Το 1835 κατασκευάστηκε το πρώτο θέατρο των Αθηνών επί της οδού Αιόλου, στη θέση που σήμερα βρίσκεται το κεντρικό κτήριο της Εθνικής Τράπεζας. Επρόκειτο για μία πρόχειρη ξύλινη κατασκευή, δίχως σκεπή και με λιγοστά θεωρεία. Το 1836 ο Αθανάσιος Σκοντζόπουλος θα επενδύσει όλη την περιουσία του και θα γκρεμίσει το παλιό παράπηγμα (παράγκα), ενώ στην ίδια θέση θα κατασκευάσει ένα μεγαλύτερο παράπηγμα, αλλά και πάλι χωρίς σκεπή. Η Αιόλου, σε εκείνο το σημείο, ήταν ένας έρημος χωματόδρομος (το 1905 θα γίνει ο πρώτος ασφαλτόστρωτος δρόμος της Αθήνας) μακρια από την κατοικημένη πόλη. Το θέατρο, άλλωστε, έπρεπε να είναι μακρια από τους καθώς πρέπει νοικοκυραίους. Οι «οικογενειάρχες» της Αθήνας άκουγαν από τον ντελάλη, που ανήγγειλε στην αγορά τις παραστάσεις, αλλά στο θέατρο δύσκολα πάταγαν το πόδι τους.
Δεξιά της εισόδου υπήρχε το «εισιτηριοπωλείον», ενώ δύο λαδοφάναρα φώτιζαν την είσοδο του θεάτρου «των οποίων το φως μόλις εξ αποστάσεως 15 βημάτων ήτο ορατόν» (Ν. Λασκαρης). Η πλατεία του θεάτρου ήταν χωμάτινη και αποτελείτο από δεκαπέντε σειρές ξύλινων καθισμάτων. Πίσω από τα καθίσματα υπήρχε αρκετός χώρος για να συνωστίζεται πλήθος ορθίων θεατών. Ακριβώς πάνω από το χώρο των ορθίων βρίσκονταν τα θεωρεία. Το κεντρικό θεωρείο ήταν προορισμένο για τη βασιλική οικογένεια και ήταν το μόνο που είχε επένδυση λευκού υφάσματος, για να καλύπτει τα σανίδια. Σε όλο το υπόλοιπο θέατρο ήταν ορατά τα καφασωτά σανίδια. Η ορχήστρα, αποτελούμενη από τρία μουσικά όργανα, δε βρισκόταν μπροστά από τη σκηνή, αλλά την είχαν στριμώξει σε κάποιο θεωρείο. Τα σκηνικά ήταν ανύπαρκτα, όπως ανύπαρκτος ήταν και ο φωτισμός. Πολλοί θεατές, μάλιστα, άναβαν τα δικά τους φανάρια, τα οποία χρησιμοποιούσαν για να βλέπουν στους σκοτεινούς δρόμους. Γι αυτό οι θεατράνθρωποι της εποχής ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένοι στις ξάστερες νύχτες με ολόγιομο φεγγάρι. Μπορεί το θέατρο να ήταν γεμάτο ελλείψεις αλλά το κυλικείο δεν έλειπε. Πωλούσε λουκούμια, γλυκά ταψιού καθώς και νερό.
Το Θέατρο Σκοντζοπούλου θα λειτουργήσει δεκαπέντε μήνες και θα παρουσιάσει 10 πρωτόγνωρα ελληνικά έργα. Εδώ θα ανεβει για πρώτη φορά και η «Βαβυλωνία» του Βυζαντίου. Το Μάιο του 1836 ο δυστυχής Σκοντζόπουλος θα χρεοκοπήσει και το θέατρο θα οδηγηθεί σε αναγκαστικό πλειστηριασμό. Το παράπηγμα θα διαλυθεί και οι δανειστές θα πάρουν τη ξυλεία του θεάτρου αντί των χρημάτων τους. Ο θεατρικός επιχειρηματίας Σκοντζόπουλος και νεομάρτυρας του ελληνικού θεάτρου θα πεθάνει πάμφτωχος. Υπάρχουν φήμες ότι κατασκεύασαν το φέρετρο του από τις σανίδες του θεάτρου του.
Γιώργος Δαμιανός