Print

ΣΤΟ "GO DOWN, MOSES" ΤΟΥ Ρ. ΚΑΣΤΕΛΟΥΤΣΙ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΦΥΓΩ ΣΤΑ 5 ΠΡΩΤΑ ΛΕΠΤΑ. ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ ΚΑΡΑΛΗ.

Written by OnlyTheater. Category: ΑΡΘΡΑ

 

Τι συνέβη;

1.       Στυγνή εγκεφαλικότητα.

2.       Ψυχοσωματική ανωμαλία.

3.       Εκτροπή!

Τι πήγα να δω;

Το «Go Down, Moses» του Ρομέο Καστελούτσι, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Η σύντομη περιγραφή που δίνεται λέει: «Η αφήγηση μιας γυναίκας διακόπτεται από άλλες αφηρημένες αφηγήσεις και εικόνες. Η γυναίκα εγκαταλείπει το μωρό της για να το σώσει, αυτό κι εμάς μαζί. Μιλάει τη γλώσσα του προφήτη Μωυσή και εξηγεί γιατί χρειαζόμαστε μια άλλη συμφωνία με το Θεό».

 

Δεν είμαι ψύχραιμη ώστε να μιλήσουμε μεθοδικά για την παράσταση.

Δες τι λέει ο σκηνοθέτης της, στην εφημερίδα του Ελληνικού Φεστιβάλ, «εφ», και στη δημοσιογράφο Νίκη Ορφανού:

«Η γυναίκα νομίζει ότι υπάρχει ελπίδα, είναι πεπεισμένη ότι η εγκατάλειψη του μωρού της ήταν μια πράξη αναγκαία. Νιώθει, όπως και εμείς μαζί της, την αναγκαιότητα να σωθεί από τη σκλαβιά. Αλλά δεν υπάρχει σωτηρία. Η ελπίδα είναι πάντα απόγνωση. (…) Ούτε και βλέπω τον Μωυσή της Βίβλου σαν κάποιον που είχε ελπίδα. Ήταν κάποιος που έκανε πράγματα.»

Η δημοσιογράφος λέει πως το θέατρο που κάνει είναι εικονοκλαστικό. Συγγνώμη που διακόπτω. Το θέατρο που κάνει είναι, κατηγορηματικά, Θεϊκό. Αυτός συνεχίζει:

«Δουλεύω με εικόνες για να δείξω κάτι που δεν υπάρχει, κάτι που είναι αόρατο. (…) Οι εικόνες είναι το μέσο. Τις φτιάχνω για να τις διασχίσω, να τις διαπεράσω, για να περάσω από την άλλη πλευρά των εικόνων, αυτή των σκιών. Κι έτσι οι εικόνες είναι μόνο το εργαλείο, κι όχι ο σκοπός. Η τελική εικόνα ανήκει στον θεατή. Ο θεατής πρέπει να είναι σε θέση να κάνει το ίδιο, να περάσει μέσα από τις εικόνες, για να φτάσει στην αλήθεια».

 

Ρομέο, Ρομέο, γιατί να έχει τέτοιον κόπο μια αλήθεια;

«Γιατί ο κόσμος σήμερα είναι φτιαγμένος από χιλιάδες εικόνες, που είναι όμως αναλώσιμες», λέει στη Ν. Ορφανού, στην πιο ..επαγγελματικά διατυπωμένη ερώτησή της. Και συνεχίζει:

«Είμαστε παθητικοί μπροστά τους. Περιτριγυριζόμαστε από χιλιάδες εικόνες που αντιπροσωπεύουν πληροφορίες. Αλλά η ποσότητα αυτών των πληροφοριών δεν εξασφαλίζει την αλήθεια. Αντιθέτως, μας οδηγεί στην έρημο».

