Αριάγνη (απόσπασμα)
Ήταν απόγεμα, κατακαλόκαιρο κι έκανε μια κάψα, της Αφρικής που λένε. Μ’ απ’ την αντικρυνή μεριά του τζαμιού, τα σπίτια ήτανε στη σκιά και στα μπαλκόνια τους οι νοικοκυρές, ποια με τους αγκώνες στην κουπαστή επιθεωρούσε το δρόμο από τη Μπουστάνι ως απάνω, ποια καθόταν συντροφιά με τις έγνοιες της, ποια με τη φιλενάδα της και την τρατάριζε καφέ, ποια πότιζε τις γλάστρες, ποια ξεσκόνιζε τις αράχνες από το κοτέτσι παλεύοντας φοβισμένη και χαμογελαστή τον ανοικονόμητο πετεινό του και ποια ευχαριστιόταν τη μυρωδιά του παστουρμά, που τον είχαν κρεμασμένο από καρφί φάτσα στην ανατολή για να λιάζεται. Η Αλέγρα, η αφορεσμένη, έβγαλε τον κορνούτο κι έφυγε από νωρίς, και τώρα εκείνη, πίσω απ’ τα κρόσια της μισοκατεβασμένης τέντας, αποτρίχωνε τις γάμπες της με ζυμωμένη ζάχαρη και τραγουδούσε. Γι’ αυτήν ήταν ο κόσμος· μέλι γάλα τα πράματα με το σύζυγο.
Κάτω, τα παιδιά κουδουνίζανε σα διαβόλοι τα νοικιασμένα ποδήλατα, οι μικροπουλητές διάβαιναν αργά παινεύοντας τα πεπόνια ή τα γυαλικά τους, τα κοπρόσκυλα γαύγιζαν ξοπίσω τους κι οι αχαΐρευτοι του μαχαλά, ξυπόλητοι και χολωμένοι, ρεμπέλευαν σφενδονίζοντας διφορούμενες φτυξιές για τους περαστικούς. Περιμένανε πότε θα πάρει τη μεγάλη τούμπα ο Σεχ Σάλταμ για να κάνουνε χάζι. Μα τα παιδιά, ένα σμάρι τρυγόνια, περνούσαν, χάνονταν και ξαναγύριζαν, κουδουνίζοντας και φωνάζοντας. Μεγάλωσαν πια και κάνανε δικό τους το δρόμο.
Η Αριάγνη παραφύλαγε να σηκώσει ο Νίκος το κεφάλι για να του πει να της φωνάξει το Ναμπουλιόν. Του είχε φυλάξει λίγο από το μεσημεριανό. Μα το παιδί, λες και το 'βαλε πείσμα, κάθε που περνούσε κάτω απ’ το μπαλκόνι, δόστου πενταλάριζε πιο γρήγορα. Δεν ήθελε να του μπήξει τη φωνή, από καιρό δεν την άκουσε ο μαχαλάς· αλλάζει με τα χρόνια ο άνθρωπος.
