Της Ελένης Κουτσιλαίου
Σκέψεις για το έργο του Ανδρέα Φλουράκη : «Ασκήσεις για γερά γόνατα».
«Τι κάνω το σώμα μου όλη μέρα
Το καίω, το πετάω στον ουρανό.
Μετά το βάζω σε ένα γραφείο
Και παγώνει. Κατολισθήσεις λέξεων,
Άδεια πηγάδια και έρημος χώρα
Το περιμένουν»
(Γιάννης Κοντός «Ο αθλητής του τίποτα»)
Μια θέση εργασίας που τη διατήρησή της διεκδικούν με κάθε τίμημα δύο από τους πιο «επιτυχημένους» υπαλλήλους της Εταιρίας και οι συνεχώς μεταβαλλόμενοι όροι που τους θέτει η γυναίκα ιδιοκτήτρια και διευθύνουσα είναι το θέμα του μάταιου, εξουθενωτικού, ανέλπιδου, ταπεινωτικού, άνευ όρων και τελικά πλασματικού και χωρίς αντικείμενο «αγώνα επιβίωσης» που μας προ(σ)καλεί να παρακολουθήσουμε ο Ανδρέας Φλουράκης στο έργο του "Ασκήσεις για γερά γόνατα". Δελεαστικό το πρόσχημα που έχει δημιουργήσει ο συγγραφέας για να μας παρασύρει σε απογυμνωτικά, σκληρά αλλά και άκρως πραγματικά μονοπάτια.
Ένας μεσήλικας άνδρας με επίφαση οικογένειας και μια κοπέλα με ανύπαρκτη προσωπική ζωή (υπάλληλοι), μια γυναίκα ιδιοκτήτρια της εταιρίας, χωρισμένη με έναν γιο στην εφηβεία με εθνικιστικές εξάρσεις είναι οι ήρωες του ιδιότυπου σαρκοφαγικού ανθρώπινου κρεοπωλείου που στήνει ο Φλουράκης. Όλοι αυτοί επιδίδονται, είτε με τη θέλησή τους, είτε χωρίς αυτήν σε ένα κανιβαλιστικό παιχνίδι βίας και εξουσίας με συνεχείς εναλλασσόμενες, ανίερες συμμαχίες που διαλύονται και ανασυντίθενται εν ριπή οφθαλμού.
Οι ήρωες του έργου δεν έχουν ονόματα, θα μπορούσαν δηλαδή να είναι ο «καθένας» από εμάς. Έτσι πολύ εύκολα ο «καθένας» ισούται με το «όλοι», που απέχει ελάχιστα από το «κανένας». Έχουν όμως ηλικία, φύλο (όχι απαραίτητα έμφυλη ταυτότητα), επαγγελματική ιδιότητα, λειτουργούν δηλαδή σαν ανώνυμα δείγματα προς κοινωνιολογική έρευνα.
Κινούνται στο μικρόκοσμο μιας εταιρείας, που αναβαθμίζεται σε ένα αυθύπαρκτο νέο σύμπαν, όπου η «ιδιοκτήτρια» γίνεται ένα είδος εγωιστή, παντοδύναμου, σαδιστή θεού που επεμβαίνει στη ζωή των υπαλλήλων της ακαριαία, απροσδόκητα, σκληρά, παράλογα και καθοριστικά. Οι αποφάσεις-επιβολές της γίνονται δεκτές στωικά και αδιαμαρτύρητα σαν να είναι « εξ’ ουρανού».
Σε αυτήν την «ανθρωποφαγική γιορτή», διαπιστώνει κανείς ότι στην «νέα τάξη πραγμάτων», εκτός από τους «ιδιοκτήτες» υπάρχουν και οι «υπάλληλοι» δηλαδή ένας ανθρώπινος πολτός, στοιβαγμένος στα γρανάζια της πλουτοπαραγωγικής κρεατομηχανής. Ένα είδος ανθρώπινων υπάρξεων που αυτοενεχυριάζονται. Το ενδιαφέρον είναι ότι δεν ενεχυριάζουν μόνο την ενεργητικότητα, τη σκέψη, τη δημιουργικότητά τους ή ό,τι άλλο χρειάζεται κανείς στην εργασία του. Αλλά ενεχυριάζουν την ίδια τους την ύπαρξη σε αυτή τη δουλειά που μετουσιώνεται σε δουλεία. Χαρακτηριστικό και ανατριχιαστικό παράδειγμα τα λόγια της ιδιοκτήτριας της εταιρείας στο γιο της : «Αγάπη μου, τα χρήματα δεν έχουν σύνορα. Μόνο ιδιοκτήτες. Διώχνουμε κόσμο, γιατί μπορούμε να το κάνουμε. Μειώνουμε τους μισθούς επειδή το μπορούμε. Όλοι αυτοί οι υπάλληλοι δεν είναι σε θέση να κάνουν τίποτα άλλο από αυτό που ήδη κάνουν. Ακόμα κι αν κόβαμε τελείως τον μισθό τους, πάλι εδώ θα ήταν, να δουλεύουν τζάμπα για εμάς».
