Η Σάρα Μπερνάρ (Sarah Bernhardt) (περ. Οκτώβριος 1844 – 26 Μαρτίου 1923) ήταν μια θρυλική Γαλλίδα ηθοποιός του θεάτρου και του πρώιμου κινηματογράφου, για την οποία έχει ειπωθεί ότι ήταν "η πιο φημισμένη ηθοποιός που γνώρισε ποτέ ο κόσμος". Η Μπερνάρ απόκτησε τη φήμη της στις θεατρικές σκηνές της Ευρώπης, τη δεκαετία του 1870, και έγινε γρήγορα περιζήτητη σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική. Κέρδισε την αναγνώριση ως σοβαρή δραματική ηθοποιός, γεγονός για το οποίο της αποδόθηκε το προσωνύμιο "η θεϊκή Σάρα".
Η Σάρα Μπερνάρ άφησε το Ωδείο το 1862 και, χάρη στην επιρροή του Δούκα του Μορνύ, έγινε δεκτή από τη Comédie Francaise (Γαλλική Κωμωδία), την εθνική θεατρική εταιρεία, ως αρχάρια υπό δοκιμή. Κατά τη διάρκεια των υποχρεωτικών τριών πρώτων δημόσιων εμφανίσεών της, οι οποίες απαιτούνταν από όλους τους αρχάριους, η δύναμη, η ομορφιά και η καθαρή δεξιοτεχνία της ερμηνείας της ελάχιστα έγιναν αντιληπτά από τους κριτικούς. Το συμβόλαιό της με την Comédie Francaise ακυρώθηκε το 1863, αφού χαστούκισε στο πρόσωπο μια μεγαλύτερη ηθοποιό η οποία είχε φερθεί σκληρά στη νεότερη αδελφή της.
Για λίγο καιρό βρήκε εργασία στο Théâtre du Gymnase-Dramatique (Θέατρο του Δραματικού Γυμνασίου). Μετά την ερμηνεία του ρόλου μιας ανόητης Ρωσίδας πριγκίπισσας, άρχισε γι' αυτήν μια περίοδος ψυχικής αναζήτησης, καθώς αμφέβαλλε για την ικανότητά της στην υποκριτική. Κατά τη διάρκεια αυτών των κρίσιμων μηνών, έγινε εταίρα μέχρι το 1865. Τότε ήταν που απόκτησε το φημισμένο φέρετρο, μέσα στο οποίο συχνά κοιμόταν, ισχυριζόμενη ότι την βοηθούσε να κατανοεί τους τραγικούς ρόλους. Έγινε ερωμένη του Ερρίκου, πρίγκιπα του Λιν, φέρνοντας στον κόσμο το μοναδικό παιδί της τον Μορίς.
Το 1866 υπόγραψε συμβόλαιο με το Théâtre de l'Odéon (Θέατρο Οντεόν) και σε χρονικό διάστημα έξι ετών εντατικής δουλειάς με συναδέλφους που την έκαναν να αισθανθεί οικεία, προοδευτικά δημιούργησε τη φήμη της. Η πρώτη της σημαντική επιτυχία ήταν στον ρόλο της Αν Ντάμπι το 1868, στην αναπαράσταση του θεατρικού έργου "Κιν" (Kean), του μυθιστοριογράφου και θεατρικού συγγραφέα Αλέξανδρου Δουμά (πατέρα). Ο μεγαλύτερος θρίαμβος, όμως, της Σάρας στο Οντεόν ήρθε το 1869, όταν απέδωσε τον ρόλο του νέγρου Ζανέτο στο μονόπρακτο "Ο διαβάτης" (Le Passant) του νεαρού δραματουργού Φρανσουά Κοπέ (François Coppée), ένα ρόλο τον οποίο επανέλαβε σε κατ' εντολή ερμηνεία μπροστά στον Ναπολέοντα Γ'.
Κατά τη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού πολέμου το 1870, οργάνωσε τη λειτουργία στρατιωτικού νοσοκομείου στο θέατρο Οντεόν. Μετά τον πόλεμο, το Οντεόν ξανάνοιξε, αποτίοντας τιμή στον Βίκτορα Ουγκώ, με την παράσταση του έμμετρου έργου του Ρουί Μπλα (Ruy Blas). Η Σάρα Μπερνάρ, στον ρόλο της βασίλισσας Μαρίας, γοήτευσε τους θεατές με τη λυρική ποιότητα της φωνής της. Ήταν τότε που ο Ουγκώ έπλασε τη φράση "η χρυσή φωνή", αν και οι κριτικοί συνήθως ονόμαζαν τη φωνή της "αργυρόηχη", επειδή έμοιαζε με τον ήχο του φλάουτου.
Το 1872 άφησε το Théâtre de l'Odéon και επέστρεψε στην Comédie Francaise. Μία από τις εντυπωσιακότερες επιτυχίες της εκεί ήταν ο ομώνυμος ρόλος στο έργο του Βολταίρου, Ζαΐρα (Zaïre) το 1874. Ταξίδεψε ακόμη και στην Κούβα και έπαιξε στο θέατρο Σάουτο στο Ματάνσας της Κούβας το 1887. Δίδαξε την τέχνη της υποκριτικής σε πολλές νέες γυναίκες, στις οποίες συμπεριλαμβανόταν και η ηθοποιός και εταίρα Λιάν ντε Πουζύ (Liane de Pougy).