Γεννημένος το 1910, ο Ζενέ εγκαταλείπεται από τη μητέρα του και αναθρέφεται από δύο χωρικούς. Δείχνει από νωρίς σημάδια «παραβατικότητας» και από τα 15 του βρίσκεται κλεισμένος σε αναμορφωτήριο. Εκεί, παραμένει για τρία χρόνια, ενώ η «περίπτωσή» του γίνεται αντικείμενο μελέτης για τους σωφρονιστικούς ψυχιάτρους. Η θητεία του στο στρατό ήταν σύντομη, αφού γίνεται λιποτάκτης και με διαφορετικό όνομα πια, περιπλανιέται στην Ευρώπη, χωρίς καθόλου χρήματα.
Όταν φτάνει στην Γερμανία του Χίτλερ, λέει «αισθάνθηκα σαν να βρέθηκα σε ένα οργανωμένο στρατόπεδο με λωποδύτες. Είναι ένα έθνος κλεφτών». Από το 1937 έως το 1944 βρίσκεται στη φυλακή και περνάει από δεκατρείς δίκες. Το 1942, σε ηλικία 32 ετών γράφει τα πρώτα του βιβλία, με τίτλο «Η παναγία των λουλουδιών» και «Καταδικασμένος σε θάνατο».
Ένα χρόνο αργότερα, μέσα στο κελί του, θα γράψει το «Θαύμα το ρόδου». Τα χειρόγραφά του τα αρπάζουν οι δεσμοφύλακες και τα σκίζουν, όμως ο Ζαν Ζενέ τα ξαναγράφει από την αρχή. Ο Ζαν Κοκτό αποτελεί πρόσωπο-σταθμό για τον Ζενέ, καθώς η γνωριμία τους του έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσει την αναγνώριση της παρισινής κοινωνίας.
Ο Κοκτό είναι αυτός που θα τον βοηθήσει να εκδώσει τα έργα του αλλά και να βγει από τη φυλακή. Η θανατική ποινή που του είχε επιβληθεί δεν πραγματοποιείται ποτέ, χάρη στις προσπάθειες διανοουμένων της Γαλλίας, με πρωτοστάτη των Σαρτρ, ο οποίος γράφει λίγα χρόνια αργότερα τη βιογραφία του Ζενέ με τίτλο «Άγιος Ζενέ: Κωμωδός ή μάρτυρας» που έρχεται να αποκαταστήσει τη φήμη του και να τον αναδείξει σε κορυφαίο λογοτέχνη.
Η θεματολογία των έργων του περιλαμβάνει την εμπειρία του στη φυλακή, την περιπλάνησή του στον υπόκοσμο και την παρανομία, αλλά και την αντίθεσή του στην κοινωνία, την οποία θεωρεί υπεύθυνη για την περιθωριοποίησή του. Μέχρι το 1948 γράφει αρκετά έργα, όπως τα «Επιτάφιες σπονδές», «Καυγατζής της Βρέστης» και «Το ημερολόγιο ενός κλέφτη». Από τα πια σπουδαία του έργα είναι πο «Δούλες», μετά την ολοκλήρωση του οποίου, ακολουθεί μία μη παραγωγική περίοδο για τον Ζενέ.
Ο συγγραφέας επανέρχεται κάποια χρόνια αργότερα στο προσκήνιο με τα έργα «Νέγροι», «Παραβάν» και «Μπαλκόνι». Ως θεατρικός συγγραφέας φέρνει την ανατροπή στην παραδοσιακή πλοκή και κερδίζει την αποδοχή του κοινού. Η γνωριμία του με τον μουσουλμάνο ακροβάτη, Αμπντάλα Μπεντάγκα, φέρνει στη ζωή του τον έρωτα.
Αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου την σκηνοθεσία των παραστάσεών του, ενώ πληρώνει τους καλύτερους εκπαιδευτές. Ξεκινούν μαζί περιοδείες, όμως σε μία παράσταση ο Αμπντάλα τραυματίζεται σοβαρά και ο Ζενέ τον εγκαταλείπει. Εκείνος δεν θα αντέξει και θα αυτοκτονήσει. Ο Ζενέ βυθίζεται σε βαθιά κατάθλιψη και δηλώνει ότι δεν θα ξαναγράψει.
Το 1967 θα αποπειραθεί να αυτοκτονήσει. Η ζωή του αποκτά και πάλι νόημα μέσα από την πολιτικοποίηση. Βρίσκει έκφραση στην επαναστατική οργάνωση Μαύροι Πάνθηρες και μάχεται κατά των φυλετικών διακρίσεων και του πολέμου στο Βιετνάμ, και υπέρ των δικαιωμάτων των μεταναστών.
Το 1971 θα βρεθεί στην Ιορδανία, όπου θα ζήσει με τους Φενταγίν. Μέσα από αυτή την εμπειρία θα αναθεωρήσει και θα γράψει το βιβλίο «Αιχμάλωτος του έρωτα». Το γράψιμο, όμως, δεν τον κερδίζει και, δέκα χρόνια αργότερα, επιστρέφει δίπλα στους Παλαιστίνιους στη Βυρηττό, ώστε να τους υποστηρίξει κατά τις επιδρομές στους καταυλισμούς της Σάμπρα και της Σατίλα.
Ο Ζαν Ζενέ πεθαίνει την άνοιξη του 1986 από καρκίνο στο Παρίσι, «σ’ ένα σιωπηλό και ασήμαντο δρόμο, που ξαφνικά πήρε λάμψη, αποτελώντας την τελευταία στάση της ζωής του στην πόλη, την οποία μεταμόρφωσε και εξύβρισε χωρίς σταματημό» (Στίβεν Μπάρμπερ).