Πότε ήταν, πάλι καλοκαίρι, που ξεμπουκάραν από το λαβύρινθο και βιάζονταν, σαν τους Εβραίους στην Ερυθρά, να κόψουν το δρόμο στο φάρδος και ν’ αράξουν εδώ από κάτω, στο καινούριο σπίτι τους. Ο Μιχάλης με τη φόρμα της δουλειάς και σβέρκο ακούρευτο, έσερνε το χεράμαξο· ο Σταμάτης καλοχτενισμένος, κι ο Κωστής, μουγκός πάντα του και πρόθυμος, προστάτευαν με σηκωμένα χέρια την περιουσία, πλαγιοβηματίζοντας σαν κάβουροι, σπρώχνοντας κιόλας ελαφρά, πως βοηθούσαν τάχα το Μιχάλη, για να περάσουν πιο γρήγορα. Πίσω έρχονταν οι δίδυμες, κοπελίτσες με τις πλεξούδες τους, που δεν τις άφησε να πάρουν στα χέρια παρά τα φορέματά τους και τίποτε γυαλικά. Και πίσω η Αριάγνη με τους μπόγους και το Νίκο, αγοράκι έξη χρονώ, πιασμένο από τη φούστα της. Κι ήταν αναποδογυρισμένο πάνω στο χεράμαξο ένα μεγάλο τραπέζι από ασπρόξυλο που συγκρατούσε μέσ’ στα πόδια ράντζους και κρεβατοσίδερα της εκστρατείας από τα ξεπουλήματα του άλλου πολέμου και στρωματάκια ζαρωμένα και λίγες καρέκλες παράταιρες κι έναν τέντζερη, μια λεκάνη, το πρίμους και το μπρίκι, κουτιά, βαλίτσες, το εικονοστάσι με τα στέφανα και το κλουβί του καναρινιού που τους ψόφησε. Αυτή ήταν η περιουσία τους όταν ήρθαν και τώρα δες. Ας είναι καλά ο Μιχάλης της κι ο Κωστής και τα κορίτσια, ε κι ο Σταμάτης πιο λίγο, αμέ αν περίμενε από το Διονύση να γεμίσει τις γωνιές με κανένα έπιπλο, θα 'ταν ακόμα σαν τους κατσίβελους μ’ αυτά που κουβαλήσαν από το λαβύρινθο. Η Παναγιά να τα φυλάει εκεί που πολεμούν, στη στεριά, στη θάλασσα, στον ουρανό — ποιον ουρανό, τρύπωσε ο Σταμάτης στα γραφεία και βολεύτηκε, ίδιος ο κύρης του.
Πήγαινε πίσω απ’ το χεράμαξο με γεμάτα χέρια κι ο λυμένος κότσος έπεφτε παχύς και μαύρος, μέσ’ απ’ το ψάθινο καπελίνο της. Κι ήταν οι γειτόνισσες πάλι στα μπαλκόνια και κείνη σήκωσε τα μάτια και δοκίμαζε μισό χαμόγελο σ’ αυτές που την κοιτούσαν κι ολάκαιρο σε κείνες που της νεύανε. Κι ο Ναμπουλιόν με τη συμμορία, μια σταλιά πιτσιρίκια, τριγύριζαν το χεράμαξο, μπας και πέσει τίποτα να τ’ αρπάξουν. Τότε ο ζευζέκης ο καρβουνιάρης πήγε κοντά στο Μιχάλη: «Χα», του κάνει «χααα», και του κροταλούσε τη γλώσσα όπως στα γαϊδούρια. Κι η Αριάγνη δεν κρατήθηκε, απίθωσε τους μπόγους πάνω στη μαντεμένια σκάρα του υπόνομου —η ευλογημένη!— και με τις δυο παλάμες τον μούντζωσε. Οι χασομέρηδες χαχάνισαν κι όταν πήγε ο καρβουνιάρης να της αντιμιλήσει, τον βάλανε στη θέση του. Μ’ απ’ τα μπαλκόνια καμιά τους δεν κοίταζε πια. Άλλες ξαναπιάσανε τη δουλειά κι άλλες κάναν πως βλέπανε πέρα, μπας και περνάει ο βασιλιάς απ’ την Μπουστάνι, σάματις δεν ξέρανε πως κάθε χρόνο με το χαρέμι του ξεκαλοκαιριάζουν στην Αλεξάντρεια.
