Τίποτα δεν συμβαίνει, κανείς δεν έρχεται. Είναι τρομερό.
Τη Μεγάλη Παρασκευή του 1906, 13 Απριλίου, γεννήθηκε ο Σάμιουελ Μπέκετ στο Δουβλίνο. Φοίτησε στο Trinity College, γνωρίστηκε με τον Τζέιμς Τζόυς, έγινε στενός του φίλος και γραμματέας του, κυνήγησε μια ακαδημαϊκή καριέρα, επηρεάστηκε βαθιά από τον Προυστ, τον Κάφκα και τον Έλιοτ, έγινε μέλος της Γαλλικής Αντίστασης, σιχάθηκε τους Ναζί, υπήρξε δάσκαλος του Ζαν Πωλ Σαρτρ και της Σιμόν ντε Μπωβουάρ, έγινε σπουδαίος πεζογράφος, ποιητής και δραματουργός, κέρδισε το 1969 το Νόμπελ Λογοτεχνίας, αρνήθηκε να το παραλάβει και πέθανε στις 22 Δεκεμβρίου του 1989.
Κατά τη διάρκεια της ζωής του έκανε κι αυτό: κατάφερε να προκαλέσει την αναγέννηση της θεατρικής γραφής, να δημιουργήσει ένα νέο δραματικό λόγο και μια καινούργια σκηνική γραφή.
Έγραψε έργα «αντι-θεατρικά» με ήρωες τραγικά πρόσωπα, ανθρώπους του περιθωρίου που πλήττουν, ζουν τον απόλυτο παραλογισμό και τη ματαιότητα, βρίσκονται συνεχώς σε κατάσταση αναμονής, είναι καταδικασμένοι να ζουν με τη μοναξιά και τους φόβους τους. Η εξέλιξη της ζωής των χαρακτήρων του, είναι ο θάνατος. Η ανία, η συνθήκη ζωής τους. Προσπαθούν, αναζητούν διέξοδο στον παραλογισμό της καθημερινότητας αλλά για το ανθρώπινο γένος σωτηρία δεν υπάρχει. Η απελπισία είναι μονόδρομος, το ταξίδι όμως μέχρι εκεί έχει ενδιαφέρον, γι’ αυτό και ο Μπεκέτ στα έργα του εξερευνά τη μοίρα και τους ανθρώπους, με πραγματικό ενδιαφέρον και αγάπη. Άλλωστε και ο ίδιος ήξερε καλά από ματαιότητα.
Χαρακτηρίστηκε ως μοντέρνος, μεταμοντέρνος, ακόμη ως ο πατέρας του θεάτρου του παραλόγου. Ο ίδιος από την άλλη, θεωρούσε παράλογο το να προσπαθεί κανείς να ορίσει και να δώσει νόημα στο έργο του. «Η τέχνη είναι υποκειμενική», έλεγε, προτρέποντας τον καθένα να καταλάβει ό,τι επιθυμεί.
Κύριο γνώρισμα της γραφής του ήταν οι σύντομες προτάσεις, οι λεπτομερέστατες σκηνικές οδηγίες, η απουσία γραμμικών κανόνων, η συχνές σιωπές, η απόλυτη λιτότητα, η δημιουργία μεταφυσικών εικόνων και το ιδιόρρυθμο χιούμορ.
Το 1948 έγραψε ένα από τα πιο σημαντικά θεατρικά έργα του 20ου αιώνα, το Περιμένοντας τον Γκοντό που παρουσιάστηκε στο Théâtre de Babylone το 1953 σε σκηνοθεσία Ροζέ Μπλεν.
Το μονόπρακτο Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ και το Τέλος του παιχνιδιού, παρουσιάστηκαν το 1958 στο Royal Court του Λονδίνου και ακολούθησαν Οι ευτυχισμένες μέρες το 1961, στο Cherry Lane Theater της Νέας Υόρκης .
Στα μυθιστορήματα Μάρφι, Βατ, Μερσιέ και Καμιέ και στην τριλογία Μολόι, Ο Μαλόουν πεθαίνει και Ο Ακατονόμαστος, γραμμένα στο ίδιο ύφος, τα πρόσωπα κινούνται μεταξύ της ζωής και της μη ζωής, της λογικής και της μη λογικής, ακριβώς όπως και οι θεατρικοί του χαρακτήρες,
Η κριτική δυσκολεύτηκε να τον αποκρυπτογραφήσει αρχικώς σήμερα όμως, 26 σχεδόν χρόνια από το θάνατό του σχεδόν, θεωρείται αδιαμφισβήτητα ένας από τους κορυφαίους καλλιτέχνες παγκοσμίως και το μινιμαλιστικό, για κάποιους βαθιά αισιόδοξο έργο του, έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχει μελετηθεί όσο λίγα.
Σέβη Ματσακίδου
13 Απριλίου 2015