Δύο χρόνια θα κλείσουν αύριο από τη μέρα που έφυγε ένας σπουδαίος καλλιτέχνης του ελληνικού θεάτρου: ο Λευτέρης Βογιατζής. Ένας από τους ελάχιστους δημιουργούς μετά τον Κάρολο Κουν που πραγματικά αναμόρφωσαν το ελληνικό θέατρο, δούλεψε με ακούραστη επιμονή και αφοσίωση, εκπαιδεύοντας ηθοποιούς να παίζουν με τεχνική κα μέθοδο συστήνοντας στο φανατικό κοινό του νέα έργα και δίνοντας βήμα σε Έλληνες συγγραφείς. Κι αν ο ίδιος δεν είναι πια μαζί μας, οι « μαθητές» του, όλοι αυτοί που θήτευσαν πλάι του, κουβαλούν σαν πολύτιμο θησαυρό όσα έμαθαν κοντά του.
Ο Λευτέρης Βογιατζής γεννήθηκε στην Αθήνα (Καλλιθέα) στις 12 Οκτωβρίου του 1944. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη συνέχεια παρακολούθησε θεατρικά μαθήματα στο Μαξ Ράινχαρτ Σέμιναρ (Max Reinhardt Seminar) της Βιέννης και στη Σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη στην Αθήνα. Για τα παιδικά του χρόνια και την πρώτη του επαφή με το θέατρο είχε πει σε μία συνέντευξή του στην εφημερίδα Καθημερινή: «Μικρός ήμουν το καλό παιδί στην οικογένεια, από σύμβαση. Κλειστός, εσωστρεφής. Ήταν σαν να είχα ένα σύννεφο μπροστά μου. Είχα ανάγκη να διαλυθεί. Όταν ασχολήθηκα με το θέατρο κατάλαβα ότι η μεγαλύτερη ευκολία είναι η ιδιάζουσα σκηνική συμπεριφορά, γιατί αρέσει. Πρέπει, όμως, να είναι μεγάλου βεληνεκούς ο καλλιτέχνης για να είναι το ιδιάζον, κάτι πραγματικά ξεχωριστό. Καλύτερα, λοιπόν, να το σβήσεις, να αρχίσεις από την αρχή και να προσπαθήσεις να είσαι κανονικός. Μεγάλη λέξη. Τι είναι το κανονικός; Ξέρω 'γω; Κανονικός. Αυτό».
Στο θέατρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1973, στο ρόλο της Γιαγιάς, στον Κυριακάτικο Περίπατο του Ζορζ Μισέλ, σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη. Ακολούθησαν συνεργασίες με τον Σπύρο Ευαγγελάτο, την Έλλη Λαμπέτη, την όποια θαύμαζε ιδιαίτερα και χρησιμοποίησε στοιχεία του υποκριτικού της κώδικα στη μέθοδο που προσπάθησε να φτιάξει και την Ελεύθερη Σκηνή, σε μια προσπάθεια ανανέωσης της επιθεώρησης. Τα χρόνια αυτά, έπαιξε πολλούς ρόλους του κλασικού κυρίως ρεπερτορίου, μεταξύ άλλων: τον Άλφρεντ, στις Ιστορίες από το Δάσος της Βιέννης του Χόρβατ, την επώνυμη ηρωίδα στη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη, τον Ευρυπίδη στους Βατράχους του Αριστοφάνη, τον Ταρτούφο, στον Ταρτούφο του Μολιέρου κ.ά.
Το 1981 ίδρυσε την Εταιρία Θεάτρου Η Σκηνή, με τη συνεργασία έξι ακόμα ηθοποιών. Σκηνοθέτης έγινε από ανάγκη. «Είχαμε σκεφτεί κάποιον άλλον για τη Σκηνή. Μετά είπαμε, όμως, πώς θα μας σκηνοθετήσει κάποιος που δεν μας ξέρει; Κάπως έτσι έγινε κι έπεσα στα βαθιά. Αναγκάστηκα, δηλαδή, να δεχτώ κάτι που συνέβαινε. Από τότε είχα τον εαυτό μου ως ηθοποιό σε δεύτερη μοίρα, παρότι υπήρχαν στιγμές που απελευθερωνόταν ο ηθοποιός κι είχε κάποιες καλές στιγμές», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στη Lifo.
Από το 1982 έως το 1987 σκηνοθέτησε και έπαιξε στα έργα: Η Σπασμένη στάμνα του Χάινριχ φον Κλάιστ, Οι Αγροίκοι του Κάρλο Γκολντόνι, Συμφορά από το πολύ μυαλό του Αλεξάντερ Γκριμπογέντοφ, Σε φιλώ στη μούρη... του Γιώργου Διαλεγμένου, για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας Κάρολου Κουν το 1987.
Το 1988 ίδρυσε τη θεατρική ομάδα Νέα Σκηνή, όπου με τη συμμετοχή νέων ηθοποιών παρουσίασε συστηματικά έργα που καλύπτουν το τρίπτυχο: κλασικό έργο, σύγχρονο έργο αιχμής και νεοελληνικό έργο. Το 1989 σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στον Θείο Βάνια του Άντον Τσέχωφ (Βάνιας) και το 1991 στο έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ Ρίπερ, Ντένε, Φος (Φος), που ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Παράλληλα, το 1989, στην απαρχή της ενασχόλησής του με το αρχαίο ελληνικό δράμα, ιδρύει το Εργαστήριο Αρχαίου Δράματος, σκηνοθετώντας την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Με τους μαθητές του συνεχίζει τη διερεύνησή του στις απαρχές του ελληνικού θεάτρου, ανεβάζοντας την αναγεννησιακή κρητική κωμωδία Κατσούρμπος του Γεωργίου Χορτάτζη.
