Με αφορμή το «Υπάρχει και φιλότιμο»
Το «Υπάρχει και φιλότιμο» πρωτοανέβηκε ως ανώμαλος προσγείωσις το 1950 από το θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν με τον Βασίλη Διαμαντόπουλο στο ρόλο του περίφημου πολιτικού που τότε δεν λεγόταν Μαυρογιαλούρος. Δεν είχε κλείσει χρόνος που είχε τελειώσει ο εμφύλιος και ο κόσμος δεν ήταν ακόμα έτοιμος για κάτι τέτοιο αλλά είναι παράξενο ότι γράφτηκε ένα τέτοιο έργο το ‘50 όταν στην ουσία η Ελλάδα είχε να γνωρίσει νορμάλ πολιτική ζωή από τις 4 Αυγούστου 1936. Φαίνεται όμως πως οι μνήμες ήταν πάντα έντονες. Το 1964 αν θυμάμαι καλά, ο Σακελλάριος το ξανακοίταξε – είχε πεθάνει πια ο Χρήστος Γιαννακόπουλος- έδωσε και το όνομα Μαυρογιαλούρος στον κεντρικό ήρωα και μ’ αυτό το έργο στο θέατρο καθιερώθηκε ως πρωταγωνιστής, θιασάρχης και πρώτος κωμικός ο Λάμπρος Κωνσταντάρας. Έγινε και ταινία στα πλαίσια της χαλάρωσης της λογοκρισίας τότε, λόγω της Ένωσης Κέντρου που είχε έρθει στην εξουσία οπότε και γυρίστηκαν διάφορες ταινίες με πολιτική σάτιρα όπως π.χ. το «Τζένη Τζένη»,το «Φωνάζει ο κλέφτης» ή «Η βίλλα των οργίων».
Στην ουσία είναι ένα δραματικό έργο που ακόμα και ο διάλογος, ο πανέξυπνος διάλογος του Σακελλάριου δεν είναι κωμικός, προκαλεί γέλιο ακριβώς γιατί είναι αφάνταστα ρεαλιστικός στα πλαίσια μιας κωμωδίας βεβαίως. και είναι απίστευτο το πώς οι πολιτικοί όλων σχεδόν των πολιτικών χώρων έχουν καταφερθεί εναντίον αυτού του έργου φτάνοντας κάποια στιγμή το θέμα και στη Βουλή!!!...
Είναι πολλοί που λένε πως αυτά τα θεατρικά που έχουν γίνει ελληνικές ταινίες δεν υπάρχει λόγος να ανεβαίνουν ξανά στο θέατρο. Στο εξωτερικό βέβαια δεν υπάρχει τέτοιο θέμα όσο καλές και αν ήταν οι κινηματογραφικές μεταφορές και έτσι ούτε το «Λεωφορείο ο πόθος» ούτε και το «Παράξενο ζευγάρι» έχουν σταματήσει να ανεβαίνουν στη σκηνή. Η αλήθεια βέβαια είναι πως ειδικά τα τέλεια καστ των ταινιών του Φίνου δημιουργούν ένα πρόβλημα σύγκρισης αλλά αλήθεια επίσης είναι πως οι περισσότεροι από όσους τα ανέβασαν πάλι τα τελευταία χρόνια δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να μεταφέρουν στη σκηνή αυτούσιο το σενάριο των ταινιών που τα φιλοξένησε και όχι τα κανονικά θεατρικά έργα.