 

Και τι μπορεί να κάνει, Ρομέο, η τέχνη σ’ αυτή την έρημο;

«Πρέπει να μας διαπερνάει, να προκαλεί μέσα μας κάποιου είδους φωτιά. Μπορούμε να σκεφτούμε την εμπειρία της τέχνης σαν κάτι που διακόπτει την επικοινωνία, που τερματίζει την επικοινωνία. Σαν να επιβάλει μια παύση. Η εμπειρία της τέχνης μπορεί να ενεργοποιήσει μια εντελώς καινούργια σχέση με τις εικόνες».

Με ταράζεις.

 

«Σ’ αυτή την εποχή, το να είσαι θεατής είναι τρομακτικής σημασίας. Γιατί είναι πολιτική συνθήκη».



Τι είπες;

 

«Είναι πολιτική συνθήκη».



Ξαναπές το.

 

«Το να είσαι θεατής είναι πολιτική συνθήκη».

Διάβασα τη συνέντευξη μόλις τώρα. Δεν είχα -από επιλογή- ιδέα για το τι πήγαινα να δω. Αν και έχουμε "ξανασυναντηθεί" με τον Ρομέο, άλλες δύο φορές, πάλι στο Φεστιβάλ Αθηνών. Είναι μια συνέντευξη ταυτόσημη με το αντικείμενο συζήτησης: με το δημιούργημα. Δεν έχει τίποτα παραπάνω να πει, πέρα απ’ όσα βλέπεις στο δημιούργημα. Κι όσα βλέπεις, μπορεί να τα πει. Πρωτόγνωρο!

 

Ποιος είναι αυτός και τι θέατρο κάνει;

Δεν είμαι ψύχραιμη. Χρησιμοποίησε το Google. Ίσως, σε 500 χρόνια, να έχει μείνει μόνο το δικό του όνομα για να περιγράψει την θεατρική ιστορία της εποχής μας. Δεν είμαι αντικειμενική. Μην με παίρνεις πολύ στα σοβαρά. Πιστεύω, όμως, πως Αυτός είναι αποδεικτικό στοιχείο για το εξής: το θέατρο δεν θα έχει πεθάνει ως τότε.

Ο Αισχύλος του καιρού μας είναι Ιταλός. Και περιγράφει την τραγωδία της συνείδησης. Τον κόσμο, πια, χωρίς Θεούς. Τον κόσμο έρμαιο της πάλης των εικόνων. Αυτό το νέο, το καινοτόμο θεατρικά, το ακανθώδες κοινωνικά, το παράξενα διαχρονικό και ειρωνικά επίκαιρο ζήτημα, εισάγει στη σκηνή. Χορτασμένοι από εικόνα και λόγο, στην εκτός θεάτρου ζωή μας, είμαστε ανίκανοι να δούμε θέατρο. Είμαστε διαρκώς σε θέση να το συγκρίνουμε με κάτι άλλο. Σε πλήρη διάσπαση προσοχής. Μόνο μια ρουφήχτρα με δύναμη μαύρης τρύπας, εντοιχισμένη στην μπούκα της σκηνής, μπορεί να συγκεντρώσει το βλέμμα, το αυτί και το μυαλό μας. Ο Καστελούτσι το κατάλαβε και έπραξε το ξεχωριστό, το απίθανο, το μοναδικό: το θέατρό του δεν το βλέπεις στη σκηνή, το θέατρό του δεν το ορίζει αυτός, το θέατρό του είναι μοναδικό καθώς δύναται να ολοκληρωθεί αποκλειστικά και μόνο μέσα στον εγκέφαλο του κάθε ξεχωριστού θεατή που το παρακολουθεί. Το θέατρό του είναι σαν το όνειρό σου. Ποτέ δεν θα μπορέσει να δει το ίδιο ένας άλλος. Και ποτέ μα ποτέ δεν θα καταφέρεις να του το περιγράψεις.

