Στις 22 Δεκεμβρίου του 1857, ο βασιλιάς Όθωνας έβαζε με κάθε επισημότητα τον θεμέλιο λίθο για την ανέγερση του πρώτου Εθνικού Θεάτρου της Αθήνας. Η μελέτη ήταν του Γάλλου αρχιτέκτονα Boulanger και ολοκληρώθηκε μετά από ενέργειες του Γρηγόρη Καμπούρογλου και του τραπεζίτη Δημητριάδη.
Είχε προηγηθεί βασιλικό διάταγμα με το οποίο οριζόταν επιτροπή «δια την εκλογήν του χώρου» και τελικά επελέγη η τότε λεγόμενη Πλατεία του Λαού, δηλαδή η σημερινή πλατεία Κοτζιά. Όμως, ο γραμματέας του Όθωνα, Βέτλαντ, για προσωπικούς του λόγους «μπλοκάρισε» το έργο και εξαφάνισε τα σχέδια. Έστειλε μάλιστα και την αστυνομία να σταματήσει τις πρώτες εργασίες με τη δικαιολογία ότι το έργο στερούνταν αρχιτεκτονικών σχεδίων.
Τρία χρόνια αργότερα, ο δήμαρχος Γεώργιος Σκούφος πρότεινε την κατασκευή Δημοτικού Θεάτρου, αλλά τα ταμεία κράτους και δήμου ήταν άδεια.
Μετά από την έξωση του Όθωνα, η πλατεία Λουδοβίκου μετονομάζεται σε πλατεία Νέου Θεάτρου, παρά το γεγονός ότι το κτήριο δεν υπήρχε ακόμη ούτε σε αρχιτεκτονικό σχέδιο!
Το 1873, ο τότε δήμαρχος Παναγής Κυριακός θεμελιώνει για δεύτερη φορά το Θέατρο της Αθήνας.
Αυτή τη φορά τα σχέδια ήταν του διάσημου αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ. Τα χρήματα θα τα έβαζε Μετοχική Εταιρεία εύπορων Αθηναίων και το ποσό που είχε προβλεφθεί ήταν 550 χιλιάδες δραχμές.
Οι εργασίες σταμάτησαν σχεδόν ένα χρόνο μετά, λόγω υπέρβασης του προϋπολογισμού.
Μέχρι τότε είχαν δαπανηθεί 300 χιλιάδες δραχμές μόνο για τα θεμέλια και μέρος του πρώτου ορόφου.
Η υπέρβαση του προϋπολογισμού και τα Λαυρεωτικά αποθάρρυναν τα μέλη της Μετοχικής Εταιρείας, οδηγώντας πολλά μέλη της σε παραίτηση.
Ο Ανδρέας Συγγρός «ευεργετεί» το θέατρο και κυρίως την τράπεζά του
Χρειάστηκε να περιμένουν 32 χρόνια οι Αθηναίοι μέχρι να χρηματοδοτήσει την ανέγερση του θεάτρου ο Ανδρέας Συγγρός. Είχε προηγηθεί η διάλυση της Μετοχικής Εταιρείας και ο δήμος παίρνοντας δάνειο από την Εθνική Τράπεζα, διέθεσε το ποσό των 143.364,06 δραχμών για την αγορά του ημιτελούς κτηρίου και την αποζημίωση των μετόχων. Γι’ αυτό και πολλοί το αποκαλούσαν «Θέατρο Συγγρού».
Τα σχέδια ήταν πάλι του Τσίλερ που είχε προβλέψει χωρητικότητα χιλίων θέσεων, αλλά κεντρική σκηνή μόλις 12,50 μέτρων. Μια σημαντική έλλειψη ήταν ότι δεν υπήρχαν καμαρίνια για τους ηθοποιούς.