Επιστρέφοντας στους επαγγελματίες ηθοποιούς, το 1995, ανεβάζει ένα ακόμα σύγχρονο ελληνικό έργο, τη σατιρική κωμωδία των Δημήτρη Κεχαΐδη - Ελένης Χαβιαρά Με δύναμη από την Κηφισιά. Ακολουθούν επιτυχημένες παραστάσεις όπως: Ο Μισάνθρωπος του Μολιέρου (1996), Ελένη του Ευριπίδη (1996) σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, η πολυβραβευμένη Νύχτα της κουκουβάγιας του Γιώργου Διαλεγμένου (1998), Οι Πέρσες του Αισχύλου (1999) και Τέφρα και σκιά του Χάρολντ Πίντερ (2000). Το 2001 ανεβάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα Σάρα Κέην, το Καθαροί πια, όπου κρατά τον ρόλο του Τίνκερ. Το 2003, σκηνοθετεί το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη Σ' εσάς που με ακούτε και για δεύτερη φορά έργο της Σάρα Κέην, το Crave (Λαχταρώ).
Ακολουθεί το 2004 ένας δεύτερος Μολιέρος (Το Σχολείο των γυναικών) και τον επόμενο σκηνοθετεί και παίζει σ’ ένα ακόμα έργο του Γιώργου Διαλεγμένου, το Bella Venezia, για το οποίο αποσπά το βραβείο Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής Κάρολος Κουν. Το 2006 κλείνει το Φεστιβάλ Επιδαύρου με την Αντιγόνη του Σοφοκλή σε νέο ανέβασμα, ενώ το καλοκαίρι του 2007 η ίδια παράσταση ανοίγει το Φεστιβάλ Επιδαύρου.
Το 2007 ανεβάζει και πρωταγωνιστεί στην Ήμερη του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Ακολουθούν τρία θεατρικά έργα: το Ύστατο σήμερα του Χάουαρντ Μπάρκερ, το Θερμοκήπιο του Χάρολντ Πίντερ και Ο Τόκος του Δημήτρη Δημητριάδη, τα οποία σκηνοθετεί και ανεβάζει ο ίδιος στο ανακαινισμένο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, που αποτελεί τη θεατρική του στέγη.
Τον Αύγουστο του 2012 αποθεώνεται στην Επίδαυρο μετά το τέλος της πρεμιέρας του Μολιερικού Αμφιτρύωνα, που έμελλε να είναι και το τελευταίο έργο που σκηνοθέτησε. Τον Απρίλιο του 2013 θα επανερχόταν στη σκηνή του Θεάτρου της οδού Κυκλάδων με το Θερμοκήπιο του Χάρολντ Πίντερ, με ανανεωμένο καστ και τον ίδιο να ερμηνεύει τον ρόλο του Ρουτ. Η πρεμιέρα είχε προγραμματιστεί για τις 8 Απριλίου, αλλά λόγω αδιαθεσίας του οι παραστάσεις ακυρώθηκαν.
Οι εμφανίσεις του στον κινηματογράφο υπήρξαν λιγοστές. Συμμετείχε σχεδόν αποκλειστικά σε ταινίες του Νίκου Παναγιωτόπουλου, με τον οποίο τον συνέδεε μεγάλη φιλία (Τα οπωροφόρα της Αθήνας, Αθήνα-Κωνσταντινούπολη, Beautiful people, Ονειρεύομαι τους φίλους μου, Η γυναίκα που έβλεπε τα όνειρα, Βαριετέ, Μελόδραμα). Έπαιξε, επίσης, στις ταινίες Ανατολική Περιφέρεια του Βασίλη Βαφέα, Ρόζα του Χριστόφορου Χριστοφή και Ακροπόλ του Παντελή Βούλγαρη.
Αφοσιωμένος στην τέχνη του, γνωστός για την πειθαρχία και τις κοπιαστικές πρόβες που αφιέρωνε στην κάθε παράσταση. Κι όμως όσοι δούλεψαν μαζί του ποτέ δεν παραπονέθηκαν, αντίθετα όλοι μιλούν για ένα μεγάλο δάσκαλο που ήξερε να τους ξαφνιάζει. Ο ίδιος σε συνέντευξή του στο Βήμα είχε πει για την τελειομανία του: «Δεν υπάρχει τελειομανία. Η τελειομανία είναι κάτι στείρο… Η λεπτομέρεια είναι η ραχοκοκαλιά. Χωρίς τη λεπτομέρεια, το επίκεντρο, η βάση, δεν αποκτά φως. Το ένα είναι βοηθός του άλλου. Κάποτε μπορεί να έλεγα ασχολούμαι με λεπτομέρειες και χάνω την ουσία. Δεν υπάρχει αυτό. Σημασία έχει ο τρόπος που ασχολείσαι με ό,τι ασχολείσαι. Και όχι μια γενική εντύπωση του τι είναι σωστό και τι είναι καλό».
Ο Λευτέρης Βογιατζής έφυγε από τη ζωή στις 2 Μαΐου 2013, χτυπημένος από την επάρατο νόσο.