Ο Χάινριχ φον Κλάιστ (Bernd Heinrich Wilhelm von Kleist, 18 Οκτωβρίου 1777 – 21 Νοεμβρίου 1811) ήταν Γερμανός ρομαντικός ποιητής, ένας από τους μεγάλους Γερμανούς δραματουργούς του 19ου αιώνα.
Καταγόμενος από αριστοκρατική οικογένεια στρατιωτικών όσο και ποιητών, κατατάχθηκε στον Πρωσικό στρατό το 1792 και πήρε μέρος στην εκστρατεία του Ρήνου κατά της Γαλλίας. Το 1797 ονομάστηκε ανθυπολοχαγός και το 1799 παραιτήθηκε από τον στρατό, γράφηκε στο πανεπιστήμιο και αρραβωνιάστηκε την κόρη ενός στρατηγού, οι γονείς της οποίας τον έβλεπαν με δυσπιστία, θεωρώντας τυχοδιωκτική την συμπεριφορά του. Άλλωστε η παραίτησή του από τον στρατό είχε προκαλέσει την δυσαρέσκεια του βασιλιά της Πρωσίας.
Οι σπουδές του περιλάμβαναν ένα ευρύ φάσμα επιστημών αλλά τις εγκατέλειψε για να καταλάβει μια δημόσια θέση, προσπαθώντας να εξευμενίσει τους γονείς της μνηστής του. Ούτε εκεί όμως έμεινε για πολύ. Την άνοιξη του 1801 ξεκίνησε με την αγαπημένη του ετεροθαλή αδελφή Ουλρίκε για το Παρίσι. Το Παρίσι τον απογοητεύει και, επηρεασμένος από τον Ρουσσώ, θέλει να πάει στην Ελβετία. Η Ουλρίκε τον εγκαταλείπει και μόνος πλέον (οι αρραβώνες του βέβαια διαλύθηκαν) εγκαθίσταται σ’ ένα νησάκι στην λίμνη Τουν (Thunnersee) κοντά στην Βέρνη. Εκεί (1802) έγραψε το πρώτο του δράμα, την Οικογένεια Σρόφενστάιν. Αρρώστησε όμως, η Ουλρίκε ήρθε για να τον περιποιηθεί και μετά την ανάρρωσή του έφυγαν στη Βαϊμάρη.
Πηγαίνει πάλι στο Παρίσι, καίει τα χειρόγραφά του και προσπαθεί να καταταγεί στον γαλλικό στρατό, αλλά απελαύνεται. Επιστρέφει στην Πρωσία και διορίζεται σε δημόσια θέση στο Κένιγκσμπεργκ (1805). Παραιτείται όμως κι απ’ αυτήν και φυλακίζεται για έξι μήνες σαν κατάσκοπος από τον γαλλικό στρατό κατοχής.
Το 1807 πηγαίνει στην Δρέσδη. Εκεί το 1808 δημοσιεύει την τραγωδία Πενθεσίλεια ενώ την ίδια χρονιά ανεβαίνει από τον Γκαίτε στη Βαϊμάρη η κωμωδία του Η σπασμένη στάμνα, χωρίς καμιάν επιτυχία. Ο Κλάιστ αποδίδει την αποτυχία σε τροποποιήσεις του Γκαίτε και οι σχέσεις του με τον μεγάλο ποιητή γίνονται τελείως εχθρικές.
Από το 1807 ως το 1811 εξέδιδε το περιοδικό Phöbus (Φοίβος) στην Δρέσδη και ύστερα την εφημερίδα Berliner Abendblättern (Βραδυνά Φύλλα του Βερολίνου), έντυπα στα οποία δημοσίευσε τα περίφημα διηγήματά του και τα δοκίμιά του. Πηγαίνει για ένα διάστημα στην Πράγα το 1809 και εκδίδει το εβδομαδιαίο φύλλο Germania, που στις στήλες του εμφανίζονται πατριωτικά ποιήματα και άρθρα του Κλάιστ κατά του Ναπολέοντα. Το 1810 και 1811 εκδόθηκαν οι δύο τόμοι των διηγημάτων του.
Τελευταίο και καλύτερο έργο του ήταν Ο πρίγκιπας του Χόμπουργκ, ένα λαμπρό ψυχολογικό δράμα που παραστάθηκε μεταθανάτια και του οποίου ο ήρωας είναι εξ ίσου προβληματικός με τον ποιητή του. Αλλά ο παρεξηγημένος όσο και ιδιόρρυθμος Κλάιστ βρίσκεται αντιμέτωπος με την κοινωνία και την λογοκρισία. Στα τέλη του 1810 πέθανε ο μοναδικός του προστάτης, η βασίλισσα Λουίζα της Πρωσίας.
Φεύγει φτωχός κι απελπισμένος στο Βερολίνο κι εκεί γνωρίζεται με την Εριέτα Φόγκελ, μια ώριμη γυναίκα που πάσχει από ανίατη ασθένεια. Δεν δυσκολεύεται αυτή να του αποσπάσει μιαν υπόσχεση για κάτι που και στον ίδιο ήταν από καιρό έμμονη ιδέα. Στις 20 Νοεμβρίου του 1811 περνούν μαζί τη νύχτα σ’ ένα πανδοχείο της Βανζέε, διασκεδάζουν σαν παιδιά όλη την άλλη μέρα, και το σούρουπο, στις όχθες της λίμνης, την σκοτώνει και αυτοκτονεί.