Αν ήμουν νονά και ήθελα να το τοποθετήσω τακτικά τακτικά σε κάποιον –ισμό, θα το έλεγα Θέατρο του «Εγκεφαλισμού». Ή, του «Φιλοσοφισμού». Ή, του «Συγκλονισμού». Λόγια, λόγια, λόγια. Μάταια λόγια. Αν ήξερες τι χάνεις, δεν θα έψαχνες τώρα θεωρίες, αλλά εισιτήριο.

Το θέατρό του συνδιαλέγεται με τα ρητά και άρρητα του γνώριμου ορίζοντα μας, στρέφεται γύρω από ένα βαθύ κι επίμονο υπαρξιακό ερώτημα, οπισθοχωρεί μη θέλοντας να το απαντήσει κι απλώς (απλώς! Χαχαχαχα! Είπα «απλώς»! χαχαχαχα! Θεέ μου, δεν φαντάζεσαι πόσο δύσκολο είναι αυτό το «απλώς»!) διατυπώνει: Είσαι; Ή δεν είσαι; Μην αναρωτιέσαι αν «ζεις ή δε ζεις». Το φλέγον είναι να «είσαι». Είσαι;;

 

Γιατί ήθελα να φύγω;

Γι’ αυτό ήθελα να φύγω στα πρώτα 5 λεπτά. Ή να φύγω ή να τελειώσει άμεσα αυτό που συμβαίνει πάνω στη σκηνή. Θνητή που δεν αντέχει το θαύμα.

Σαν το επίπονο προοίμιο μιας νάρκωσης, που φοβάσαι να αφεθείς. Σαν το φόβο απέναντι στο άγνωστο. Δειλή απέναντι στην αλλαγή και την αλήθεια. Κακομαθημένη στον καναπέ ενός μπουλβάρ.

Νιώθω τον εγκέφαλό μου σταδιακά να ζεσταίνεται. Μοιάζει με πυρετό, αλλά δεν είναι παρά οι καύσεις μιας συνδιαλλαγής. Μένω για να πέσω ηρωικά.

 

Γιατί έμεινα;

Παίρνω το βάρος της ευθύνης ενός θεατή, ενός παρατηρητή. Ενός κριτή, όντος λογικού, που σκέφτεται, που αποφαίνεται, που ορίζει. Που αντέχει. Παίρνω το βάρος του ανθρώπου που «είναι». Δεν ζει απλά.

«Μην φοβάσαι, μην τρέμεις, όταν σου λέω ειλικρινά τι αξίζει!», λέει η Μάνα.

Βλέπω στη σκηνή δύο ανθρώπους, δύο οπτικές. Και οι δύο έχουν δίκιο. Αδυνατούν να συνεννοηθούν. Ο ένας μοιάζει αλλόκοτος, τρελός, γελοίος στα μάτια του άλλου, κι ο άλλος αδιάφορος να καταλάβει, στυγνός ορθολογιστής, τυπικός επαγγελματίας στα μάτια του πρώτου.

 

Πώς είναι να «βλέπεις Θέατρο»;

Ο Ρομέο Καστελούτσι είναι ο μοναδικός σκηνοθέτης, στα δικά μου μάτια [μην έχεις καμία ελπίδα αντικειμενικότητας γι’ αυτό το κείμενο], που αφήνει το Θέατρο να ΑΝΑΠΝΕΥΣΕΙ. Να παραμείνει Ονειρικό, Μυθώδες, Άπιαστο.

Μετά το «Περί της έννοιας του προσώπου του Υιού του Θεού» του, νόμιζα ότι δεν θα ξαναέβλεπα ποτέ Θέατρο, σαν κι αυτό, σαν μαχαιριά. Και πράγματι δεν είδα. Ήρθε πάλι Αυτός, για να μου δείξει πώς είναι όταν το Θέατρο μετατοπίζει κάτι μέσα σου. Οτιδήποτε άλλο, είναι εικόνα, λόγος, αισθήματα. Υπέροχα όλα τους. Όμως, αυτός φέρνει στη σκηνή το αδύνατο: τα τρία αυτά, συμπυκνωμένα, τα τοποθετεί στο κεφάλι σου για να σκάσουν σα φωτοβολίδα, ενεργοποιημένη από το δικό του κοντρόλ, όταν Εκείνος το θελήσει.

