Παραδέχομαι ότι έχω εμμονές. Με πρόσωπα, πράγματα, τόπους, καταστάσεις, συναισθήματα.
Ό,τι πρόλαβε να χωρέσει στα πρώτα μου 10 χρόνια ζωής δεν πέρασε ποτέ το μεταξωτό σύρμα που εγώ η ίδια τοποθέτησα γύρω μου. Κράτησα και κρατάω τα πάντα. Δεν πετάω τίποτα. Το όνομα του Ντάριο Φο το ξέρω από 8 χρόνων. Όταν πήγα με τους γονείς μου να δω την παράσταση «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» θυμάμαι ακόμη την απλοποιημένη εξήγηση που ακολούθησε για να καταλάβω τι είδα. Κάθε φορά που διαβάζω κείμενά του ή τα βλέπω στη σκηνή νιώθω την κοινή καταγωγή και τη δύναμη της αφαιρετικής επικοινωνίας. Έτσι ένιωσα και χθες, στο θέατρο Θησείον βλέποντας το «Mistero Buffo» από την ομάδα του Μοσχόπουλου. Σκηνικά δεν υπήρχαν, υπήρχαν όμως σώματα που έκαναν ό,τι ήθελαν. Σε λίγα μόνο λεπτά ένα σώμα γινόταν τεράστιο, ελάχιστο, χόρευε, καμπούριαζε, άνοιγε διάπλατα τα χέρια, γινόταν η κατοικία ενός τρελού, ενός, κουτσού, ενός μεθυσμένου. Χωρίς να υπάρχει κίνδυνος να πέσει σε εδάφη ευκολίας και καρικατουρίστικης επιθεώρησης. Δε γελάω εύκολα, με τον Θάνο Τοκάκη όμως να υποδύεται δεν ξέρω και εγώ πόσους ρόλους στη σκηνή του νεκροταφείου, γέλασα δυνατά. Όταν ο Χρυσοστόμου τελείωσε τη σκηνή του έπιασα τον εαυτό μου να θέλει να ξεκινήσει ένα βροντόφωνο χειροκρότημα, αλλά ντράπηκα-παιδικό κατάλοιπο- να ξεκινήσω κάτι πρώτη μέσα σε κόσμο. Τον καταχειροκρότησα από μέσα μου. Το άκουσε μάλλον. Ο Αργύρης Ξάφης θα κρατάει το κοινό πάντα στην τσίτα. Αμεσότητα, απλότητα σ έναν απόλυτα εννοούμενο και κουβεντιαστό λόγο. Ο «μεθυσμένος» Μπερικόπουλος στην τελευταία σκηνή του έργου εξέθεσε μια φιγούρα που δεν είχε τίποτα από το αρχετυπικό μοτίβο του «σκηνικά μεθυσμένου». Γι’ αυτό έπεισε. Δεν μιμήθηκε, γι’ αυτό και ξαναγέλασα. Ακόμη πιο δυνατά. Άννα Καλαϊτζίδου και Άννα Μάσχα τραγικές, ποιητικές, κωμικές απόλυτα εναρμονισμένες με τους άνδρες της ομάδας. Πιο «ήσυχες» σε σχέση με τους τέσσερις «πληθωρικούς τρελούς», αλλά «τερματίζουν όλοι την ίδια στιγμή στην κούρσα» και αυτό είναι που μετράει. Μου αρέσει που πριν από κάθε σκηνή ο καθένας λέει κάποια διευκρινιστικά πράγματα γι’ αυτό που θα επακολουθήσει. Όχι σαν να διαβάζει υπόμνημα, αλλά σαν φίλος που κάνει μια εισαγωγή στην παρέα πριν πει μια αστεία ιστορία, ένα ανέκδοτο. Όχι με τη σιγουριά του τσεκαρισμένου κωμικού. Όχι, σου αφήνει το περιθώριο να δώσεις εσύ τον χαρακτηρισμό. Αυτός θα κάνει ό,τι μπορεί. Και κάνει τα πάντα χωρίς αυτοπροσδιορισμούς. Έχει την αθωότητα και την άγνοια ενός παιδιού που μπορεί να σε αφοπλίσει μ’ ένα χιούμορ που δεν ξέρει ότι διαθέτει. Ο Ντάριο Φο, αυτός ο πολέμιος της εξουσίας, των μεγάλων θέσεων, του κρυφοφανερού εγκλήματος, του τεμαχισμού της ζωής από τα αφεντικά που δεν πεθαίνουν, αν δεν πεθάνει το σύστημα πρώτα, αν ήταν χθες παρών στο υπέροχο αυτό θέατρο Θησείον, είμαι σίγουρη εκεί στην απογείωση της αυλαίας ότι θα τοποθετούσε στο κέντρο τον Θωμά Μοσχόπουλο και θα υποκλινόταν. Έτσι, γιατί είναι μεγάλος μάγκας!
Χρύσα Φωτοπούλου