Ο Αντονέν Αρτώ (Αντουάν Μαρί-Ζοζέφ Αρτώ) γεννήθηκε στη Μασσαλία το Σεπτέμβριο του 1896. Υπήρξε ηθοποιός, ποιητής, σκηνοθέτης, συγγραφέας, σκηνογράφος, ενδυματολόγος και θεωρητικός του θεάτρου. Άνηκε για λίγο στον κύκλο των σουρεαλιστών και είναι ο εμπνευστής του "θεάτρου της σκληρότητας". Έγραψε θεατρικά έργα, σενάρια, δοκίμια, κριτικές, ποιήματα, μανιφέστα και επιστολές - απίστευτα πολλές επιστολές- με ή χωρίς παραλήπτη. Παρόλο που δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει ο ίδιος το καλλιτεχνικό του όραμα, κατάφερε να επηρεάσει την εξέλιξη του θεάτρου.
Βασανισμένος από έναν πόνο σωματικό, στον οποίο έδινε μεταφυσική διάσταση, υποφέροντας απ' την κατάθλιψη και τον νευρικό κλονισμό, εθισμένος στο όπιο και στα κατασταλτικά, ιδιοφυής και αγνοημένος απ' τους συγχρόνους του μέχρι που θεωρήθηκε και τρελός, τράβηξε τον προσωπικό του δρόμο.
"Γεννήθηκα μ' ένα κορμί βασανισμένο, παραποιημένο όπως το τεράστιο βουνό...", γράφει ο ίδιος. Πράγματι, σ’ όλη του τη ζωή θ' αντιμετωπίζει προβλήματα με την υγεία του. Από έμβρυο ακόμη κινδύνεψε να πεθάνει ενώ στα τέσσερα χρόνια του πέρασε μια βαριά μηνιγγίτιδα. Έπασχε από νεαρός ακόμη από νευραλγία, ενώ στην εφηβεία εμφάνισε τις πρώτες του επιληπτικές κρίσεις. Στα 21 του διαγνώστηκε πως πάσχει απο μια μορφή κληρονομικής σύφιλης. Νοσηλεύτηκε σε σανατόρια για πέντε χρόνια, όπου και παρουσίασε κατάθλιψη, ενώ εθίστηκε και στο όπιο. Η κατάθλιψη και η χρήση ναρκωτικών θα τον συντροφεύουν ως το τέλος.
Μεσήλικας παθαίνει συχνά νευρικούς κλονισμούς και το 1938 χαρακτηρίζεται "παράφρων", συλλαμβάνεται και κλείνεται σε ψυχιατρικά άσυλα. Ο Dr. L., που συχνά αναφέρει ο Αρτώ και που δεν είναι άλλος απ' τον Jacques Lacan, το 1939 μιλώντας στον Roger Blin, διέγνωσε πως ο Αρτώ: "Θεραπεύτηκε, θα ζήσει μέχρι τα 80 και δε θα ξαναγράψει τίποτα πια, θεραπεύτηκε." Θα παραμείνει όμως έγκλειστος για τα επόμενα εννιά χρόνια, ενώ γράφει ασταμάτητα.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής κινδύνεψε να πεθάνει από ασιτία και με τη βοήθεια της μητέρας του και του Ντεσνός μεταφέρθηκε στο άσυλο Rodez. Εκεί τον υπέβαλλαν σε απανωτά ηλεκτροσόκ. Στη διάρκεια μιας "θεραπείας", ο Αρτώ θα σπάσει το πλευρό του ενώ σε μια άλλη θα πέσει σε κώμα και θα ξυπνήσει στο νεκροτομείο. Αρχίζει να υποφέρει από αιμορραγία στα έντερα και θα χάσει όλα του τα δόντια. Το 1946 τελικά απελευθερώνεται, αλλά είναι άρρωστος με καρκίνο στα έντερα και θα πεθάνει τελικά το 1948 από υπερβολική δόση ενός φαρμάκου.
Το θέατρο της σκληρότητας
Το Θέατρο της Σκληρότητας αποτελεί ένα πολύ ιδιαίτερο κεφάλαιο στην Ιστορία Θεάτρου. Η θεωρία του Θεάτρου της Σκληρότητας (Theatre of cruelty) εισήχθη από τον Αρτώ (Antonin Artaud) στο σύγγραμμά του «Το θέατρο και το είδωλό του» (The Theatre and its Double) το 1938. Ο Αρτώ υπήρξε μέλος του κινήματος του υπερρεαλισμού και προσπαθεί με το θέατρό του να αποκοπεί από τις παραδόσεις και τις συμβάσεις του δυτικού θεάτρου και να «επιτεθεί» στις αισθήσεις του θεατή, εγείροντας αισθήματα του υποσυνειδήτου που μέχρι τότε παρέμεναν σε λανθάνουσα κατάσταση.
