Η Κωνσταντινούπολη κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου και τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, κυρίως έως το 1908, παρουσίαζε την εικόνα μιας ακμάζουσας και ευημερούσας πόλης, της οποίας ο ελληνικός πληθυσμός αποτελούσε τη δεύτερη δύναμη μετά τους μουσουλμάνους. Στο κεντρικό τμήμα της κατοικούσαν κυρίως μουσουλμάνοι, ενώ οι Ελληνες προτιμούσαν τα προάστια. Στην Πόλη κατοικούσε, εκτός των Ελλήνων, μια πανσπερμία εθνοτήτων: Αρμένιοι, Αλβανοί, Κούρδοι, Πέρσες, Αραβες, Εβραίοι....
Η θεατρική ζωή
Το πιο ζωντανό κομμάτι της πολιτιστικής δραστηριότητας της Πόλης εκείνη την εποχή ήταν τα θέατρα και μάλιστα εκείνα που φιλοξενούσαν ελληνικούς θιάσους, οι οποίοι αποτελούσαν για το ελληνικό στοιχείο το σύνδεσμο με την Ελλάδα.
Τα καφενεία ή τα καφωδεία διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στην ψυχαγωγία των κατοίκων της τον 20ό αιώνα, αφού οι θαμώνες τους δεν έπιναν μόνο τον καφέ ή το ποτό τους, αλλά απολάμβαναν και θεάματα ποικίλου περιεχομένου. Ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος προκήρυξε τον πρώτο θεατρικό διαγωνισμό τον Ιανουάριο του 1908 με τη συμμετοχή όλων των ομογενών λογίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Κάθε χρόνο, από το 1900 και μετά, επισκέπτονταν την Κωνσταντινούπολη ένα πλήθος ευρωπαϊκών θιάσων και ορχήστρες διεθνούς κύρους με περίφημους σολίστ και αρχιμουσικούς. Το θεατρόφιλο και μουσικόφιλο κοινό της Πόλης ανταποκρινόταν με εξαιρετική ζέση.
Ο Τύπος άλλωστε της Κωνσταντινούπολης συνιστούσε καθημερινά από τις στήλες του στο «ομογενές δημόσιον» να παρακολουθεί τις παραστάσεις, ειδικά όταν επρόκειτο για ελληνικούς θιάσους, διαφημίζοντας ένθερμα τις παραστάσεις με φράσεις όπως «η παράσταση θα είναι έξοχη», «προμηνύεται κοσμοπλημμύρα» κ.τ.λ.
Στα θέατρα της Κωνσταντινούπολης δίνονταν συχνά παραστάσεις με τρία διαφορετικά έργα μέσα σε μία ημέρα (μεσημέρι, απόγευμα και βράδυ). Η θεατρική εικόνα της Κωνσταντινούπολης από το 1900 έως το 1907 αποτελούνταν από ένα μωσαϊκό ξένων και ελληνικών θιάσων, οι οποίοι διαδέχονταν ο ένας τον άλλον στα κεντρικά και στα περιφερειακά θέατρα της πόλης.
Το κλίμα που επικρατούσε την περίοδο αυτή ήταν πανηγυρικό, κοσμοπολίτικο. Η κοινωνική ζωή της Πόλης εκτυλισσόταν στις θεατρικές αίθουσες, στις χοροεσπερίδες, στις μουσικοφιλολογικές βραδιές, στα καφωδεία, στους κήπους, στους κινηματογράφους. Οτιδήποτε προσέφερε «θέαμα» ήταν ευπρόσδεκτο και υποστηριζόταν τόσο από τους ομογενείς όσο και από τους ξένους της Κωνσταντινούπολης. Εξάλλου δεν έλειπαν οι αφορμές για έκτακτες, πανηγυρικές θεατρικές παραστάσεις, όπως ήταν οι εθνικές γιορτές των Ελλήνων και των ξένων κατοίκων της Πόλης (Γάλλων, Γερμανών κ.τ.λ.), αλλά και τα γενέθλια του σουλτάνου που γιορτάζονταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα.