Η παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης ανέβασε το κανονικό θεατρικό έργο «Υπάρχει και φιλότιμο» σεβόμενη απολύτως τη γραφή των δημιουργών του. Kι αν υπάρχουν και κάποιες επίκαιρες προσθαφαιρέσεις είναι πολύ ταιριαστές και σέβονται το πνεύμα του έργου, έρχονται ως λογική συνέχεια του διαλόγου και είμαι σίγουρος επειδή τον ήξερα τον μπάρμπα Αλέκο πως αν ζούσε όχι απλώς δε θα θύμωνε αλλά θα τις είχε προσθέσει και ο ίδιος. Η παράσταση ευτύχησε να έχει τον Γιώργο Παρτσαλάκη πρωταγωνιστή, έναν κανονικό ηθοποιό που μπορεί να παίξει και κωμωδία και δράμα σωστά και έτσι κι αν ακόμα υπερτονίζει το κωμικό στοιχείο της πρώτης πράξης, στη δεύτερη και στη τρίτη πράξη με την μεταστροφή του ήρωα είναι εξαιρετικός. Επιπλέον έχει τη φυσική εμφάνιση και το ειδικό βάρος για αυτό το ρόλο. Αλλά γενικά οι ηθοποιοί όπως και οι υπόλοιποι συντελεστές –να σημειώσω ξεχωριστά τη δουλειά του Χαλκιά στα σκηνικά και στα κοστούμια- δίνουν τον καλύτερο τους εαυτό και αν έχω και κάποιες αντιρρήσεις για τρία τέσσερα πράγματα πιστεύω πως σε ένα σωστό σύνολο και σε μια σωστή θεατρική παράσταση που υπηρετείται σωστά καλό είναι όταν τη κρίνεις, να μη μελανιάζεις με γκρίνιες κάτι που αν μη τι άλλο ναι μεν είναι διασκεδαστικό, αστείο κατ’ αρχήν αλλά πάνω από όλα διαθέτει ήθος. Να σημειώσω βέβαια ως κορυφαίο καλό της παράστασης πως οι ηθοποιοί δεν προσπαθούν να μιμηθούν τους ηθοποιούς της ταινίας.
Και φτάνουμε στο Γιάννη Μπέζο που αυτός ήταν και η αφορμή για να γράψω αυτό το κομμάτι. Ένας σπουδαίος για μένα ηθοποιός του οποίου έχω παρακολουθήσει τα τελευταία δέκα χρόνια τις σκηνοθετικές του προσπάθειες οι οποίες διακριτικά και με αξιοπρέπεια γίνονται όλο και καλύτερες με αποκορύφωμα τη σπουδαία Αντιγόνη του Ανούιγ που ανέβασε τον περασμένο χειμώνα.
Μια παρένθεση για να μιλήσω για κάτι που έχω παρατηρήσει τα τελευταία χρόνια. Είναι παράξενο πως ενώ τον παλιό καιρό που υποτίθεται βασίλευαν οι θιασάρχες και το όνειρο των ηθοποιών ήταν να παίξουν σπουδαίους ρόλους υπήρχαν μεγάλοι σκηνοθέτες με όλη τη σημασία της λέξης ενώ σήμερα που υπάρχει μια σκηνοθετοπαντοκρατορία στο ελληνικό θέατρο και οι ηθοποιοί έχουν σαν όνειρο όχι το ρόλο αλλά το πώς κάποιος σκηνοθέτης θα τους διδάξει οποιοδήποτε ρόλο δεν υπάρχουν στην ουσία σκηνοθέτες σοβαροί εκτός ελαχίστων περιπτώσεων που να ξέρουν και να μπορούν να ανεβάσουν απλώς ένα έργο σεβόμενοι το κείμενο και τον λόγο και στη καλύτερη περίπτωση παίρνουν ένα έργο και στη κυριολεξία του αλλάζουν τα φώτα, τουλάχιστον δεν έχουν καν το τακτ να γράψουν ένα δικό τους έργο και να κάνουν ότι θέλουν. Είναι και οι περισσότεροι από τους παραγωγούς άσχετοι και παίρνουν ανθρώπους στις δουλειές τους ξανά και ξανά που φαίνεται καθαρά πως δεν έχουν ιδέα, απλώς και μόνο γιατί είναι της μόδας. Δεν είναι τυχαίο πως οι καλύτεροι σκηνοθέτες που έχουμε αυτή τη στιγμή, από τον Φασουλή κατ’ αρχήν έως τον Μαστοράκη ή τον Μπέζο τώρα πια, ξεκίνησαν ως ηθοποιοί. Μ’ αυτά και μ’ αυτά είναι δύσκολο πλέον να βρεις ένα σκηνοθέτη να μπορεί απλώς να ανεβάσει ένα έργο με τους σωστούς ρυθμούς, τη σωστή διδασκαλία ηθοποιών χωρίς να κάνουν τις «τρελίτσες» τους ενάντια στο κείμενο που τους παραδίδεται.
Με αυτή τη λογική ο Γιάννης Μπέζος αυτή τη στιγμή είναι ένα πολύτιμο απόκτημα για το ελληνικό θέατρο και όχι μόνο ως ηθοποιός αλλά και ως ένας πραγματικός θεατράνθρωπος και σκηνοθέτης που σέβεται και ξέρει να διαχειριστεί τον θεατρικό λόγο.
Πηγή φωτογραφίας: tovima.gr