 

Είναι καλός σκηνοθέτης;

Στο θέατρό του δεν υπάρχουν ηθοποιοί, σκηνικά, φώτα, λέξεις. Ο Ρομέο τα κατασπαράζει. Πατάει το πόδι στη σκηνή σαν Τυραννόσαυρος Ρεξ κι όλα καταρρέουν μπροστά στο πρόσταγμά του: Όλα να λιώνουν στο βλέμμα του θεατή, όλα να βουίζουν στ’ αυτιά του, όλα να υπάρχουν μόνο μέσα του! Υπάρχουν μόνο δυνάμεις. Ροπές. Αδυσώπητες. Την μαγεία δεν την αναλύεις.

Στον κόσμο του -πάντα- κάποιο ον χρειάζεται Φροντίδα. Κάποιος πάσχει και ζητά έλεος. Αυτό δίνει (ευτυχώς. για την υγεία μας. τουλάχιστον.) μια απαλότητα. Αυτό είναι και η μόνη του «σκηνοθετική» επέμβαση στο δημιούργημα, μια ελαφριά κατευθυντήρια οδηγία [είναι ψυχρός, δεν το παραδέχεται. Αν τον ρωτήσεις, θα σου πει πως όλα είναι μάταια, πως δεν υπάρχει ελπίδα, πως χανόμαστε, φευ!]. Ένα χάδι, μέσα στη σφοδρότητα του Κόσμου. Μια μυστική συμφωνία: είμαστε μαζί. Ο σκηνοθέτης-γονιός. Ο γονιός που σου βάζει τις φωνές, σου κάνει κήρυγμα, σε δέρνει κιόλας και, στο φινάλε, σου δίνει ένα γλυκό χάδι στο μάγουλο. Και λες: εννοεί όλα τα προηγούμενα; Εννοεί το χάδι; Είναι τρελός; Αυτό είναι, δηλαδή, αγάπη;

 

Τι σημαίνει «κορύφωση»;

Οι πιθηκάνθρωποί του, κλεισμένοι στη μήτρα ενός σπηλαίου (και στη μήτρα, συγχρόνως, της ζωής), χτυπούν το –μεταξύ μας- τζάμι. Χτυπούν όχι για να τους ανοίξουμε. Όχι για να σωθούν. Χτυπούν δυνατά για να αλλάξει ο Κόσμος. Γράφουν, πάνω του, τη λέξη «SOS». Είναι οι ήρωες του μύθου του Σπηλαίου του Πλάτωνα; Είναι παραίνεση να κλάψεις γοερα, γιατί 'ναι άδικο που δεν είσαι Θεός; Είναι το χάος ανάμεσα σ’ εσένα και την Αλήθεια;

Πονάω, Ρομέο.



«Το θέατρο και η τέχνη είναι μια συνάντηση με το άγνωστο. Δεν είναι επιβεβαίωση της κουλτούρας μας, δεν είναι παρηγοριά. Η βαθιά εμπειρία της τέχνης συνοδεύεται από πόνο. Αλλά εδώ ο πόνος είναι καλή είδηση, και είναι επίσης απόλαυση», συνεχίζει στη συνέντευξή του στην «εφ».

 

Μας εγκατέλειψε.



Όλα τέλειωσαν απότομα. Με ένα cut. Μας εγκατέλειψε. Όπως παρατούν τα θύματά τους οι εξωγήινοι, μετά την απαγωγή. Σαν τη Μάνα που εγκαταλείπει για να σώσει, μας άφησε ξανά αμολυμένους στον Κόσμο. Στην Αθήνα του Ιουνίου του 2015.