Από το Πέραν ώς τα Μνηματάκια
Πανοραμική άποψη της Κωνσταντινούπολης Πανοραμική άποψη της Κωνσταντινούπολης Η κεντρική οδός του Πέραν έως τα Μνηματάκια, εκεί όπου βρίσκονταν τα περισσότερα θέατρα, άπλετα φωτισμένα, έσφυζε από ζωή. Μεγάλα ονόματα του ευρωπαϊκού θεάτρου κατακτούσαν το κοινό. Η ποικιλία των θεαμάτων την οποία προσέφεραν οι διάφοροι ξένοι θίασοι ήταν πραγματικά εντυπωσιακή: μελοδράματα, οπερέτες, κωμειδύλλια, κωμωδίες και δράματα «πρωταγωνιστούσαν» στο θεατρικό γίγνεσθαι της εποχής. Αλλά και τα πιο λαϊκά θεάματα, όπως αυτά που προσέφεραν οι ιπποδρομικοί θίασοι ή θίασοι ποικιλιών προκαλούσαν πάταγο και συγκέντρωναν πολύ κόσμο.
Η χειμερινή θεατρική περίοδος άρχιζε με τις πρώτες ψύχρες του Οκτώβρη και τελείωνε τη Μεγάλη Σαρακοστή, κατά την οποία δεν δίνονταν συνήθως παραστάσεις.
Η θερινή θεατρική περίοδος άρχιζε μετά το Πάσχα και όλη η θεατρική δραστηριότητα μεταφερόταν στους κήπους των καλοκαιρινών θερέτρων.
Το 1917 έως το 1922 οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά δύσκολες και ελάχιστα ενθαρρυντικές για καλλιτεχνικές περιοδείες. Οι περισσότεροι ελληνικοί και ξένοι θίασοι παρέμειναν στις βάσεις τους, τα πολιτικά πάθη και ο φανατισμός που χώρισαν τους Ελληνες σε δύο στρατόπεδα, τους βασιλικούς και τους βενιζελικούς, έγιναν πολλές φορές αιτία πρόκλησης επεισοδίων και στις θεατρικές αίθουσες. Σχετικές αναφορές βρίσκουμε στον Τύπο της Πόλης. Το 1921 και το 1922 η ένδοξη θεατρική πορεία της Κωνσταντινούπολης άρχισε να φθίνει σημαντικά.
Τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα στάθηκαν ιδιαίτερα δύσκολα για τον ελληνισμό της Πόλης όσον αφορά στην ελευθερία του γραπτού και του προφορικού λόγου. Ο ημερήσιος και περιοδικός Τύπος υφίστατο αυστηρή λογοκρισία.
Λογοκρισία και ξενομανία
Φυσικά και το θέατρο δεν απέφυγε τη δαμόκλεια σπάθη της λογοκρισίας. Την εποχή εκείνη ήταν αδύνατο να έρθει ξένος θίασος στην Κωνσταντινούπολη χωρίς να αντιμετωπίσει «φρικώδεις» δυσκολίες, οι οποίες παρεμπόδιζαν την ομαλή θεατρική πορεία. Απαραίτητη προϋπόθεση για την πραγματοποίηση μιας παράστασης ήταν: όλα τα θεατρικά έργα, ακόμα και τα προγράμματα, να περάσουν από την αυστηρή λογοκρισία του Γραφείου Τύπου της οθωμανικής κυβέρνησης. Η λογοκρισία γινόταν από υπαλλήλους άσχετους κάποιες φορές με το αντικείμενο, οι οποίοι ωστόσο γνώριζαν τη γλώσσα στην οποία ήταν γραμμένο το θεατρικό κείμενο.
