους παλιότερους, έμπειρους, γλυκύτατους και αξιαγάπητους ηθοποιούς Γιάννη Βογιατζή, Γιώργο Μπινιάρη, Χάρη Τσιτσάκη και την Ηλέκτρα Νικολούζου, φτιάχνουν έναν θίασο μέσα στο θίασο, που διασκεδάζει το κοινό με το κέφι και την ενέργειά του.


Στο πλάγιασμα του Πάτου με την Τιτάνια (Διώνη Κουρτάκη), κι ενώ η γαϊδουροκεφαλή έχει αντικατασταθεί με το ποπ κεφάλι του Ντόναλντ Ντακ, ένα αθώο παιχνίδισμα με το ολόγυμνο σώμα της βασίλισσας, θα φέρει και πάλι χαμόγελα στο κοινό, αποκλείοντας κάθε ίχνος χυδαιότητας.


Στα πλην (μα αδύνατον να αποφευχθούν), τα εσωτερικά μικρόφωνα -κάτω από τις μάσκες- ως ανασταλτικός παράγοντας στην κατανόηση και την αντίληψη του ποιός μιλάει. Επίσης, μέχρι τα μισά τουλάχιστον, υπήρχε μια θολούρα σχετικά με το ποιούς ρόλους παίζουν κάποιοι ηθοποιοί. Για παράδειγμα, η ...διάφανη παρουσία της Ευγενίας Δημητροπούλου, για την οποία μόνο το έντυπο πρόγραμμα μπορούσε να σε διαφωτίσει για το ρόλο της ως Φιλόστρατος. Και, τέλος, η διάρκεια του έργου, αναμφιβόλως μεγάλη, οφείλεται σε στιγμές που διαστέλλονται για να κάνουν την ατμόσφαιρα να ριζώσει, ώστε να προκύψει πιο “συγκλονιστικά” η επόμενη έκρηξη. Η μέθοδος αυτή, άλλους τους γοητεύει κι άλλους τους ...νανουρίζει.


Όταν τελικά το χιουμοριστικό ερασιτεχνικό θεατρικό δρώμενο, παιχτεί στο δεύτερο μισό του έργου (το διάλειμμα τοποθετείται λίγο πριν το τέλος της παράστασης) ως συνοδευτικό των επικείμενων γάμων, ένα μεγάλο βαλς θα ξεκινήσει σε συνεργασία με τους θεατές. Φαίνεται πως αρέσουν στο κύριο Μαρμαρινό αυτοί οι ομαδικοί χοροί, που εμπλέκουν και ταυτίζουν κοινό και ηθοποιούς, γιατί εδώ επαναλαμβάνεται. Με τις ευλογίες του Σαίξπηρ, βεβαίως.


Και πάνω στο κέφι του χορού, η αναστημένη Θίσβη σε ρόλο αντρικό (αν και φορεμένο σε γυναίκα ηθοποιό), λυσσασμένη θα εκτοξεύσει τα πυρά της, σ’ όλους τους άντρες που βασανίζουν τη γυναικεία ψυχή με τα τερτίπια τους, παίρνοντας το αίμα των απανταχού πονεμένων Θίσβεων, Ερμιών, Ελενών, Οφηλιών, Δυσδαιμόνων κ.ο.κ. πίσω!


Για άλλη μια φορά, στο έργο του Μιχαήλ Μαρμαρινού, υπάρχει αυτή η αίσθηση περιπέτειας στο θεατή: το μάτι δε ξέρει προς τα που να πρωτοκοιτάξει, το θυμικό μετεωρίζεται διαρκώς και το αυτί ξετρυπώνει ήχους, ακόμη κι από τα βάθη των παρασκηνίων.
Κι αν φύγει η μελαγχολία, κι αν φύγουν κι οι γκρίζες μέρες, έτσι επικίνδυνα που συνηθίζουμε στην σαπίλα, “πως θα ξέρουμε ότι έχουμε ξυπνήσει;”

Υ.Γ.: Διαβάζοντας κάποια χλιαρά έως κακά σχόλια για την παράσταση και κρίνοντας από τη δυσκολία του να ακολουθήσει ένα μη εξοικιωμένο με τον Μαρμαρινό κοινό την εξέλιξη της πλοκής, ξαφνιάστηκα ευχάριστα από το θερμό χειροκρότημα και τα “Μπράβο!” των θεατών (ακόμη και των γκρινιάρηδων μπροστινών που προανέφερα) που μ’ έκαναν να ελπίζω πως αν και στενόμυαλο το κλίμα των ημερών, οι θεατές ανταποδίδουν σε διαβασμένους ηθοποιούς και σκηνοθέτες, ακόμη κι αν δεν κυλάνε με τα οικεία νερά τους.


Τελευταίες τρεις παραστάσεις:

Τετάρτη 6/2 στις 20:30, Σάββατο 9/2 στις 17:00 και Κυριακή 10/2 στις 20:30



Συντελεστές:


Μετάφραση Διονύσης Καψάλης

Σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινός

Μουσική σύνθεση και επιμέλεια Δημήτρης Καμαρωτός

Σκηνικά Εύα Μανιδάκη

Κοστούμια Ντόρα Λελούδα

Συνεργάτες στα κοστούμια Δανάη Κουρέτα, Βέρικο Μγκελάτζε

Χορογραφία Φώτης Νικολάου

Φωτισμοί Γιάννης Δρακουλαράκος

Μάσκες Μάρθα Φωκά

Βίντεο-Αρχειακές λήψεις Δάφνη Τόλη

Βοηθός σκηνοθέτη Σύλβια Λούλιου

Βοηθός σκηνογράφου Μάρω Τσάγκα


Διανομή:


Θησέας Άγγελος Παπαδημητρίου

Αιγέας Γιώργος Μπινιάρης

Λύσανδρος Νίκος Κουρής

Δημήτριος Αργύρης Πανταζάρας

Φιλόστρατος Ευγενία Δημητροπούλου

Πέτρος Πριόνης Γιάννης Βογιατζής

Πάνος (Παναγιώτης) Πάτος Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Φραγκίσκος Φύσα - Φύσα Ηλέκτρα Νικολούζου

Θωμάς Μπρίκης/Τσίγκος/Φαναρτζής/Φανάρης Γιώργος Κριθάρας

K. Γιάννης ο Επιπλοποιός Χάρης Τσιτσάκης

Ρομπέν Βελόνης Γιώργος Μπινιάρης

Ιππολύτη Διώνη Κουρτάκη

Ερμία Ιωάννα Παππά

Ελένη Θεοδώρα Τζήμου (σε αντικατάσταση της Ιωάννας Τσιριγκούλη)

Όμπερον Περικλής Μουστάκης

Τιτάνια Διώνη Κουρτάκη

Πουκ Εύη Σαουλίδου

Ξωτικά Φοίβος Ριμένας


Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

ΘΕΑΤΡΟ REX - ΣΚΗΝΗ «ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ»

Τηλέφωνο ταμείου:: 210 3301881, 210 3305074


Βίντεο της παράστασης: