Ο Άγγελος Τερζάκης γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1907. Από το 1915 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά. Από το 1925, φοιτητής ακόμα, κάνει την πρώτη του εμφάνιση στα Γράμματα με τη συλλογή διηγημάτων: «Ο Ξεχασμένος». Ακολουθούν τα διηγήματα: «Φθινοπωρινή συμφωνία» και το δίτομο μυθιστόρημα «Δεσμώτες». Από κει και πέρα αφιερώνεται στα Γράμματα. Εκδίδει και διευθύνει τα φιλολογικά περιοδικά «Πνοή» και «Λόγος». Εξέδωσε κατά σειρά: τα μυθιστορήματα «Δεσμώτες», 1932, «Η Παρακμή των Σκληρών», 1933, «Η Μενεξεδένια Πολιτεία», 1937, τη συλλογή διηγημάτων «Του έρωτα και του θανάτου», 1948, τη νουβέλα «Η Στοργή», 1944, τ’ αφηγήματα «Απρίλης», 1945, τα μυθιστορήματα «Η Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ», 1945, «Ταξίδι με τον Έσπερο», 1946, «Δίχως Θεό», 1951, και «Μυστική Ζωή», 1957 και τα θεατρικά «Αυτοκράτωρ Μιχαήλ», 1936, «Γαμήλιο Εμβατήριο», 1937,»Σταυρός και Σπαθί», 1939, «Είλωτες», 1939, «Ο Εξουσιαστής», 1942, «Το Μεγάλο Παιχνίδι», 1944, «Αγνή», 1949, «Θεοφανώ», 1956, «Νύχτα στη Μεσόγειο», 1957, «Τα Λύτρα της Ευτυχίας», 1959, «Θωμάς ο Δίψυχος», 1962 και το ιστορικό «Ελληνική Εποποιία», 1964. Υπήρξε Γενικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου και Διευθυντής του δραματολογίου του. Ήταν για πολλά χρόνια τακτικός φιλολογικός συνεργάτης και θεατρικός κριτικός της εφημερίδας «Το Βήμα». Έχει τιμηθεί με το κρατικό βραβείο θεάτρου το 1939 και μυθιστορήματος το 1958, και με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών το 1969. Το 1974 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα στις 3 Αυγούστου του 1979.
ΜΙΑ ΠΑΡΤΙΔΑ ΣΚΑΚΙ
Τα σπίτια τους ήταν αντικριστά, κι όμως δεν έτυχε ποτέ να γνωριστούνε. Κάπου δεκαπέντε χρόνια θα κάθονταν κι οι δυο τους στον ίδιο τούτο δρόμο, ο Βριλάκος στη μεσημβρινή πλευρά, ο Μπερεκίδης στη βορινή. Κάθε πρωί, τον καλόν καιρό σαν άνοιγε ο Βριλάκος το παράθυρό του, σκούρα και τζαμιλίκια, για να πάρει τις βαθιές ανάσες που του είχε συστήσει ο γιατρός, θα ‘βλεπε τον Μπερεκίδη με τα μανικοπουκάμισα να πηγαινοέρχεται στην κάμαρά του και σύγκαιρα να ρίχνει κλεφτές, πονηρές ματιές αντίκρυ. Μόλις ένιωθε πως τον κοίταζε ο Βριλάκος, λόξευε, κρυβόταν πίσω απ’ τη χοντρή στόφα της βυσσινιάς κουρτίνας, κι από κει, ασάλευτος με το ρουφηγμένο μούτρο του ισκιωμένο, παραμόνευε.
Παράξενος άνθρωπος μα την αλήθεια, τούτος ο Μπερεκίδης. Όλη η γειτονιά το λέει. Και να πεις πως ήταν κανένας τυχαίος! Συνταξιούχος τραπεζιτικός, δίχως παιδιά, δίχως σκυλιά, δυο ξερά κορμιά με τη γυναίκα του, που κι αυτή του ’φερε στον καιρό της υπολογίσιμη προίκα, κάπου εκατό χιλιάδες γερές δραχμές, τα μισά σε μετοχές, ένα λιοστάσι στην πατρίδα της, κάμποσα χρυσαφικά που τα ’κλαιγαν ακόμη χήρες και γεροντοκόρες, σακουλιασμένα σπυρί σπυρί από το μακαρίτη τον πατέρα της, το χτηματία και τοκογλύφο. Αυτά πια, ήταν πράματα γνωστά, περιττό να τα ξαναλέμε. Έλα όμως που ο Μπερεκίδης ζούσε κλειστή ζωή! Διαβολεμένα, ενοχλητικά κλειστή ζωή! Κι η γυναίκα του, ένα ξερακιανό εκεί, κιτρινιάρικο πλάσμα, με μύτη σουβλερή σαν καρφί στραβωμένο πάνω σε παλούκι, σπάνια δρασκέλιζε το κατώφλι της πόρτας. Και τότε πάλι, θα την έβλεπες να ξεμακραίνει γοργά στο πεζοδρόμιο, με το κουρδισμένο, αυτοματικό βάδισμά της, δίχως να ρίχνει μια ματιά δεξιά ή ζερβά. Δε χαιρετούσε κανένα, δεν έβλεπε κανένα. Ήταν πολύ πολύ ακατάδεχτη.