Το φαινόμενο της ξενομανίας στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα διαδραμάτισε «ιστορικό» ρόλο. Οι Ελληνες συγγραφείς για ν' αντιμετωπίσουν το φαινόμενο αυτό προσπαθούσαν να προσαρμόσουν τα έργα τους προς το ευρωπαϊκό κλίμα. Οι θεατρικές παραστάσεις, ελληνικές και ξένες, ήταν επηρεασμένες από το «ελευθεριάζον» κλίμα της εποχής. Ετσι το θέμα των «ακολάστων θεατρικών θεαμάτων» σχολιαζόταν ευρέως από τον κωνσταντινουπολίτικο Τύπο. Η απαγόρευση της εισόδου σε δεσποινίδες, η οποία σκανδάλιζε το γυναικόκοσμο, αφορούσε αρκετές θεατρικές παραστάσεις την εποχή εκείνη.
Οι θεατρώνες επαινέθηκαν πολύ από τις εφημερίδες της Πόλης, και αυτό γιατί σ' αυτούς οφειλόταν πολλές φορές η επιτυχία των παραστάσεων των θιάσων. Παρουσίαζαν θεάματα πολυέξοδα και μοναδικά. Κατέβαλλαν κάθε προσπάθεια προκειμένου να εντυπωσιάσουν με ό,τι αρτιότερο, ό,τι καλύτερο, ό,τι πιο πρωτόγνωρο διέθετε την εποχή εκείνη η θεατρική τέχνη.
Το θεατρικό έργο «Η αναβίωσις της κυρίας με τας καμελίας» Το θεατρικό έργο «Η αναβίωσις της κυρίας με τας καμελίας» Οι θίασοι από την Ελλάδα αναμένονταν πάντοτε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από την ομογένεια της Πόλης.
Το ερασιτεχνικό θέατρο
Το ερασιτεχνικό θέατρο στην Κωνσταντινούπολη αναπτύχθηκε παράλληλα με το επαγγελματικό. Η αγάπη των Ελλήνων της Πόλης για το θέατρο ήταν τόση, ώστε ωθούσε κάποιους από αυτούς να εκθέτουν και οι ίδιοι τις θεατρικές τους ανησυχίες από σκηνής. Ετσι, τα ανήσυχα αυτά πνεύματα επιδίωκαν την ίδρυση θεατρικών ομάδων. Οι θεατρικοί σύλλογοι της Πόλης απέβλεπαν στην αναβάθμιση της θεατρικής παιδείας της ομογένειας με την επιλογή και την παρουσίαση έργων από το παγκόσμιο δραματολόγιο. Επίσης, σύμφωνα με το καταστατικό τους, μπορούσαν να αναλάβουν τα έξοδα για την επιμόρφωση ταλαντούχων νέων στην υποκριτική τέχνη. Οι παραστάσεις που έδιναν περιελάμβαναν συνήθως δύο ή τρία έργα - δύο δράματα και μία κωμωδία ή ένα δράμα και μία κωμωδία
Οι θεατρικές ερασιτεχνικές ομάδες διοργανώνονταν από εταιρείες, φιλεκπαιδευτικούς συλλόγους, σωματεία και φιλόπτωχες αδελφότητες, φορείς οι οποίοι στέκονταν αρωγοί στις προσπάθειες των ερασιτεχνών καλύπτοντας όλα τα απαιτούμενα για κάθε παράσταση έξοδα (σκηνικά, κοστούμια, φωτισμούς κτλ.). Οι άνθρωποι που συγκροτούσαν τους ερασιτεχνικούς θιάσους διαπνέονταν από έντονα πατριωτικά αισθήματα και επομένως επιτελούσαν μεγάλο κοινωνικό έργο, αφού μέσα από το θέατρο μεταλαμπάδευαν τον ελληνικό πολιτισμό και τις ελληνικές παραδόσεις. Οι παραστάσεις τους αποσπούσαν άριστες κριτικές και ο ενθουσιασμός του κοινού ήταν φανερός σε κάθε τους εμφάνιση.