Τα «ανθρώπινα» αυτά «ενέχυρα» καθημερινά αφήνουν τον φόβο να αδρανοποιήσει κάθε άλλο συναίσθημα. Εξαρτούν την ύπαρξή τους μόνο στη διατήρηση της θέσης εργασίας τους. Δεν έχουν κανένα άλλο σημείο αναφοράς εκτός από αυτήν. Υποθηκευμένα είναι ακόμα και τα όνειρά τους. Δεν υπάρχει όριο που δεν προτίθενται να ξεπεράσουν με οποιοδήποτε κόστος οποιουδήποτε ατόμου, για να διατηρήσουν αυτήν την κακοπληρωμένη, χωρίς προοπτικές ανέλιξης, χωρίς ωράριο, ασήμαντη θέση στην εταιρία.
Σε όλους τους ήρωες ανεξαιρέτως αντοχής, δύναμης, θέσης και τελικής επικράτησης δεν έχει απομείνει σάρκα και σπλάχνα. Δεν έχουν δέρμα. Είναι Σκέλεθρα. Ανθρωποειδή. Η ηδονή του ευτελισμού (και τελικά του αφανισμού), και η προσδοκία της τιμωρίας (είτε την επιβάλλουν, είτε την υφίστανται) είναι μέσα στις προδιαγραφές τους. Δεν έχουν γεννηθεί όπως όλα τα έμβια όντα, έχουν κατασκευαστεί μέσα στη χρηματοικονομική μήτρα που μας επωάζει μετατρέποντάς μας από πολίτες σε καταναλωτές και τελικά σε προϊόντα, αναλώσιμα, έτοιμα να κατασπαράξουν ή να κατασπαραχθούν.
Παρακολουθούμε πλάσματα εξουθενωμένα από τις «αφαιμάξεις» που έχουν ήδη υποστεί, απελπισμένα από την άνυδρη ζωή τους να σέρνονται σε μια μάχη κεκτημένης ταχύτητας. Να προσφωνούν τη σήψη ως πρόοδο, να γιορτάζουν την εξαθλίωση ως επικράτηση, να μουρμουρίζουν τα αφυδατωμένα όνειρά τους ως ιαχές νίκης. Έχουν ήδη γονατίσει πριν ζητηθεί από τους κανόνες του σαδιστικού παιχνιδιού. Είναι ήδη στα τέσσερα. Γονυπετείς. «Υπεραθλητές του τίποτα».
Χρησιμοποιώντας για τους ήρωές του το κοστούμι ενός μεταμφιεσμένου ρεαλισμού που όμως συνομιλεί με το παράλογο, ο συγγραφέας αποκαλύπτει σιγά-σιγά την γκροτέσκ και τερατώδη φύση τους, επιστρατεύοντας ένα υποδόριο χιούμορ και καταλήγοντας σε ένα αποτέλεσμα που η φρίκη και η διασκέδαση διεκδικούν ισόποσο μερίδιο.
Χρησιμοποιώντας μια γραφή σκληρής ευκρίνειας, χωρίς περιστροφές και με γλωσσική λιτότητα περιγράφει τις συνθήκες παθογένειας στην Ευρώπη της κρίσης και πώς αυτές μεταβολίζονται στην Ελληνική πραγματικότητα: εκεί όπου ο ζόφος δεν έπαψε στιγμή να συμπορεύεται με τη γελοιότητα και την απάθεια και αυτό μεγεθύνει τον βαθμό επικινδυνότητας.
Ανελέητος με αυτά που προκαλούν οι καταστάσεις που δημιουργεί, ο Φλουράκης δεν καταδέχεται τη λύτρωση και τον κατευνασμό. Αποσιωπά την ύβρη, μόνο και μόνο για να αναχαιτίσει τη διαδικασία της κάθαρσης, αφήνοντάς μας με τους μετέωρους εφιάλτες μας.