Βρίσκομαι στο κέντρο της τελευταίας σειράς της πλατείας. Κοιτάζω το ρολόι. Λογικά θα πρέπει να έχει περάσει ένα τέταρτο. Πέρασαν 80 λεπτά. Θα ‘ναι αυτό που λένε: «πέρασε όλη η ζωή από μπροστά μου». Ο Ρομέο κάθεται ακριβώς πίσω μου, στο ηλεκτρολογείο. Γυρίζω και του χαμογελάω. Δεν έχω ιδέα τι λέει το σαβουάρ βιβρ για την επαφή με Θεούς και μάγους. Σίγουρα δεν τους χαιρετάς, δεν τους λες «μπράβο, καλά τα καταφέρατε, είστε φοβερός», δεν τους στέλνεις mail να πεις πόσο εντυπωσιάστηκες, δε δηλώνεις συμμετοχή στα σεμινάριά τους, δε θες ούτε να τους βλέπεις, ούτε να τους ξέρεις. Σταματάω να του χαμογελάω, δακρυσμένη και χαζή.

Βγαίνοντας απ’ την αίθουσα, νιώθω σα να έχω φάει πάρα πολύ ξύλο. Σα να με είχαν ρίξει κάτω και να με χτυπούσαν δέκα πόδια για μιάμιση ώρα (φαντάζομαι, δεν ξέρω πώς είναι). Σα να έχω ρουφήξει μια σακούλα ναρκωτικά (φαντάζομαι, δεν ξέρω πώς είναι). Σα να έχω ενωθεί με το σύμπαν (δεν ξέρω αν ξέρω πώς είναι) και σαν αυτό το βίαιο σύμπαν να μ’ εγκατέλειψε πίσω στη Γη (φαντάζομαι πως ξέρω πώς είναι: αυτή η φάση μετά τον τοκετό κλπ κλπ).

 

Τι έπαθα;

Έχει πάψει, στην πραγματικότητα, να αγαπώ το θέατρο. Περάσαμε καλά μαζί (4 φορές) στο παρελθόν. Αλλά έχει πάψει να μ’ εντυπωσιάζει. Δεν υπάρχει πια ενθουσιασμός ανάμεσά μας. Το συνήθισα. Βαρέθηκα. Γιατί μπορώ να το εξηγώ, να το αναλύω.

Πέντε φορές έζησα, μαζί του, αυτό που λένε «μετατόπιση». Την πρώτη φορά που είδα (κάπου 3 ετών), στα 18 (όταν αποφάσισα και να το σπουδάσω) και τρεις ακόμη: τις 3 φορές που είδα παράσταση του Ρομέο Καστελούτσι. Πέντε φορές που είχα την αίσθηση ότι δεν το αντέχω αυτό που συμβαίνει. Πέντε φορές συγκινήθηκα κυριολεκτικά. Πέντε κεραυνοβολήματα.

Ο Καστελούτσι, εδώ, μ’ έκανε να νιώσω λες και ο κόσμος της «Οδύσσειας του Διαστήματος» του Κιούμπρικ υπάρχει στ’ αλήθεια και τώρα βρισκόμαστε μέσα του [στ’ ορκίζομαι, δεν παίρνω ναρκωτικά. Ένα ποτήρι κρασί ήπια, χθες βράδυ]. Παραξένισμα, δέος, συνεχής διαπλοκή αλήθειας και φαντασίας, αδιάλειπτος συντονισμός με κάτι που δονείται, αλλά δεν μπορώ να βρω την πηγή του. Πρόσεξέ το αυτό. Τα ξαναλέω, αλλιώς: «κάτι υπάρχει εκεί, αλλά ΕΓΩ δεν ξέρω ούτε ΠΩΣ, ούτε ΑΠΟ ΠΟΥ προκύπτει». Να στο πω συνοπτικά; «Μαγεία».

