Ο Διάβολος φτάνει σε μια απαλλαγμένη από θεούς Μόσχα και πιάνει φιλοσοφική κουβέντα με τυχάρπαστους
λογοτέχνες προσπαθώντας να τους πείσει ότι Ιησούς υπάρχει. Άνθρωποι μέσα στην απραξία και σ’ ένα θολό τοπίο όπου ευτυχία και δυστυχία έχουν δυσδιάκριτα όρια. Η Μαργαρίτα ηγείται ενός χορού που αποτελείται από πρώην εφησυχασμένους και νυν τρελαμένους εξαιτίας της διαβολικής παρέμβασης. Η μόνη γενναιότητα με φόντο το παραπάνω σκηνικό είναι ο έρωτας του μαιτρ και της Μαργαρίτας. Το μυθιστόρημα έχει τη δυναμική όλων( αν όχι όλων, των περισσότερων) όσων γράφηκαν σε εποχές περιορισμού και ανελευθερίας.
Στη σκηνή η αφήγηση έχει την τέλεια υποστήριξη της σκηνικής δράσης, οι ηθοποιοί κατά το ήμισυ είναι αναγνώστες. Ο Τάσος Δαρδαγάνης ηθοποιός και παράλληλα σκηνοθέτης στην πρώτη του δουλειά κάνει μια είσοδο στο χώρο με υπόσχεση και μέλλον. Ο Παναγιώτης Εξαρχέας έξοχος σε όλα. Γυαλίζει από μακριά. Τα σκηνικά του Κωνσταντίνου Ζαμάνη λίγα και λειτουργικά, αποτελεσματικά και εύστοχα. Ο Θεατής δε θα καταλάβει πότε θα κυλήσει ο χρόνος. Θα τον παρασύρει η φόρα και η όρεξη νέων ανθρώπων που έχουν αποφασίσει να συμμετέχουν στην πορεία προς τα εμπρός.
ΧΡΥΣΑ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