Οι μούντζες και τα φτωχά τους έπιπλα κρύωσαν τις γειτόνισσες. Μην πεις πως ήρθε καμιά να τα ρωτήσει αν χρειάζεται τίποτε σαν καινουριοφερμένη που ήτανε. Αργότερα, καλημέρα καλημέρα, και στο παζάρι καμιά φορά να σταθούν για να πούνε για το λάδι και το σαπούνι και τον κλέφταρο το μπακάλη και για τον ψωμά. Η Αλέγρα κουβαλήθηκε κάνα χρόνο πιο ύστερα, μα κι αυτής στην αρχή ήταν λίγα τα λόγια της. Κι όταν βγήκε πρώτη φορά η Αριάγνη στο μπαλκόνι και κοίταξε γύρω κατάλαβε πως αλλάξανε γειτονιά μα όχι και γειτόνισσες. Σκοτίστηκε. Τα παιδιά της να 'ναι καλά. Κατέβηκε ο Μιχάλης της με μια κομμάτα ψωμί, έκοβε χαψιές και μπούκωνε. Στάθηκε πάνω απ’ το κεφάλι του ποδηλατά. Αυτός, σκυμένος μαστόρευε τη μαγκωμένη αλυσίδα ενός ποδήλατου κι η μαρίδα του μαχαλά χάζευε. Ο Μιχάλης έκοψε μια γωνιά και την άπλωσε πίσω του στο Ναμπουλιόν, δίχως να πάρει τα μάτια του από το μάστορη. Το παιδί πήρε το ψωμί και το έφαγε, αμίλητο και ντούρο. Απόφαγε ο Μιχάλης το δικό του, τίναξε τα ψίχουλα, σήκωσε λίγο το παντελόνι της φόρμας για να μη ξυλώσει στον καβάλο, κάθησε στα τακούνια κι άπλωσε το χέρι. Ο ποδηλατάς τον κοίταξε. Το σκέφτηκε κομμάτι μα του παράδωσε την πένσα. Τράβηξε ο Μιχάλης πιο κοντά το πλαγιασμένο ποδήλατο κι ώσπου να πεις κινίνο η αλυσίδα γλυστρούσε δόντι με δόντι. Η συμμορία χειροκρότησε. Ο Μιχάλης έδωσε πίσω την πένσα, σκούπισε τα δάχτυλα μέσα στ’ ακούρευτα μαλλιά του και σηκώθηκε. Όταν είχε τέτοια παιδιά τι να τις έκανε τις γειτόνισσες;
Τους κακοφάνηκε η μούντζα; Μα της Αριάγνης κάπου κάπου της άρεσε να ξεσπάει. Είχε πάρει τις συνήθειες από τις αραπίνες· τόσα χρόνια έκανε μαζύ τους, σ’ ένα σοκάκι. «Α, τη βρώμα, σα δεν ντρέπεται!» έλεγε αν καμιά καυγαδίζοντας χούφτιαζε το δεξί στον αγκώνα και κουνούσε ζωηρά τη γροθιά της από τον καρπό. Η χειρονομία ήταν αισχρή και βάναυση, μα ζήλευε και κομμάτι που δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο, για το φόβο του καθωσπρέπει. Ή, σε συμφορά, όταν οι χτυπημένες γυναίκες σήκωναν ψηλά τα χέρια και με τους δείχτες γύρευαν τη μαρτυρία του Θεού και τα ρίχνανε πίσω σαν τσακισμένες φτερούγες και κουνούσαν το κορμί τους αργά που σου έφερνε ζάλη και χόρευαν απελπισμένες.
Κρύφτηκε ο ήλιος πίσω από τα σπίτια κι η Αλέγρα μάζεψε την τέντα· ήταν φτιασιδωμένη και στολισμένη, του κουτιού η κερατένια! «Για πού το 'βαλες, μωρή;» της έγνεψε. Εκείνη έδειξε τη βέρα της, ύστερα έκανε στον αέρα με τα χέρια ένα τετράγωνο κι έπειτα με το δεξί, σα να κούρδιζε μηχανάκι. Ο κορνούτος θα την πήγαινε σινεμά. Μπήκε μέσα, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και ξαναβγήκε. Έβαλε το μεγάλο δάχτυλο στο κούτελο και το τράβηξε κάτω σα να χάραζε γυαλί.
— Τι μαθαίνετε;
Η Αριάγνη σήκωσε την παλάμη και την κούνησε, σαν περιστέρι που πετάει, σαν καράβι που σκίζει τα κύματα.
— Κι ο Εγγλέζος;
Η Αριάγνη έκανε το ίδιο.
Κάτω, με τη βοήθεια του γκαβού, ο ποδηλατάς μπλοκάριζε το δρόμο ανοίγοντας τα μπράτσα. Σταματούσαν τα παιδιά και τα κατέβαζαν. Είχε περάσει η ώρα μα δεν τους έκανε καρδιά να παραδώσουν τα ποδήλατα.
— Νίκο!