Αν δω την «Οδύσσεια του Διαστήματος» στη μεγάλη οθόνη του σινεμά, μένω ακίνητη, σαν τη γυναίκα του Λωτ, με γουρλωμένα μάτια. Με την παράσταση αυτή, το σώμα μου δεν μπορούσε να ησυχάσει. Προσπαθούσε να αντισταθεί στην –κοντινή- απόσταση. Το ανάμεσά μας δεν είναι πια πανί. Είναι δέρμα. Και αυτό, κάνει το δημιούργημά του ακόμη πιο επεμβατικό στο σώμα μου. Γιατί είναι θέατρο. Live. Με κάνει να κινδυνεύω ενστικτωδώς πια. Γονιδιακά.

Ο Καστελούτσι δεν «χτυπάει» στοχευμένα στα σημεία. Δεν έχει π.χ. έναν έρωτα, μια μάχη, μια καλή ατάκα, μια κόντρα, μια κορύφωση, μια λύση, μια κάθαρση. Δεν απαιτεί μια κάποια εστιασμένη ευαισθησία. Ρίχνει κατά ριπάς στο άπειρο της γενικότητας. Σου πετάει στα μούτρα το Όλον. Κι εσύ αρχίζεις να μην μπορείς να καταπιείς, να μην αναπνέεις. Είναι η σύλληψη ενός Βig Βang, μιας ελάχιστης στιγμής, που διαστέλλεται εκτοξεύοντας νόημα προς όλες τις κατευθύνσεις κι απαντά σατανικά στο: ΓΙΑΤΙ ΘΕΑΤΡΟ ΣΗΜΕΡΑ;

"Το θέατρο και η τέχνη δεν είναι πράγματα εντελώς ανθρώπινα. Εκφράζουν μια δύναμη που δεν είναι ανθρώπινη, μια δύναμη τρομακτική. Είναι ένα κάλεσμα προς το ανθρώπινο από κάτι που δεν είναι ανθρώπινο –που δεν είναι ακόμη ανθρώπινο, ή που δεν είναι πια ανθρώπινο. Αν κοιτάξουμε την αρχαία τραγωδία, θα δούμε ότι όλα εκεί είναι μη ανθρώπινα. (...) Η τραγωδία είναι η πιο δυνατή αισθητική φόρμα που υπήρξε και που θα υπάρξει ποτέ. (...) σαν ένας πολικός αστέρας. Για μένα, τραγωδία είναι το σημείο αναφοράς μου για τα πάντα", λέει στη συνέντευξή του.

 

Εμείς και ο Κόσμος

Ο κόσμος είναι ένα μηχάνημα. Ο κόσμος είναι σφαγείο. Ο κόσμος είναι μηχάνημα σφαγής. Η σφαγή είναι κόσμος. Μηχάνημα που θα συνεχίσει απτόητο τη δουλειά του. Που δεν απενεργοποιείται. Δεν έχει pause. Πώς αντέχεις στο συνεχές play;

Η εξήγηση του Ρομέο:

Δεν ξέρει.

Γιατί κάνεις θέατρο, Ρομέο;

«Απλώς ακολουθώ αυτό το ατύχημα που ονομάζω θέατρο ή ζωή», απαντά στη Νίκη Ορφανού.

Κι ένα ον πάνω στη σκηνή, λέει:

«Πονάω παντού. Αλλά άξιζε τον κόπο».

 

Γράψε λάθος.

Πες πως δεν είπα τίποτα. Πως δεν μιλήσαμε ποτέ γι΄ αυτήν την παράσταση. Είναι αδύνατο να περιγραφεί ένα όνειρο. Δεν γράφω για να μεταδώσω την εικόνα της παράστασης, ούτε για να την εξηγήσω. Γράφω για να απαλλαγώ (έστω στο ελάχιστο) από το βάρος της. Για να ξεπιαστούν τα μηνίγγια μου από την ένταση. Για να μην αναγκάζομαι να απαντάω όταν μου λένε: «Α, είδες το τελευταίο του Καστελούτσι; Σ’ άρεσε; Για πες..». Να ‘χω να στέλνω ένα λινκ. Μασίφ. Σαν τούβλο. Εφτασέλιδο. Μπροσούρα.