Η απαίτηση του Συγγρού ήταν να αντικατασταθούν χώροι του κτηρίου με μικρομάγαζα και γραφεία για να τα εκμεταλλεύεται επί μια 25ετία. Σε έναν όροφο μάλιστα ο Συγγρός εγκατέστησε και την Τράπεζά του. «Θύμα» των παρεμβάσεων αυτών ήταν η σκηνή που μίκρυνε κατά πολύ και οι βοηθητικοί χώροι.
Για πολλούς Αθηναίους πάντως που ταξίδευαν συχνά στο εξωτερικό, χαρακτηριστικό του Θεάτρου ήταν «η μοναδική εις τον κόσμον γυμνότητά του». Ακόμη και ο Τσίλερ στα απομνημονεύματά του έγραφε ότι «ο κύριος Συγγρός είχε την παραξενιά να τα αφήνει όλα μισοτελειωμένα» και ότι «η συνεργασία μαζί του δεν ήταν καθόλου εύκολη».
Τα εγκαίνια
Τελικά, το ημιτελές θέατρο, που είχε καταντήσει «γιοφύρι της Άρτας», εγκαινιάστηκε τον Οκτώβριο του 1888 από τον βασιλιά Γεώργιο Α’, επ’ ευκαιρία των 25 χρόνων βασιλείας του.
Η αυλαία στο «καλλίτερον θέατρον της Ευρώπης» όπως έγραφε ο Τύπος της εποχής, άνοιξε με το μελόδραμα «Minion» από τον γαλλικό θίασο «Lasalle – Charlet».
Στην παράσταση «Αντιγόνη» που παραβρέθηκε πάλι ο βασιλιάς, τα κείμενα των ηθοποιών ήταν στα αρχαία. Αυτό όμως είχε ως αποτέλεσμα, οι περισσότερες θεατές να αποκοιμηθούν στα καθίσματά τους, επειδή δεν καταλάβαιναν λέξη …απ΄ ό,τι ήθελε να πει ο ποιητής.
Ο βασιλιάς ροχάλιζε στην παράσταση
Πρώτος και καλύτερος ο υψηλός καλεσμένος Γεώργιος που ενοχλούσε την παράσταση με το ροχαλητό του. Τις επόμενες ημέρες η φαρμακερή πένα του Σουρή που είχε παρευρεθεί στην παράσταση, έγραφε:
«Και προς το μέρος έστρεψα του Μεγαλειοτάτου και ο βασιλεύς ενύσταζε με όλα τα σωστά του, τον γλυκονανούριζε εκείνο το τροπάρι και μες το θεωρείο εμπήκε να τον πάρει».
Από τη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου με την αξεπέραστη ακουστική παρέλασαν μεγάλα ονόματα της εποχής, όπως η Σάρα Μπερνάρ, ο Μουνέ Σουλή, ο Νοβέλλι και η Ελεονώρα Ντούζε.
Ιστορικός ιμπρεσάριος για 15 χρόνια υπήρξε ο Απόστολος Κονταράτος, μετέπειτα θεατρικός επιχειρηματίας. Η σκηνή άλλοτε λυρική και άλλοτε δραματική, φιλοξενούσε πρόζες, όπερες, οπερέτες, περιοδεύοντες θιάσους και φιλανθρωπικές εκδηλώσεις.
Από το 1906, κάθε Κυριακή της Αποκριάς δίνονταν εκεί και ο μεγάλος χορός των δημοσιογράφων.
Το μεγαλοπρεπές Θέατρο ήταν ο λόγος που γύρω από αυτό άνοιξαν στην περιοχή γραφεία συμβολαιογράφων, εμπορικά καταστήματα, καφενεία μουσικών και μελοδραματικών ηθοποιών και το Εργατικό Κέντρο.
Καταφύγιο προσφύγων από τη Μικρασία
Μετά από τα εγκαίνια του Εθνικού Θεάτρου το 1901 στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου, ο δήμαρχος Σπύρος Μερκούρης προσπάθησε να αναβαθμίσει το Θέατρο. Μέχρι το 1906 έγιναν κάποιες επισκευές, αλλά ο Τσίλερ έλεγε ότι το κτήριο παρέμενε ημιτελές. Κατά τον αρχιτέκτονα είχε ξεπερασμένη τεχνολογία σκηνής, έλλειψη κεντρικής θέρμανσης και εξαερισμού και «μίζερη» κεντρική είσοδο. Η κακή φύλαξη του κτηρίου επέτρεψε επίσης να γίνονται συχνά κλοπές ακόμη και από βασικά εξαρτήματα της σκηνής.