Δεν υπονοεί τον τρόμο, ούτε τον δημιουργεί. Τον παράγει. Σε τεράστιες, ανεξέλεγκτες, ακραίες ποσότητες που κατακλύζουν ύπουλα, υπόγεια, άσπλαχνα τον θεατή μεταμφιεσμένες με την επίφαση μιας κωμικότητας και τον παραλύουν. Πρώτιστα ο τίτλος συμπυκνώνει όλα τα παραπάνω στοιχεία, δίνοντας μια επίφαση κωμικότητας αφού τοποθετεί τη λέξη «γόνατα», αντί της λέξης «νεύρα» (απευθυνόμενος προς τους θεατές) και υπονοώντας το εξευτελιστικό παιχνίδι εξουσίας που θα υποστούν όλοι οι ήρωες καθώς όλοι ανεξαιρέτως θα υποκύψουν στους εκάστοτε εκβιασμούς και θα βρεθούν γονυπετείς, στη στάση δηλαδή του ηττημένου που ζητά έλεος.
Τους ήρωές του τους χρησιμοποιεί σαν πρόσχημα ή ακόμα ορθότερα σαν μέσο για να κάνει μια ακραιφνή καταγραφή των συνθηκών του καιρού του, διαπιστώνοντας: ότι οι πλούσιοι είναι ήδη πλούσιοι. Τα όνειρα των προηγούμενων δεκαετιών για οικονομική και κοινωνική ανέλιξη είναι ανεδαφικά. Η έννοια του «αυτοδημιούργητου» είναι φαιδρή. Ο πλούτος δεν είναι πια χρήμα, είναι αριθμοί και κωδικοί σε κάποια τράπεζα του εξωτερικού. Η πραγματική οικονομία έχει υπερκεραστεί από τη χρηματοοικονομική φούσκα που κατά καιρούς σκάει .
Το έργο εγγράφεται με τη λογική των ομόκεντρων κύκλων. Ανάλογα με τις προσλαμβάνουσές του, ο κάθε θεατής εισπράττει το ζόφο σε διαφορετικά επίπεδα. Από τη δυσφορία του μικρόκοσμου μιας εταιρίας -ένα πρώτο και προφανές επίπεδο- ως και τη σύγχρονη νέκυια του ακυρωμένου πολίτη της στην εποχή του Δημοκρατικού ελλείμματος.
Αν οι ήρωες βρίσκονταν σε πίνακα ζωγραφικής, αυτός θα ήταν το “Butcher shop» του Otto Dix, ζωγραφισμένο το 1920 με όποιους συνειρμούς αυτό δημιουργεί για το σήμερα του έργου. Αν ήταν μουσική, τίποτα… Μόνο η άηχη κραυγή που προσπαθεί να μας ξυπνήσει από τους εφιάλτες στους οποίους έχουμε εθιστεί.
Η παρούσα διπλή (Ελληνική & Γαλλόφωνη) έκδοση αποτελεί την πρώτη παρουσία του νεοσύστατου εκδοτικού οίκου «ΜΠΙΠ» στα Ελληνικά γράμματα. Η επιλογή ενός σύγχρονου Ελληνικού έργου και δη του συγκεκριμένου αποτελεί ένα ευοίωνο σημάδι για τη σχέση των εκδόσεων με το σύγχρονο Ελληνικό θεατρικό έργο (σχέση πολύπαθη και δύσκολη στο παρελθόν).Παράλληλα αποδεικνύει ότι η «καινούρια Ελληνική θεατρική γραφή» (την οποία εδώ εκπροσωπεί ο Α,Φλουράκης) όχι μόνο είναι σημαντική & πολυσήμαντη, αλλά έχει αναπτύξει εξαιρετικά αντανακλαστικά σε σχέση με τον παρόντα χρόνο της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, έχει ανακτήσει τη χαμένη της εξωστρέφειά και το κυριότερο: συνομιλεί με τις άλλες συνομήλικές της Δυτικές δραματουργίες, έχοντας αποκτήσει «κοινό τόπο συνάντησης», διατηρώντας όμως τα ιδιαίτερα εγγενή χαρακτηριστικά της.
Το όνομα του σημαντικού μεταφραστή ποίησης και θεατρικών έργων(Michel Volkovitch) που ανέλαβε τη μεταφορά στη Γαλλική γλώσσα το πιστοποιεί και αποτελεί εχέγγυο ποιότητας. Το όλο εγχείρημα οφείλει να αντιμετωπιστεί σαν ένα χαρμόσυνο γεγονός σε ένα άνυδρο τοπίο.
Το έργο έχει ήδη παρασταθεί στο πλαίσιο παρουσίασης οκτώ σύγχρονων Ελληνικών έργων πέρσι από το «Θέατρο Τέχνης» (Δεκέμβρης 2013), όπου και συνέχισε την πορεία του για δεύτερη χρονιά φέτος μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου του 2014.