Όλοι (νομίζω) έχουν κάτι, στο οποίο τους αρέσει να επιστρέφουν, κάτι που, ,την ίδια στιγμή, τους αναστατώνει και τους ησυχάζει, για λόγους καθαρά προσωπικούς: ένα ποίημα του Καβάφη, ένα σουξέ του Παντελίδη, ένα αρκουδάκι των παιδικών χρόνων. Αν τον είχα του ..χεριού μου, σε ένα link του youtube ας πούμε, εγώ θα επέστρεφα σ’ αυτόν. Αν και πια, μετά τις 3 φορές, είναι σχέση… Τον έχω μέσα μου.

 

Η επικαιρότητα.

Σ’ αυτές τις βίαιες μέρες (ενθουσιασμού, ανησυχίας, έντασης, όπως θες πες το), τα θέατρα –για λόγους συνειδησιακά ανεξήγητους- δεν είναι χώροι ανακούφισης. Το έργο κυλάει κι εσύ βλέπεις τη σκηνή, θολή, σαν διψασμένος στη Σαχάρα με όραμα όασης. Ή, σαν αποστακτήριο λύσης. Πάντα κάτι βρίσκεις που να «ταιριάζει» στο θέμα σου. Νόμος. Και κοίτα τι βρήκα εδώ, 9.30 το βράδυ, 28 Ιουνίου του 2015, σ’ αυτό σημείο του πλανήτη που λέγεται Αθήνα, κάπου στη Συγγρού. Έναν ηθοποιό να διώχνει από το στόμα του, την ατάκα:  

«Ο λαός δεν γνωρίζει ακόμη ότι είναι λαός, γιατί δεν γνωρίζει ότι είναι σκλάβος»



Τι;

 

«Αυτή είναι η αλήθεια κι είναι αληθινή όπως μια αίσθηση»

 

 Γιατί, επιτέλους, δεν ολοκληρώνω αυτό που θέλω να πω;



Γιατί θα γίνω γραφική (κι άλλο), βαρετή (κι άλλο), μελό (κι άλλο). Αυτό που θέλω κατά βάθος να πω, δεν έχει καμία άμεση σχέση με τον Ρομέο και τα κατορθώματά του. Αν και το θέατρο είναι θαυμάσια ευκαιρία: στέκεσαι εξεταστικά απέναντι στον παραλογισμό, παρατηρητής των εξελίξεων με όρο να μην μιλήσεις και να μην κάνεις θορύβους. (Θαυμάσιο πεδίο αλληλεγγύης και σεβασμού, επίσης, η πλατεία του). Βουίζει κάτι στο κεφάλι μου και προσπαθώ να το βγάλω.

Λένε πως το βιβλίο είναι φάρμακο για τον φασισμό, το ταξίδι φάρμακο για τον ρατσισμό, αλλά δε λένε πουθενά τι είναι αντίδοτο στις Κρίσεις Πανικού. Γιατί αν είσαι σε κρίση, το πρώτο διακύβευμα είναι η υγεία (στο νου και στο σώμα): πανικός ή ψυχραιμία;

Μπροστά στην ταχύτητα των εικόνων και στον καταιγισμό των απόψεων, μόνο η Παύση αντέχει να αντισταθεί ως οπλισμένο σκυρόδεμα και –την ίδια στιγμή- αντέχει ώστε να φέρει σε επαφή, τετ-α-τετ, τα άκρα. Ώπα. Μπάστα! Η παύση είναι συμμετοχή. Σαν την ενός λεπτού σιγή. Λίγη υπομονή. Άσε με μισό λεπτάκι να σκεφτώ χωρίς να με βομβαρδίζεις. Δεν είναι θέατρο εδώ [χαχαχα, δεν είναι λέει, χαχαχα, «Όλος ο κόσμος μια σκηνή»].

