Μια γυναίκα ξανθιά με λεοπάρ φόρεμα ανεβαίνει στη σκηνή. Είναι η Σύλβα, τραγουδίστρια δεύτερη, όπως λέει η ίδια, αλλά ποτέ δευτεροκλασάτη και κομπάρσα, μας κοιτάζει με το φωτεινό της χαμόγελο. Γεμάτη ζωή και χυμούς, έτοιμη να μας αφηγηθεί την ιστορία της και να μας ταξιδέψει σε μια σκοτεινή εποχή της Ελληνικής ιστορίας, τότε που οι νόμοι καταστρατηγούνταν… Τότε που ο μεγάλος της έρωτας, ή μάλλον για να είμαστε ακριβοδίκαιοι εις εκ των τριών μεγάλων ερώτων της πολυτάραχης ζωής της, ο Αρίστος Παγκρατίδης, ο δράκος του Σέιχ Σου, όπως τον κατηγόρησαν, άφησε την τελευταία του πνοή στο εκτελεστικό απόσπασμα για να μην ξεφτιλιστεί το κράτος και η αστυνομία.
Όλες οι ενδείξεις αποδεικνύουν ότι ο Αρίστος δεν ήταν ο μανιακός δολοφόνος που αναστάτωσε τη Θεσσαλονίκη. Η Σύλβα φωνάζει για την αθωότητα εκείνου του αγοριού, που έζησε στο περιθώριο, πούλησε και το κορμί του, αλλά φονιάς δεν ήταν. Εκείνη που είχε φάει τη ζωή με το κουτάλι και έπαιζε τη νύχτα στα δάχτυλα, μπορούσε να διαβάσει το βλέμμα των ανθρώπων. Το παιδί καλά δεν ήταν, κάτι είχε που το βασάνιζε, αλλά άνθρωπο δεν μπορούσε να πειράξει. Σαν μάνα, με αγάπη τον σκέπασε στοργικά κι έκλαψε για τον άδικο θάνατό του.
Η Σύλβα με ένα μικρόφωνο και χωρίς τίποτα άλλο, μόνο με την εκρηκτική προσωπικότητά της, θυμάται τα νιάτα της, τους άντρες που τη στιγμάτισαν, τα τραγούδια της... Κάθε τραγούδι και μια ιστορία… Κάθε ιστορία και μια σελίδα από την ιστορία της Ελλάδας μέσα από πρόσωπα που πλέον δε θα συναντήσεις σε αυτή την εποχή της αδιαφορίας, όπως την ονομάζει η Σύλβα.
H ιδέα του Θωμά Κοροβίνη, να δραματοποιήσει το τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματός του « Ο γύρος του Θανάτου», στήνοντας επί σκηνής ένα σχεδόν δίωρο μουσικό αφήγημα-ντοκιμαντέρ είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Στον ατμοσφαιρικό χώρο του «Χαμάμ» στα Άνω Πετράλωνα, η Νένα Μεντή δεν παίζει, αλλά γίνεται η Σύλβα με μια αλήθεια πολύτιμη και σπάνια, εντελώς διαφορετική από κάθε άλλο ρόλο που μπορώ να την θυμηθώ να ερμηνεύει. Με ένα θεσσαλονικιώτικο αξάν που στη αρχή ξενίζει όποιον δεν έχει τέτοια ακούσματα, αλλά γρήγορα το θεωρείς αναπόσπαστο κομμάτι του χαρακτήρα της, τραγουδά παθιασμένα και ξετυλίγει όχι μόνο το νήμα μιας ζωής, αλλά μιας ολόκληρης εποχής. Στο πλάι της, ο ακορντεονίστας Παναγιώτης Τσεβάς, παρά το γεγονός ότι δεν λέει καμία ατάκα, μιλά με το ακορντεόν του, και κυρίως ακούει αυτή τη μοναδική γυναίκα να ξαναζεί το παρελθόν της με αγάπη και σεβασμό, όπως ταιριάζει σε όσους έζησαν μια ζωή γεμάτη.
Τετάρτη 13 Μαΐου 2015
Α.Κ.