Όλ’ αυτά ο Βριλάκος, άνθρωπος κοινωνικός κι ανοιχτομάτης, τα συλλογιζότανε δίχως να το θέλει, τα πρωινά που άνοιγε το παράθυρό του. Αθέλητα εκεί που έπαιρνε τις τρεις βαθιές του ανάσες, σύγκρινε τον εαυτό του με τον αντικρινό, το μαγκούφη, κι έμενε —αληθινά— πολύ ικανοποιημένος. Συγχαιρότανε τη μοίρα του που τον έπλασε έτσι διαφορετικό. Γιατί, αυτουνού, μ’ όλα τα πενηνταοχτώ του χρόνια, τα μάγουλά του ανθίζανε ροδαλά σαν του μωρού παιδιού, η ραχοκοκαλιά του έμενε στητή, ντούρα, και τα κέφια του μπορούσανε να συναγωνιστούν άφοβα τις παλαβομάρες του μικρού του γιου, του φοιτητή της χημείας. Αγαπούσε το καλό φαΐ, τό διαλεχτό κρασί, ο Βριλάκος δεν έλεγε όχι, ακόμα και τώρα, για τις νόστιμες, τις πεταχτές γυναικούλες. Η δικιά του, το τελευταίο τούτο το είχε κρυφό μαράζι, όμως, εκείνος, συχνά το ’νιωθε πως, βαθιά της, τον καμαρώνει σαν τ’ άλογο το ατίθασο, που δεν παίρνει χαλινάρι. Τον αγαπούσε ερωτικά, ακόμα και τώρα τον άντρα της με τη βασανισμένη την προσήλωση του θηλυκού που δεν νιώθει ποτέ σίγουρο τ’ αρσενικό του.
Κάτι προδοτικές απόπειρες της ηλικίας να του συκοφαντήσουμε τώρα τώρα την κορμοστασιά, ο Βριλάκος τις πολεμούσε με φανατισμό, στη ρίζα. Κάθε πρωί προτού ξεκινήσει για το ασφαλιστικό του γραφείο θ’ άνοιγε το παράθυρο του, θα ’παιρνε τις τρεις βαθιές του ανάσες με «τας χείρας επί τα ισχία», θα ‘κανε μερικές κάμψεις, δυο τρεις κλίσεις, ύστερα, σιγοτραγουδώντας, καλόκεφα, θα βουτιότανε στο μπάνιο του. Γεμάτος φροντίδα ωστόσο μετρούσε προτού ντυθεί, την κοιλιά του, ένα γύρω την περιφέρεια, μ’ ένα μέτρο κορδέλα του ράφτη. Σημείωνε τους πόντους στην ατζέντα του, προσεχτικά. Τα πράματα πηγαίνανε —δόξα να ’χει ο θεός— πρίμα, βοηθώντας τώρα τελευταία και η κάποια πολεμική εγκράτεια σε λιπαρά. «Ουδέν κακόν αμιγές καλού», έλεγε στη γυναίκα του συχνά. Υπονοώντας τους αναγκαστικούς περιορισμούς που είχε επιβάλει η κατοχή στο διαιτολόγιο της οικογένειας.