Απέναντι στο πρόβλημα, αυτή τη στιγμή, διαθέτω ως όπλο λίγη σκέψη και ελάχιστο χρόνο. Δεν έχω τίποτε άλλο. Ούτε Πολιτισμό, ούτε Παιδεία. Αν τα είχα αυτά, δεν θα είχα καν φτάσει στο πρόβλημα. Πέρασε το λεπτάκι. Έχουμε άλλη άποψη. Συμβαίνει. Προσπαθείς να με μετατοπίσεις, να με μεταπείσεις. Να είσαι ευγενικός. Κράτα χαμηλούς τόνους και μην έχεις αυτό το ύφος. Το ξέρω πως είσαι «Έλληνας» εσύ, μεσογειακός, έντονος στη χειρονομία και τον τόνο, αλλά ηρέμησε. Σ’ ευχαριστώ. Εκείνο το λεπτάκι μου ήταν αρκετό. Διαφωνούμε. Δεν πειράζει. Πειράζει δηλαδή, αλλά για το καλό όλων μας [και κακό του κεφαλιού σου, πραξικοπηματία, γερμανοτσολιά, κομμουνιστή, σοσιαλιστή, παλιοδεξιέ, φασιστάκι, καμμένε, διασπαστικέ, αντιδραστικέ, ηλίθιε, που δεν ξέρω καν τι είσαι πια, μ’ έχεις μπερδέψει, ανεγκέφαλε!!!-/……/με συγχωρείς/έχω κι εγώ τα νεύρα μου/με συγχωρείς/πήρα την παύση μου/με συγχωρείς], έχουμε..

Δημοκρατία!

Ουάου. Οπότε κάποιος απ΄ τους δύο θα πανηγυρίσει με ό,τι συνέβη ή πρόκειται να συμβεί και κάποιος θα ζοριστεί με την «ήττα» [ναι, ποδοσφαιρικοί είναι οι όροι όταν φτάνεις λίγο πριν το πέναλτι]. Κανείς πάντως δεν εκτελείται στο απόσπασμα.

 

Τι έλεγα; Α, ναι. Ξέφυγε ο νους μου στο μακάβριο (Μη φτύνεσαι). Σε κάποιους η παράσταση φάνηκε απλοϊκή. Είχα ακούσει, μάλιστα, τη φήμη της «λιγότερο καλής του». Δημοκρατία, λοιπόν, είναι εγώ να παθαίνω σοκ κι εσύ να μην νιώθεις τίποτα. Εσύ να με ρωτάς γιατί παθαίνω σοκ, να σου απαντάω γιατί παθαίνω σοκ, να συνεχίζεις να μην νιώθεις τίποτα και να μην προσπαθώ να σε πείσω να πάθεις κι εσύ σοκ. Δημοκρατία είναι να μην μου φαίνεται περίεργο που δεν παθαίνεις σοκ τη στιγμή που εγώ είμαι σε παραλήρημα. Δημοκρατία (και υγεία, επίσης) είναι να παραμένουμε φίλοι, παρόλο που παθαίνουμε με διαφορετικά πράγματα σοκ. Και αύριο, να ξαναπάμε στο θέατρο, για να χαρώ που θα πάθεις εσύ σοκ κι εγώ θα γελάω που εσύ παθαίνεις σοκ κι εγώ δεν παθαίνω τίποτα.

Ξημέρωσε. Στα εγκαίνια της σύγχρονης Βαβυλωνίας, κεραστείτε κοκτέηλ-τούρμπο. Συστατικά: παιδεία, πολιτισμός, ελευθερία. Κρατάει τη Δυστοπία σε απόσταση.

 

Υ.Γ.: Ξέρω πως με διάβασες γιατί ο τίτλος μου ήταν κάπως αντιδραστικός. Και τώρα ντρέπεσαι λίγο.

 

Ήταν Κυριακή 28 Ιουνίου 2015 κι έγινε Δευτέρα.

 

Κίρκη Καραλή