Εγώ δε θα τον έλεγα ποτέ «κύριο»,
αν τον συναντούσα. Σίγουρα «Θανάση» και μπορεί από τις απανωτές οφθαλμαπάτες και «παππού». Γεννημένος τον ίδιο χρόνο με τον παππού μου και τον ίδιο μήνα. Κάπου στα τέλη του Μάη του 1927. Μια άμεση αγάπη πάνω από τη δεδομένη μορφολογία. Τον αγαπώ γι’ αυτό που είναι όταν δεν είναι ο ρόλος. Για εκείνο που δε γνωρίζω και που μπορώ να φανταστώ. Και που είναι ολοφάνερο. Είναι στις κόχες των ματιών και στο γέλιο της αυταπάρνησης. Στο τρεχαλητό και το ετοιμοπόλεμο χιούμορ. Στα καθαρά, ευλαβικά χέρια. Στα πολλά χρόνια που πέρασαν. Στην μετρημένη ελευθερία, την πείνα και την απομόνωση. Πέθανε Μάιο. Την Τρίτη μέρα ενός ζεστού μήνα. Δεν δακρύζω. Κλαίω. Με θόρυβο. Όπως όταν παλιά πέφταμε και χτυπούσαμε γόνατα και μούρες. Και κλαίγαμε άκομψα. Χωρίς ντροπές.
Ούτε λέξη για κηδείες. Λες και γίνονται κάπου έξω από τον κόσμο. Αλλά δε θυμάμαι ούτε έναν από εμάς να μη λέει «Αν «φύγει» ο Βέγγος, φεύγει ο παππούς μας». Και ήταν η μόνη κηδεία που πήγαμε. Και έκανε πολλή ζέστη. Σαν να συγκεντρώθηκε όλη η ζέστη ενός γλυκού Μάη σε εκείνο το σημείο του αποχαιρετισμού. Στο εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας στο Θησείο. Με γαρύφαλλα και σκυμμένα πρόσωπα. Με ζωή που συνεχίζεται και ζωή που τελείωσε. Όλη η βαρύτητα της τρυφερότητας κλεισμένη σ’ ένα ξύλινο κουτί. Ασφυκτικό, αλλά αρκετό να μας αποξενώσει από έναν καλό άνθρωπο. Δε θυμάμαι τίποτε άλλο. Μόνο τα κλάματά μας. Αντρικά και γυναικεία. Και μετά τη σιωπή μας.
Έβλεπα για μέρες φωτογραφίες, βίντεο, διάβαζα κείμενα και συνεντεύξεις. Να συνειδητοποιήσω το μέγεθος της ψυχής. Πού πήγε όλη αυτή η ψυχή; Το ξύλινο κουτί ήταν ασφυκτικό. Η στιγμή στον υπέργειο κόσμο κράτησε λίγο.
ΥΓ Δεν υπάρχει μέση κατάσταση στους αποχαιρετισμούς και τις απουσίες. Δε θυμάσαι κάποιον που λείπει χωρίς την έξαρση της ψυχοσωματικής οργής.
Συγχωρέστε μου το μαύρο χρώμα. Δεν ήταν ποτέ «ενδιάμεση» η απώλεια.
Ήταν 3 Μαΐου 2011. Και δε γελούσε κανείς..