Print

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ. ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΕΧΑΓΙΑ

Written by OnlyTheater. Category: ΑΡΘΡΑ

Χρήστος Κεχαγιάς

Μην μαγαρίζετε το θέατρο

και μην πηγαίνετε, αν επιθυμία σας βαθιά είναι να παρακολουθήσετε «κάτι σαν» ληγμένο τηλεοπτικό σήριαλ. Ασχοληθείτε με κάτι άλλο καλύτερα και αφήστε το θέατρο στην ησυχία του. Μπορείτε ευχαρίστως να κοιμηθείτε. Αν όμως είναι να αφιερώσετε ένα δίωρο σε μια –συνήθως- άβολη καρέκλα εντός του χώρου αυτού, κάντε το με την καρδιά σας. Δοθείτε, αφεθείτε σε αυτό το θέαμα, στο μοναδικό τεράστιο δημιούργημα του ανθρώπου, παλιότερα χωμάτινο και ξύλινο, αργότερα λίθινο αλλά αληθινό (και πρόσφατα απρόσωπα βελούδινο), προκειμένου να εμπιστευτείτε για λίγο την ψυχή σας.

Το θέατρο είναι η μόνη από τις τέχνες που μπορείς να απολαύσεις με ανοιχτά μάτια. Γιατί είναι τέχνη ζώσα, μυστήρια και μυστηριακή συνάμα, που πάει και σε βγάζει από τη νηφαλιότητα και την υπεροψία της καθημερινότητάς σου, σφαλιαρίζοντας την φιλαυτία και την δοκησισοφία σου. Διότι το θέατρο ζει και ανασαίνει πάνω στο λεπτό συνδυασμό των χρωμάτων που δημιουργεί η διαρκής αλλαγή του ορίζοντα γεγονότων, είτε στην ανατολή είτε και στη δύση. Ίσως είναι αυτός ο λόγος που οι Τεχνίτες του Διονύσου έχουν μέσα τους τόση ανασφάλεια, όταν αναλαμβάνουν την ευθύνη να γίνουν για άλλη μια φορά υποκριτές. Η καρδιά τους αναπαίει επικίνδυνα, τα χέρια μουδιάζουν και ιδρώνουν και το βλέμμα τους συναντά τα κείμενα, σαν να αναμένει να καταλάβει κάθε φορά μια καινούργια γλώσσα. Και μετά, ανακούφιση. Μέχρι να γίνει το κείμενο λόγος και ο λόγος αφορμή να γεννηθεί και να ξαναγεννηθεί «κάτι» από το τίποτα. Από ένα μάτσο μπλεγμένα γράμματα χτυπημένα με μελάνι πάνω σε στεγνό χαρτοπολτό, ο ηθοποιός καλείται να γεννήσει, να δημιουργήσει ζωή επί σκηνής.

Ακόμη και εκείνοι, που μετά από τόσες γέννες, κλάματα, βογγητά, χαρές και αναφιλητά, καλούνται έμπειροι, γνωρίζουν πόση φωτιά χρειάζεται να ανάψουν μέσα τους και στη θυμέλη, για να αξίζουν αυτή την αναγνώριση. Εκτός αν είναι ατάλαντοι…
Εκθέτουν και εκτίθενται. Κλεισμένοι, εγκλωβισμένοι σε ένα κλωβό πάνω σε ιταλική σκηνή, γνωρίζουν καλά ότι γύρω τους έχουν για θύρες τέσσερις εξισώσεις: οι δύο είσοδοι – έξοδοι, (παλιότερα πάροδοι, τώρα δεν έχουν πια την ίδια σημασία), τους συνδέουν με τα μικρά κελιά στα οποία φυλούν τα ρούχα, τη σκευή, άντε και λίγο νεράκι για να παίρνουν ανάσες στα διαλείμματα. Η κεντρική είσοδος, με εξαίρεση κάποια ρωμαϊκά ωδεία, είναι γι’ αυτούς πάντοτε κλειστή, αφού έχουν παραχωρήσει το δικαίωμα στο σκηνογράφο να απλώνει εκεί κατακόρυφα τους πολύχρωμους μουσαμάδες του, να μη θαμπώνονται τα μάτια των θεατών με όσα άρρητα γίνονται στα παρασκήνια. Εκεί που ετοιμάζεται ο μετασχηματισμός της ύλης σε πνεύμα και του ανέμου σε ψυχή. Και μένει η μπροστινή θύρα, αυτή που βγάζει καταπάνω στους θεατές. Φώτα την σημαδεύουν και την περικλείουν, συνδυασμός από σίδηρο, χαλκό και πάγο, βλέμματα αδηφάγα, ανθρώπινα, ενίοτε και σκληρά και δύσπιστα. Άλλα, συμπονετικά, επιζητούν να ξεριζώσουν το μικρό χάσμα που τους χωρίζει από τη σκηνή, να μπουν κι αυτοί στον ιερό κύκλο, να μεταλάβουν και να ενσωματωθούν στην στιγμιαία βίωση θεϊκής λαμπρότητας.

