Ο Χρύσανθος (Μέντης) Μποσταντζόγλου, γνωστός ως Μποστ, γεννήθηκε το 1918 στην Κωνσταντινούπολη. Το 1939 εισάγεται στη Σχολή Καλών Τεχνών, εγκαταλείπει όμως τις σπουδές του έξι μήνες αργότερα. Το 1942 μπαίνει στο ΕΑΜ και το 1945 εκδίδει με δικά του έξοδα το πρώτο του βιβλίο. Το 1952 αρχίζει να εργάζεται στην «Καθημερινή» ως ταμίας και βιβλιοθηκάριος. Το ταλέντο του το ανακαλύπτουν μετά από δυο χρόνια στις «Εικόνες» κι αργότερα στον «Ταχυδρόμο», όπου και αρχίζει να εργάζεται ως εικονογράφος. Εν τω μεταξύ, το 1953 έχει ήδη εικονογραφήσει και το πρώτο του κόμικ «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» για τις εκδόσεις «Ατλαντίς» σε κείμενα της Ειρήνης Φωτεινού.
Το 1966, κουρασμένος από το καθημερινό γράψιμο, ανοίγει το μαγαζί του «Λαϊκαί Εικόναι» και αρχίζει να διακοσμεί ποτήρια, πιάτα και διάφορα αντικείμενα, να πουλάει αντίκες και να ζωγραφίζει. Με τον δικό του ανορθόδοξο τρόπο, καταπιάνεται και με το θέατρο. Γράφει, λοιπόν, εκτός από τα αριστουργήματα «Φαύστα» και «Μήδεια», τον δικό του «Δον Κιχώτη», την «Όμορφη πόλη», τη «Μαρία Πενταγιώτισσα», το «40 χρόνια Μποστ». Το κύκνειο άσμα του «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» παίχτηκε στο Ηρώδειο, λίγους μήνες πριν φύγει από τη ζωή, στις 13 Δεκεμβρίου του 1995.
Ο Μποστ θεωρείται ότι κατάφερε να δημιουργήσει ένα εντελώς προσωπικό σατιρικό ύφος με ήθος και σπάνια ποιότητα, χωρίς χοντροκομμένα αστεία και λαϊκισμούς. Παρέμενε σκεπτόμενος και διανοούμενος, χωρίς να γίνεται ελιτιστής, αλλά κατάφερνε να απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του έργου του είναι η γλώσσα του και τα επίτηδες ανορθόγραφα κείμενα. Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος, γελοιοποιώντας την καθαρεύουσα πίστευε ότι ίσως μπορέσει να βοηθήσει στην ταχύτερη καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Προκειμένου να σατιρίσει την καθαρεύουσα, ανακάτευε λόγιες εκφράσεις με λαϊκές και έγραφε εντελώς ανορθόγραφα, διεκτραγωδώντας τον ημιμαθή Έλληνα, που προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει την καθαρεύουσα, καθώς εκείνη την εποχή η δημοτική θεωρούνταν "ύποπτη", κατά δήλωση του ιδίου του Μποστ. Στα θεατρικά του έργα γράφει σε δεκαπεντασύλλαβο.
Η σάτιρα του στοχεύει κυρίως τον μικροαστό Έλληνα, καθώς και την ελληνική πολιτική ζωή. Ο Μποστ καυτηρίαζε ιδιαίτερα την ξενομανία, την εθνικοφροσύνη των δεξιών κομμάτων και το θεσμό της Βασιλείας, ωστόσο σε πολλά κείμενα διακωμωδεί και την παράταξη της Αριστεράς, στην οποία ανήκε. Χρησιμοποιεί συχνά ιστορικά πρόσωπα ή πασίγνωστους θεατρικούς ήρωες που τους τοποθετεί σε ένα σύγχρονο περιβάλλον, όχι ρεαλιστικό, αλλά παραμυθιακό με στοιχεία γκροτέσκα, που διακωμωδούν την τρέχουσα επικαιρότητα και την γενικότερη πολιτική κατάσταση. Ποτέ δεν εκπίπτει στην παρωδία, αλλά ασκεί μέσα από μια σουρεαλιστικά κωμική προσέγγιση μια έντονη κριτική στα κακώς κείμενα.
Ως ζωγράφος ήταν αυτοδίδακτος και τα έργα του ήταν ιδιαίτερα επηρεασμένα από τη λαϊκής ζωγραφική και κυρίως τον Θεόφιλο, αλλά και τις φιγούρες του Θεάτρου Σκιών, με στοιχεία υπερρεαλισμού. Τα ζωγραφικά του έργα παρουσιάζουν ήρωες της αρχαιότητας και της Επανάστασης του 1821 και ιστορικά ζευγάρια.
Έγραψε και στίχους για τρία ελαφρολαϊκά τραγούδια, πού έγιναν επιτυχίες στις αρχές της δεκαετίας του '60. Αυτά είναι "Οι Νεκροθάφτες" (μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου, ερμηνεία Γιώργου Ζωγράφου) και τα "Η νήσος των Αζορών" και "Ρομβία" (μουσική Μίκη Θεοδωράκη, ερμηνεία Γρηγόρη Μπιθικώτση).
A.K