Σύμφωνα με τον ίδιο τον Αρτώ, το θέατρο της σκληρότητας δημιουργήθηκε προκειμένου να αποκατασταθεί στο θέατρο μια εμπαθής και σπασμωδική σύλληψη της ζωής.
Το θέατρο είναι (ή οφείλει να είναι) κάτι πολύ περισσότερο από μία σκηνοθετημένη παράσταση μπροστά από ένα κοινό που την παρακολουθεί παθητικά. Το θέατρο για τον Αρτώ είναι μία πράξη «άμεσης βίας» που αφυπνίζει το κοινό, στοχεύοντας στο νευρικό του σύστημα, εμπνέοντας το θεατή με την αγριότητα των εικόνων του. Σκληρότητα για τον Αρτώ δεν είναι μία πράξη φυσικής και συναισθηματικής βίας˙ είναι περισσότερο η ανυποχώρητη οργή και απογοήτευση απέναντι σε μία ζωή που έχει καταντήσει παθητική. Έτσι, το Θέατρο της Σκληρότητας εκφράζει την τρέλα του πολέμου, του εγκλήματος, του έρωτα.
Ο Αρτώ δεν ήθελε οι θεατές να χρησιμοποιήσουν το θέατρο ως ένα όχημα διαφυγής από την καθημερινότητα, αλλά επιθυμούσε να γίνει ο τόπος στον οποίον θα επαληθεύονταν οι χειρότεροι τους εφιάλτες. Γι’ αυτό προσπαθούσε να δημιουργήσει εκείνες τις συνθήκες που θα ανάγκαζαν να έρθουν στην επιφάνεια οι πιο σκοτεινοί φόβοι και τα αρχέγονα ένστικτά τους, ένστικτα τα οποία η ζωή στη σύγχρονη, οργανωμένη κοινωνία έχει καταπιέσει. Θεωρούσε τη σκληρότητα απαραίτητη για να αντιμετωπίσουν κοινό αι ερμηνευτές το εσώτερο σκοτάδι που κρύβεται στις καρδιές όλων μας, προκειμένου να φτάσουμε στην αλήθεια
Στο πλαίσιο της θεωρίας του ο Αρτό πίστευε ότι ο λόγος δεν είναι επαρκής για να αποδώσει το τραύμα. Έτσι, απογύμνωσε τις λέξεις από το νόημά τους και επικεντρώθηκε στο σημαινόμενο: το θέατρο του Αρτώ κυριαρχείται από άναρθρους ήχους, κραυγές και κλάματα, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι οι ηθοποιοί με αυτόν τον τρόπο μπορούν να ενσαρκώσουν συναισθήματα και εμπειρίες που δεν μπορούν να εκφραστούν με λέξεις.
Γι’ αυτό το λόγο, οι παραστάσεις γίνονταν σε άδειους χώρους, χωρίς σκηνικά και αντικείμενα. Το κοινό ήταν καθισμένο στη μέση και οι ηθοποιοί έπαιζαν γύρω από τους θεατές. Έντονα ηχητικά και φωτιστικά εφέ ήταν μέρος της παράστασης, καθώς ο Αρτώ υποστήριζε πως το θέατρο δεν πρέπει να απευθύνεται στο μυαλό, αλλά στις αισθήσεις των θεατών, με σκοπό πάντα την τελική κάθαρση. Αναπόφευκτα, το θέατρο του ήταν σωματικό, μερικές φορές στυλιζαρισμένο, με στοιχεία χορευτικά, αλλά και τελετουργικά, με έντονες εκφράσεις στο πρόσωπο, χειρονομίες και σωματικές στάσεις που συχνά δημιουργούσαν εικόνες που έκαναν τους θεατές να αισθάνονται πολύ άβολα.
Το θέατρο, όπως το όρισε ο Αρτώ μέσα από τις παραστάσεις και τα θεωρητικά του κείμενα, σίγουρα ήταν κάτι πολύ συγκεκριμένο και περιορισμένο, η προσέγγιση όμως αυτή επηρέασε πολλούς συγγραφείς και σκηνοθέτες του 20ου αιώνα, ενώ πολλοί υποστηρίζουν ότι η πραγματική συμβολή της «κληρονομιάς» του, δεν έχει ακόμα εκτιμηθεί όπως της αξίζει. Ανάμεσα στους συγγραφείς που τον μελέτησαν και επηρεάστηκαν από το έργο του ξεχωρίζουν ο Ζαν Ζενέ και ο Χάινερ Μίλερ, ενώ ο Γκροτόφκσι θεωρείται ίσως ο μεγαλύτερος μελετητής του, που πήρε τη θεωρία του και την εξέλιξε, φτιάχνοντας τη δική του «σχολή».