Μερικοί μένουν πίσω, στην ασφάλεια του απρόσωπου κοινού, απλοί παρατηρητές. Ίσως κάποτε να ξεχνιούνται και να παραμερίζουν την φιλόστοργη αιγίδα του πλήθους και να αφήνουν τις σκέψεις τους να εκτεθούν πάνω από τα κεφάλια τους, σαν καταιγίδα ή ψιχάλισμα ιόντων, που μετατρέπουν την επί σκηνής δραματική πράξη σε άλλου τύπου ιερά μίμηση, απόμακρη, αχρονική, που αγκαλιάζει ευεργετικά το μέλλον αυτού που ζούμε τώρα και απλώνει την ύπαρξη ένα πασσαλάκι παραπέρα.

Ο δημόσιος χρόνος τεντώνεται έτσι, μια από δω, μια από κει, άλλες στιγμές λιώνει σε μια του άκρη και ενσταλάζει ζωή και πάνω στη σκηνή. Α, εκεί, που το έργο συνεχίζει και τρέχει πάνω στο δικό του χρόνο, τον σκηνικό, σαν μια αυτόνομη ψυχή που ζητάει αυτοδίκαια να ανέβει και να αποκτήσει δικαιώματα στο ακαλλώπιστο παρόν των θεατών. Σε μια στιγμή, οι τέσσερις εξισώσεις λύνονται. Δημόσιος χρόνος και χώρος, γεννιούνται ξανά από την αρχή μέσα στο θέατρο, αξιώνοντας όσους μετέχουν σε αυτό, ηθοποιούς και θεατές, να πάρουν την ψυχούλα τους και να πάνε πίσω στη ζωή, ένθεοι, ονειροπόλοι, με μια τρυφερή ανανεωμένη ελπίδα για το αύριο. Στην περίπτωση που το έργο ήτανε όντως καλό και τους γέμισε συναισθήματα και εικόνες, κάποιοι κριτικοί θα μας ζαλίσουν με ένα σωρό ανούσιες λεπτομέρειες. Αν πάλι η σκηνοθεσία ήταν για κλάματα, οι ειδικοί θα προσπαθήσουν να μας πείσουν ότι δεν καταλάβαμε το ‘αριστούργημα’ και θα παραθέτουν διθυράμβους.

Μακριά από τους κριτικούς και τις φκιασιδωμένες κυρίες με την εσάρπα και τα μπουκλάκια, η ταπεινότητά μου δεν ξέρει γιατί στ’ αλήθεια έχει αυτή την τεράστια δύναμη συγκίνησης το θέατρο. Να είναι η ‘κάθαρσις’ του Αριστοτέλη; η πλατωνική ‘μέθεξις’ και η ψυχαγωγία; Ίσως πάλι για να ‘επιστρέφουν’ οι άνθρωποι και να πηγαίνουν να πλαγιάζουν μαζί. Και να κάνουν έρωτα. Αληθινό έρωτα.

Ο Χρήστος Κεχαγιάς είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου


(Φωτογραφία: Αθηνά Λεκκάκου)