Η συνεργασία επαγγελματικών θιάσων με τους ερασιτέχνες ηθοποιούς της Πόλης δεν ήταν σπάνια. Η αρμονική τους συνεργασία αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι οι ελληνικοί σύλλογοι που στήριζαν ηθικά και υλικά τους ερασιτεχνικούς θιάσους, όταν διοργάνωναν παραστάσεις με επαγγελματικούς θιάσους για φιλανθρωπικούς σκοπούς, παραχωρούσαν σ' αυτούς τις αίθουσες που διέθεταν στις λέσχες τους.
Παράλληλα με τις θεατρικές παραστάσεις που δίνονταν από ελληνικούς και ξένους θιάσους, το κοινό της Πόλης είχε τη δυνατότητα να παρακολουθήσει διαφόρων ειδών παρα-θεατρικές παραστάσεις. Οι παραστάσεις αυτές ήταν συνήθως «εύπεπτα», ευχάριστα ανάλαφρα, θεάματα που προκαλούσαν το ζωηρό ενδιαφέρον του κοινού. Αρκετές φορές μάλιστα μονοπωλούσαν την προτίμηση του κόσμου, αφού προσέφεραν μοναδικά στο είδος τους θεάματα αυτοί που ήταν θίασοι Ποικιλιών, Ιπποδρομικοί, Γυμναστικοί, Μιμικοί.
Θεατρικό πρόγραμμα εποχής Θεατρικό πρόγραμμα εποχής Οι παραστάσεις κουκλοθέατρου μονοπωλούσαν αρκετές φορές το ενδιαφέρον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Οπου κι αν δίνονταν οι παραστάσεις, σε θέατρα, καφενεία, ζυθοπωλεία, λέσχες, καζίνα, αίθουσες συλλόγων, κήπους κ.τ.λ., η προσέλευση του κόσμου ήταν πάντοτε αθρόα. Στον Τύπο της εποχής βρίσκουμε συχνά πληροφορίες γι' αυτές, καθώς και αναφορές στον ενθουσιασμό που έδειχνε το κοινό.
Το κουκλοθέατρο στόχευε στη διασκέδαση του κοινού, γι' αυτό παρουσίαζε συνήθως σύντομες κωμωδίες που προκαλούσαν το «γέλωτα μέχρι δακρύων» των θεατών. Μία από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες του κουκλοθέατρου ήταν ο Φασουλής, ο οποίος με τα τερτίπια του, την εξυπνάδα και τη βλακεία του, την αγαθότητα και την κακία του, την εντιμότητα και την ατιμία του αποτελούσε τη μικρογραφία μιας κοινωνίας και προσέφερε ένα μοναδικό θέαμα στο κοινό.
Οι κυριότεροι καλλιτέχνες που έδωσαν παραστάσεις κουκλοθέατρου στην Κωνσταντινούπολη από το 1900 έως το 1922 ήταν ο Αθανάσιος Μούτσος, ο Ανδρέας Θαλασσινός, ο Ευστράτιος Κασσιδάκης, ο Holden και ο Χρ. Κονιτσιώτης.
Ο μπερντές για τον Καραγκιόζη στηνόταν στα στενά σοκάκια των μαχαλάδων ή στα «ρυπαροκαφενεία». Βασικά απευθυνόταν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έλειπε από τις παραστάσεις η μέση αστική οικογένεια. Αποτελούσε μάλιστα και είδος διασκέδασης για τους σουλτάνους, οι οποίοι φρόντιζαν να ψυχαγωγούν και τους επίσημους ξένους τους με παραστάσεις του Θεάτρου Σκιών.
Γιούλη Πεζοπούλου
* Διδάκτωρ Θεατρολογίας, Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
ΠΗΓΗ: Ελευθεροτυπία