Το παιδί έσπασε το μπλόκο πίσω από το Φίλφιλ και τράβηξαν κουδουνίζοντας για την απάνω γειτονιά. Ο ποδηλατάς σήκωσε τα μάτια. Γελούσε. Του γέλασε κι η Αριάγνη και με το κεφάλι τού έκανε να μην ανησυχεί, θα πλερωνόταν το δίκιο του.
Στη Μπουστάνι κάτι γινόταν· μαζεύτηκε κόσμος και φώναζαν και σπρώχνονταν. Μεγάλος καυγάς ή διαδήλωση. Οι άντρες παρατούσαν τα μαγαζιά κι οι γυναίκες τα κατώφλια και τρέχανε. Η άκρη του δρόμου είχε πήξει από κεφάλια κι η Αριάγνη δε μπορούσε να καταλάβει. Μα δεν έδειχνε για καυγάς, δεν είχε το σφρίγος, αν και φαινόνταν το φέσι ενός τσαούση· πολεμούσε να χωθεί κι όλο τον τραβούσανε πίσω. Οι γυναίκες στρίγγλιζαν, σηκώναν τα χέρια κι ύστερα δέρνανε τα μάγουλά τους. Συμφορά; Μάλλον κάποιο θα πιάσανε. Το πλήθος ανέβαινε το δρόμο, αυτοί που φτάσαν τελευταίοι πήγαιναν πισωπλατίζοντας κι η βουή δυνάμωνε. Πίσω πολύ φάνηκαν να κοκκινίζουν δυο κασκέτα· ήταν εθελοντές των Πρώτων Βοηθειών κι ακολουθούσαν, περίεργοι. Η Αριάγνη κοίταξε για τον ποδηλατά να τον ρωτήσει, μα όλοι τους είχανε τρέξει, δεν έμενε κανείς. Οι γειτόνισσες κρεμασμένες πάσχιζαν να καταλάβουν.
— Μαντάμ Αριάγνη, ο Γιούνες, είπε η Αλέγρα.
Ναι, στη μέση του κόσμου τον είδε· ήταν ένα κεφάλι πιο ψηλός. Ο τσαούσης έσυρε το ρόπαλο κι έκανε πως χυμάει· μερικοί τον τράβηξαν πίσω και το πλήθος σπρώχτηκε όλο μαζί από το πεζοδρόμι της Αριάγνης. Δεν έβλεπε πια το Γιούνες. Η Αλέγρα θα της έλεγε. Μα η Αλέγρα γούρλωσε τα μάτια για να δει καλύτερα, έβαλε το χέρι στο στόμα και ξαφνικά έφυγε από το μπαλκόνι. Θα πήγε να κοιτάξει από το βορεινό παραθύρι. Τον τσαούση τον τραβούσαν απ’ τη μεριά του τζαμιού και με λόγια και χαδέματα στη ράχη τον καλμάριζαν. Οι γυναίκες δέρνονταν και στρίγγλιζαν, προχωρούσαν καταδώ. Η Αλέγρα πετάχτηκε στο μπαλκόνι.
— Μαντάμ Αριάγνη, κλείσετε. Μπήτε μέσα για την αγάπη του Χριστού!
Έγινε σιωπή. Άξαφνα ο Γιούνες βρέθηκε κάτω απ’ το μπαλκόνι τους. Σήκωνε στα χέρια το Ναμπουλιόν. Το κεφάλι του κρεμόταν απ’ τη μια μεριά κι από την άλλη τα πόδια. Ένα κόκκινο σημάδι χάραζε την κοιλιά του πέρα ως πέρα. Ο πατέρας του κοίταζε πάνω.
— Ομ Μεχάλη. Δες πώς μου το κάνανε.
Και κείνες οι πλάτες του θηρίου τραντάζονταν από το κλάμα.
— Το παιδί, ούρλιαξε η Αριάγνη κι έπιασε το κεφάλι της.
Μπήκε μέσα: «Πάει το παιδί» φώναξε στον καθρέφτη και μαδούσε τα μαλλιά της. Έτρεξε στη σκάλα, της έφυγαν οι παντόφλες, τις πήρε στο χέρι κι έτσι, με γυμνά πόδια, βρέθηκε κάτω, στη μπασιά. Το φως του δρόμου της θάμπωνε τα μάτια. Έριξε καταγής τις παντόφλες και πολεμούσε να τις φορέσει.
