102 χρόνια από τη γέννησή του, 13 Μαρτίου 1913
Μπαμπάς με προσαρμοζόμενη ειδοποιό διαφορά κάθε φορά. Όχι ίδιος απέναντι σε όλα τα ξανθά και μελαχρινά κορίτσια που στέκονταν απροστάτευτα δίπλα του. Άλλος με την Αλίκη, άλλος με την Τζένη, άλλος. Και μάλλον όμορφος. Για τον Λάμπρο Κωνσταντάρα μιλώ που είχε γαλάζια μάτια και το καταλάβαμε στις "χρωματιστές" ταινίες του '70.
Ψηλός και με χιούμορ. Γέλαγε ο κόσμος. Είχε τρόπο και ταλέντο. Γήινος με λεπτές κινήσεις και παντελόνια με τσάκιση.
Μορφασμοί που πετύχαιναν και φωνή χαρακτηριστική.
Αν με βόλευαν τα χρόνια και τον είχα δει στο θέατρο θα κατέληγα και εγώ στο συμπέρασμα ότι ήταν ένας ηθοποιός που ήξερε να διαχειρίζεται τον αέρα γύρω από το σώμα του, το σώμα του, τη σιωπή του.
Είχε βλέμμα. Άρα είχε και κύρος. Ήταν καλλιεργημένος. Φαίνεται: δεν έκαψε κανένα αστείο. Στηριζόμενος στη λιτότητα και τη φυσικότητα της έκφρασης καθιέρωσε έναν ιδιαίτερο τύπο που κινήθηκε ανάμεσα σε ώριμες σκηνικές ή κινηματογραφικές φιγούρες με ελεγχόμενο μέτρο και συνέπεια.
Η δυσκολία από τους μεταγενέστερους να τον "μιμηθούν" αποδεικνύει (όπως υποστηρίζει και ο Κ. Γεωργουσόπουλος) ότι η περσόνα του ήταν καλοδουλεμένο προϊόν γνησιότητας πάνω από το χρόνο και πολύ μακριά από τους κυνηγούς της αφομοίωσης.
Και να μην το ήξερα θα υπέθετα αμέσως ότι υπήρξε δεινό πλάσμα του κεφιού και της παρέας, λάτρης της γυναίκας, άρα και της ζωής, συντηρητής της ταυτότητάς του.
Όποτε πέφτω πάνω στη φωτογραφία, σε εκείνη που έχει λεζάντα "Η τελευταία φωτογραφία του Λάμπρου", συνειδητοποιώ ότι όντως καθένας "πορεύεται μόνος στον έρωτα, τη δόξα και τον θάνατο". Αμίλητος ο άλλοτε λαλίστατος άνδρας και μάλλον λυπημένος. Λίγο πριν το "ανήθικο" τελεσίδικο του θανάτου.
Είναι όλα τόσο σύντομα που δεν προλαβαίνεις ούτε ένα ριγουάιντ του πεντάλεπτου να κάνεις.
Πέθανε όταν τελείωνε ο Ιούνιος του 1985. Τον θυμάμαι όχι γιατί κατάπινα ελληνικές ταινίες με το κιλό, αλλά γιατί δεν έμοιαζε με κανέναν.
Χρύσα Φωτοπούλου