Άκουγα τον μπαμπά, που έλεγε ότι ο Χορν ήταν ο «κανονικά όμορφος» άνδρας και η Λαμπέτη μια γυναίκα με γραμμές περασμένες με έντονο μολύβι και με βλέμμα απροβάριστο, διαφορετικό κάθε φορά, αλλά το ίδιο –ανήλικα- παιδικό. Καλά δεν το έλεγε ακριβώς έτσι, αλλά τόσα χρόνια μετά φτάνει στα τωρινά μου αυτιά μ’ αυτό τον τρόπο μεταφρασμένο. Ναι, είχε δίκιο. Αυτές οι ασπρόμαυρες φιγούρες, αυτός ο άνδρας, ο νάρκισσος, ο γοητευτικός. Αυτή η γυναίκα με τα στιλπνά μαλλιά και το ψεύδισμα που έκανε τα χείλη της να παίρνουν παράξενα σχήματα. Έτσι ήταν.
Τον Χορν, όταν ήμουν μικρή δεν τον συμπαθούσα. Χαζοί οι λόγοι τώρα, πιασάρικοι τότε. Τότε, η παρέα στο προαύλιο τσίριζε στο άκουσμα της Αλίκης. Κάποιες, οι πιο προσηλωμένες στη διαδοχή των γεγονότων, είχαν μάθει ότι ο Χορν στις εξετάσεις για το πτυχίο είχε μηδενίσει τη Βουγιουκλάκη, οπότε καίγεται και δε συγχωρείται. Ύστερα, το επίθετό του ήταν σαν βραχνιασμένος ήχος. Μας ξένιζε, σαν ήχος κόρνας, κάτι τέτοιο. Μέσα της δεκαετίας του ’90 και οι ταινίες του είχαν πολύ πεπαλαιωμένο μαύρο για εμάς. Η καθημερινή του φωνή δε μας θύμιζε φωνή του έξω κόσμου. Τέλεια, σαν τραγούδι, σαν εξευγενισμένα ελληνικά κάποιου Φιλέλληνα. Αλλά το ξαναλέω ήμασταν πολύ μικρές. Μπουκωτική τηλεόραση, αποξενωμένη πόλη, ταχύτατο, μοδάτο τσούρμο. Το μαύρο πρόβατο, εγώ, πάντα συμμεριζόμενη τις αγάπες του μπαμπά μου, ήθελα να προτείνω να μοιράσουμε την «λατρεία». Εν τάξει η Αλίκη είχε τόσα εκατομμύρια να ουρλιάζουν για πάρτη της. Ας το ξανασκεφτούμε.
Έρχονται απανωτά καλοκαίρια. Η Αλεξάνδρα «διοργανώνει» βραδιές κινηματογράφου με παγωτά και γρανίτες που φτιάχνει μόνη της. Είμαστε 14. Μόνο. Μαυρόασπρες βραδιές. Αγαπάμε την Αθήνα, αγαπάμε τα ρομάτζα. Θέλουμε να γίνουμε ηθοποιοί. Κάλπικη λίρα. Τι σημαίνει κάλπικη; Ψάχνουμε στο λεξικό; Μαθαίνουμε. Η λίρα τι είναι; Μαθαίνουμε. Ο Παύλος και η Αλίκη. Σ’ αγαπώ. Πατάμε για λίγο το στοπ. Πρώτη εγώ: «Σ’ αγαπώ». Μετά η Α. «Σ’ αγαπώ». Παθαίνουμε κάτι με αυτήν την αγάπη. Ύστερα μαθαίνουμε πως αυτοί οι δύο ήταν μαζί και εκτός ρόλων. Ξαναβλέπουμε την ταινία με άλλο μάτι. Εντοπίζουμε την άνεση. Στ’ αλήθεια τη φιλάει. Δεν το βλέπεις;
Γινόμαστε γραφικές νοσταλγοί ενός πολύ μακρινού παρελθόντος. Ξένο ακόμη και για τους γονείς μας.
Όχι τυχαία.
Όλοι αυτοί που οι εικόνες τους στο δικό μου-μας νου έχουν φόντο μια Αθήνα σαν φωτογραφία κάδρου μαζί με όλα τα αστέρια που κουβαλούσαν στις τσέπες τους είχαν και κάτι ακόμη: Μια ασυγκράτητη ορμή να συνδέσουν τη ζωή με την αιωνιότητα.
Να ερωτεύονται σαν παιδιά. Να είναι παιδιά.
Όσοι ξέρουν καλύτερα από μένα, ας μη μου πουν προς τα πού γέρνει η ζυγαριά. Τι είναι αλήθεια, τι ψέμα. Ο Δημήτρης Χορν στη διαδρομή του αυτό μας μοίρασε και εμείς αυτό αποκωδικοποιήσαμε.
Δεν μπορώ να εξηγήσω τα μεγάλα μου βήματα προς τα πίσω και την ανέκαθεν προτίμησή μου στις εικόνες με το μαύρο και το άσπρο.
Ούτε γιατί, όταν ερωτεύομαι, βάζω στη διαπασών το καλοκαιρινότατο (μάγουλο με μάγουλο, ανάσα με ανάσα) «Πες μου μια λέξη». Στη διαπασών. Χαμογελώ.
Και λέω τη λέξη, αυτή τη μόνη λέξη. Γιατί δεν υπήρξα ποτέ τσιγκούνα.
Ο Δημήτρης Χορν (το πλήρες όνομά του ήταν Δημήτριος - Ελευθέριος Χορν) γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου 1921 και πέθανε στις 16 Ιανουαρίου 1998.