— Το παιδί!
— Το δικό σου είναι με το ποδήλατο, της λέει μια.
Χύμηξε η Αριάγνη φωνάζοντας βραχνά.
– Το παιδί. Αχ ο άνθρωπος, του μαύρισαν την καρδούλα του. Βρε Γιούνες!
Έτρεχε. Ο κόσμος τής άνοιγε δρόμο. Η μάνα του παιδιού ανακρατούσε το κεφαλάκι του και πήγαιναν. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά. Ήταν τελειωμένο. Η Αριάγνη έβαλε το χέρι στον ώμο του Γιούνες και πήγαινε μαζύ τους. Αυτός, λες και κατάλαβε, καμπούριασε ξαφνικά κι έπιασε πάλι να κλαίει. Μπρος στο υπόγειο έδωσε το παιδί στη μάνα, είπε και της Αριάγνης να κατεβεί κι αυτός στάθηκε στο κατώφλι και το φύλαγε.
— Φευγάτε. Δε σας το δίνω. Πού 'ναι κείνος ο σταυρωτής να τον σπαράξω;
Οι γυναίκες άρχισαν τα μοιρολόγια. Στο σοκάκι δε χωρούσε μήτε βελόνα πια. Ο Γιούνες τραβιότανε με το χότζα, δεν τον άφηνε κατεβεί. Ο κόσμος αναθεμάτιζε τον αμαξά και τ’ αφεντικό του.
— Οι Εγγλέζοι τον βάλανε, είπε ο Γιούνες. Το ξέρω. Μου το είπε δικός τους.
— Πανάθεμά τους, δε χόρτασαν αίμα πια;
Η μάνα του παιδιού, γερμένη πάνω στην ψάθα, το κοίταζε και δεν ήξερε πώς ν’ αρχίσει. Έπεσε χάμου η Αριάγνη σε μια γωνιά κι άφησε να ξεσπάσει το παράπονό της.
— Κυρία…, της φώναζε ο γιατρός από το παραθυράκι.
— Το παιδί τελείωσε, του κάνει πηγαίνοντας κοντά. Δε χρειάζεσθε.
— Το ξέρω. Μα πρέπει να μας το παραδώσει. Είναι νόμος.
— Το 'χουνε σε κακό, δε θα το δώσει. Καλύτερα να φύγετε πριν να σας δει. Θα κάνει φονικό.
— Με είδε και δε λέει τίποτα. Μιλήστε του και σεις.
— Αφήστε τον στον πόνο του. Αφήστε μας να θάψουμε το παιδί σαν άνθρωποι. Λίγο χρειάζεται για να ξεσπάσει το κακό, δεν το βλέπετε;
— Σωστά. Πείτε του πως θα γράψω στο πραχτικό πως από το φαρμακείο το σήκωσε ζωντανό. Αν ρωτήσουν να πει πως εδώ, σπίτι του πέθανε. Τους ανθρώπους των Πρώτων Βοηθειών θα τους κοιτάξω, είναι γνωστοί.
— Να 'στε καλά, γιατρέ, είπε η Αριάγνη.
— Ξέρετε, αυτά που λέει θα του ανοίξουνε δουλειές.
— Άστε τον, γιατρέ. Πονεμένος άνθρωπος.
— Για τον αμαξά είναι σίγουρο, τον είδε ο φαρμακοποιός. Τράβηξε μονομιάς τα γκέμια κι αμέσως έκανε πίσω. Το τσαλαπάτησε με τους τροχούς. Μέσα ήτανε το κοριτσάκι του Πασά και λιγοθύμησε.
— Έχουνε παλιές διαφορές. Το 'κανε για εκδίκηση.
— Μπορεί. Αν και… Κάτι μου έλεγε ο δόκτορ Ρίτσαρντς…
— Καλύτερα μη λέτε. Πατέρας είναι, θα κάνει καμιά τρέλα.
— Όπως νομίζετε, κυρία.