Μετά τη μικρασιατική καταστροφή, με απόφαση του Υπουργείου Περιθάλψεως οι πόρτες του Θεάτρου άνοιξαν για να στεγαστούν εκεί προσωρινά 150 οικογένειες προσφύγων. Ο τότε δήμαρχος Σπύρος Πάτσης αντέδρασε ανεπιτυχώς.
Στα 81 θεωρεία της πρώτης, δεύτερης και τρίτης σειράς ζούσε και μια οικογένεια που κοιμόταν, μαγείρευε και άπλωνε τη μπουγάδα της.
Όπως ήταν φυσικό, οι πρώτες ζημιές από τους κατατρεγμένους πρόσφυγες δεν άργησαν να συμβούν. Για να καταφέρουν να ζεσταθούν τον κρύο χειμώνα του 1922 – 1923, οι Μικρασιάτες άναβαν φουφούδες στις οποίες έκαιγαν μεγάλο μέρος των σκηνικών και των επίπλων.
Το 1927, ο δήμαρχος Σπύρος Πάτσης προσπάθησε να ανακαινίσει το «πληγωμένο» θέατρο της Αθήνας. Παραγγέλθηκαν 1.200 μέτρα βελούδο προκειμένου να ντυθούν τα σχισμένα καθίσματα, ξυλεία και κρύσταλλα. Δύο χρόνια αργότερα όμως, οι εργασίες σταμάτησαν για πολιτικούς λόγους. Όταν ανέλαβε πάλι δήμαρχος ο Σπύρος Μερκούρης δεν είχε την εύνοια της κυβέρνησης Βενιζέλου και έτσι όλα τα ακριβά υλικά που είχαν αγοραστεί «έκαναν φτερά» από τους κλέφτες που μπαινόβγαιναν ανενόχλητοι στο κλειστό και εγκαταλελειμμένο Θέατρο.
Η κατεδάφιση ήταν «έργο» του υπουργού Κοτζιά. Μετά έδωσαν στην πλατεία το όνομά του
Το θέατρο έμεινε κλειστό ακόμη και όταν ανέλαβε καθήκοντα δημάρχου ο Κωνσταντίνος Κοτζιάς, που φέρεται να ήταν ο πρώτος που είχε την ιδέα της κατεδάφισης.
Φήμες της εποχής αναφέρουν ότι η κακή κατάσταση του Θεάτρου ενοχλούσε τον τότε διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Ιωάννη Δροσόπουλο που είχε το γραφείο του ακριβώς απέναντι, στην οδό Αιόλου.
Γι’ αυτό ήθελε να εξαφανιστεί από την περιοχή.
Την πρόταση υποστήριξε θερμά και ο Αργύρης Δημητρακόπουλος, τότε πρόεδρος του Τεχνικού Επιμελητηρίου και καθηγητής Πολεοδομίας του ΕΜΠ.
Η εισήγησή του στο δημοτικό συμβούλιο στις 16 Μαΐου του 1939, σήμανε την αρχή του τέλους για το Δημοτικό Θέατρο.
Στις 28 Ιουνίου του 1940, με απόφαση του Υπουργού Διοικήσεως Πρωτευούσης, Κωνσταντίνου Κοτζιά, άρχισαν οι εργασίες κατεδάφισης.
Το «καταραμένο» Δημοτικό Θέατρο «έπεσε» και στη θέση του στήθηκε αργότερα μια προτομή του αρχιτέκτονα της κατεδάφισης του από τον οποίο πήρε και το όνομά της η πλατεία.
(Πηγή: Η μηχανή του χρόνου)