Η Αριάγνη ξαγρύπνησε το λείψανο με τις άλλες γυναίκες. Το υπόγειο δεν τις χωρούσε κι είπανε ν’ ανεβούν στην ταράτσα, μα θα βούλιαζε. Καθήσανε λοιπόν στις δυο πλευρές του σοκακιού, σε λίγο έκλεισαν το πέρασμα, οι διαβάτες τις δρασκελούσαν μαζεύοντας την κελεμπία κι αυτές σκύβανε το κεφάλι και γέρναν απ’ την μπάντα. Όταν ήρθε η σαβανώτρα κι άρχισαν να κουβαλούν ζεστά νερά, δώσανε με τρόπο της Αριάγνης να καταλάβει πως έπρεπε να βγει. Πήγε κι αυτή άκρη άκρη, κάθησε με τις γειτόνισσες, κουνούσε το κορμί και σιγανομουρμούριζε. «Τόλμπα», φωνάζανε του παιδιού, «πού είσαι μάτια μου;» Καμιά φορά η μάνα του ξεχνιόταν και το καλούσε αλλιώς: «Ναμπουλιόν, εσύ λιοντάρι μου!» «Αλλίμονο, αλλίμονο!», θρηνούσαν οι μαύρες μελάγιες και τα μελωδικά ουελουέλε σπάραζαν την καρδιά της Αριάγνης. Της ήρθε ο Νίκος με πρησμένα μάτια για να της θυμήσει πως άφησε το σπίτι ανοιχτό, καλά που δεν το πάτησαν κλέφτες. Τι θα γίνει τώρα; Το παιδί πάσχιζε να μιλάει στρωτά, μα τ’ αναφιλητά το κάναν και στρίγγλιζε. Το στέλναν οι αδελφές του για να την πάρει. Με το χέρι το έσπρωξε και το 'διωξε.
Χαράματα πια σηκώθηκε· πήγε να βάλει τίποτα μαύρο πάνω της, για τα μνήματα. Τα πόδια της τρέμαν από το μπαΐλντισμα κι οι αρμοί της πονούσαν, τόσες ώρες καθισμένη στο υγρό χώμα. Ο Νίκος κοιμόταν. Μα ο Διονύσης και οι δίδυμες κάθονταν γύρω απ’ το τραπέζι με τα νυχτικά. Του είχαν βράσει και τίλιο. Γούρλωνε αυτός τα μάτια, τα θολωμένα απ’ το χαρτί, και νόμιζε πως κάνει τον άγριο.
— Η αδελφή του ελέους, της πέταξε κοροϊδευτικά.
Εκείνη έκανε την κουφή. Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα κι άνοιξε το ντουλάπι. Μια φούστα μαύρη από ταγιέρ τής βρισκόταν, αλλά ζακετάκι;
— Μαμά, τι χαρχαλεύεις, ρώτησε απ’ έξω η Ουρανίτσα. Γιατί δεν πέφτεις, να ησυχάσουμε και μεις;
— Ένα γκρίζο σεμιζετάκι που είχες, το έδωσες;
— Τι το θες τέτοια ώρα;
— Για τα μνήματα.
Στεκόταν μπρος τους και τους κοίταζε με τη σειρά.
— Μαμά, το σκάνδαλο, τινάχτηκε η Καλλιοπίτσα.
— Σου απαγορεύω, τσίριζε ο Διονύσης χτυπώντας το χέρι.
Η Αριάγνη έκανε με τους ώμους «σκοτίστηκα» και δε μίλησε.
— Ακούς εκεί, στα μνήματα! Εσύ βγήκες από τα όρια.
Να βγει από τα όρια, μια φορά; Να του τα πει μπρος στα κορίτσια, μπρος στο παιδί που το ξύπνησε με τις φωνές του; Να του πει πως άνθρωπός σου είναι όχι κείνος που κοιμάται μαζύ σου επειδή έτσι το θένε τα χαρτιά του Πατριαρχείου, αλλά κείνος που νιώθεις πιο κοντά στην καρδιά σου χρόνια και χρόνια;
— Άκουσε, Διονύση. Ως τώρα το βούλωσα. Να μη τ’ ανοίξω γιατί κι εγώ δεν ξέρω τι θα γίνει. Θα πάω, έχω χρέος. Αν δε σ’ αρέσει δώσε μου διαζύγιο. Δούλα να μπω θα τρώω πιο γλυκό ψωμί.
— Διαζύγιο, έκανε αυτός, παίρνοντας για μάρτυρες τις κόρες του. Μαζέψτε τη και τρελάθηκε.
— Πες πως τρελάθηκα. Κι εσύ, γυρίζει και λέει της Ουρανίτσας, γιατί δε μιλάς; Δεν είναι με τα χέρια του που σε σήκωσε και σ’ έτρεχε στο φαρμακείο; Ξέρεις πως στο ίδιο μουσαμαδένιο κρεβατάκι ξεψύχησε το παιδί του; Ο ίδιος γιατρός το κοίταξε. Θαρρείς πως τα ξεχνάει μέσα στη συμφορά του; Κι αν τα ξεχνάει, εγώ δε μπορώ, επειδή δεν αρέσει του κύρη σου.
— Μα σκέψου το σούσουρο, μαμά, παρακάλεσε η Καλλιοπίτσα.
— Ποιο σούσουρο, μωρή αχάριστη; Από πού θαρρείς πως βαστάει η σκούφια μας; Δουλίτσα με παντρεύτηκε ο κύρης σου, δούλα έμεινα κι αυτός το ίδιο, γκαρσόνι. Ξέχασες πού γεννήθηκες; Ξέχασες σε τι μπόχα και λάσπη μεγάλωσες; Εγώ περπατάω κι ακόμα προσέχω τα μεσιανά σανίδια, μη χάσω κανένα ποδάρι, κι ας έχουμε τώρα εφτά χρόνια σε τούτο που είναι με πλάκες.
Η Ουρανίτσα κι ο Νίκος κλαίανε. Ο Διονύσης είπε «άσιχτιρ», έσπρωξε πέρα το τίλιο στο μουσαμά κι έπιασε να στρίβει το μουστάκι του. Σωπάσανε. Η Αριάγνη τους έσβησε το ηλεκτρικό. Έφεγγε πια. Είπε του Νίκου να ξαναπέσει, μα το παιδί δεν την άκουσε.
— Και θα περάσετε από κάτω να σας δει όλος ο μαχαλάς, ρώτησε η Καλλιοπίτσα.
— Αχ, κόρη μου, πόσο μακρυά βρισκόμαστε, εσύ κι εγώ. Είναι ντροπή να κάνεις το χρέος σου και δεν ήταν όταν έκλεβα το μπακάλη, τον ψωμά, το μανάβη, για να σας μεγαλώσω…
— Μη τα λες και σε πιστέψουνε, μαμά!
— Τρελάθηκε, σας λέω, ελεεινολογούσε ο Διονύσης.
Η Ουρανίτσα είχε μπει στην κάμαρά της. Σε λίγο φάνηκε στην πόρτα μ’ ένα μωβ σεμιζέτο στο χέρι.
— Σου κάνει αυτό;
— Δόξα σοι ο Θεός, είπε η Αριάγνη.
— Να σου δώσω λεφτά, να πας τουλάχιστο με ταξί, της λέει η Καλλιοπίτσα. Τα μνήματά τους είναι στου διαόλου τη μάνα, θα ξεποδαριαστείς. Το χρέος σου έτσι κι αλλιώς το κάνεις.
— Τίποτα δεν κατάλαβες, κόρη μου, της λέει κι έπιασε να ντύνεται μπρος στο παιδί.
Βρήκε τα μαύρα γοβάκια που ήταν ξεφλουδιασμένα στα τακούνια, βρήκε κι ένα γκρίζο φακιόλι και μάζεψε τα μαλλιά της. Ετοιμαζόταν να φύγει.
— Στάσου, μαμά, θα 'ρθω κι εγώ, της λέει η Ουρανίτσα.
— Κι εγώ, είπε ο Νίκος κι έτρεξε να ντυθεί.
Στάθηκε και περίμενε, γυρίζοντας τη ράχη στους νικημένους, που σώπαιναν.
[...]
[πηγή: Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες Πολιτείες. Αριάγνη. Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 41973, σ. 321-332]