Και να που η Κατοχή —«ουδέν κακόν αμιγές καλού»— το ’φερε να λυθεί ο πάγος ανάμεσα στους Μπερεκίδηδες και στους Βριλάκους. Μια μέρα εκούσιου περιορισμού μέσα στα σπίτια, που το ντουφεκίδι μάνιαζε κάτω στα κέντρα, η κυρία Βριλάκου βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, αληθινά. Ο άντρας της γύρευε επίμονα καφέ, να τονώσει την καρδιά του, που απασχολούσε, ύστερα από την κοιλιά, τον κύριο όγκο των φροντίδων του. Κι η κυρία Βριλάκου θα ’δινε τη ζωή της την ίδια για να τον ευχαριστήσει. Με κάτι τέτοιες άλλωστε μικροφροντίδες τον κρατούσε κοντά της. Όμως ο καφές δεν ήταν αλεσμένος, ο μύλος είχε χαλάσει από το σιτάρι που κόβανε δυο χρόνια τώρα πληγούρι για τις υπηρέτριες. Έπρεπε να δανειστούν ένα μύλο, όμως από πού; Τα σπίτια γύρω, ήταν αδιάκριτα, φλύαρα, Αν παράγγελνε η κυρία Βριλάκου, πως θέλει το μύλο για να κόψει στάρι —συνηθισμένη στη γειτονιά πρόφαση— δε θα της τον δάνειζαν, από φόβο μήπως τους τον χαλάσει. Να πει πάλι πως τον θέλει να κόψει καφέ; Θα βούιζε η γειτονιά με το σκάνταλο. «Οι μουσίτσες αυτές, συλλογιζότανε πεισματωμένη η κυρία Βριλάκου, το δικό τους τον καφέ τον έχουν αλεσμένο. Όμως έλα που δεν μπορώ κι εγώ ν’ αρνηθώ τη χάρη στον άντρα μου! Είναι φανερό πως ανησυχεί γι’ αυτό το βρωμόπαιδο το μικρό μας, που δε γύρισε ακόμα σπίτι, με τέτοιο κακό που γίνεται κει κάτω».
Τότε είναι που της ήρθε η φαεινή ιδέα, έμπνευση πραγματική: «Από την αντικρινή, την Μπερεκίδη, θα στείλω να τον ζητήσω!», είπε ξάφνου μέσα της. «Αυτή δεν έχει σχέση με τις άλλες εδώ γύρω. Επομένως, κουβέντα δεν πρόκειται να γίνει. Η ίδια πάλι, ας υποθέσει ό,τι θέλει. Λίγο με νοιάζει. Σίγουρα που θα ’χει κι αυτή κομμένο καφέ...».
Κι έστειλε και τον ζήτησε. Κι η Μπερεκίδη τον έδωσε πρόθυμα το μύλο της, δίχως να κάνει καμιάν απολύτως αδιάκριτη ερώτηση στη δούλα. —Πάντα μου το ’λεγα, δήλωσε κατενθουσιασμένη, ύστερ’ απ’ αυτό, η κυρία Βριλάκου στον άντρα της, πως οι αντικρινοί είναι καθώς πρέπει άνθρωποι. Οι καλύτεροι της συνοικίας...
— Να σου πω την αλήθεια, κι εγώ είχα μια τέτοια υποψία, βεβαίωσε αδίσταχτα ο Βριλάκος. Είναι γεγονός ότι τους έχουν συκοφαντήσει τούς ανθρώπους. Κατά βάθος εγώ, πίστευα πάντα πως είναι αριστοκράτες,
Την άλλη μέρα το πρωί ανοίγοντας το παράθυρό του για τις τρεις ανάσες, ο Βριλάκος χαμογέλασε χαιρετιστήρια στον Μπερεκίδη. Κι ο Μπερεκίδης απάντησε με το γλυκύτερο του χαμόγελο, εγκάρδια μαζί και τυπικά.
Έτσι είναι που λύθηκε ο πάγος. Από τη μέρα κείνη, ταχτικά κάθε πρωί, οι δυο άνδρες αντάλλαζαν τα χαμογελά τους, χαιρετιόνταν με κλίση ελαφρά του κεφαλιού, κοντοστέκονταν κάποτε, σα να ήθελαν να πουν ο καθένας στον άλλο λίγες λέξεις. Η κυρία Βριλάκου το λογάριαζε στα σοβαρά τώρα, σα μικρότερη που ήταν, ν' αποπειραθεί μιαν επίσκεψη στην κυρία Μπερεκίδη. Άρχιζε κι όλας να θαμποβλέπει στο μέλλον ένα διακεκριμένο, πολύ εκλεκτό σύνδεσμο με τους αντικρινούς, μια φιλία που θα ξεχώριζε στη συνοικία και θα ‘κανε τους άλλους, τους αποκλεισμένους από τέτοιαν αυστηρή συναναστροφή να λυσσάνε από φθόνο.
Η γενική κατάσταση άλλωστε βοηθούσε. Τα πράματα όσο πήγαιναν και χειροτέρευαν. Κλείσιμο νωρίς στα σπίτια, μπλόκα, ταραχές. Οι κρυφές δυνάμεις της αντίστασης δεν έλεγαν να καθίσουν φρόνιμα, όλο και συδαύλιζαν τη θράκα, δημιουργούσαν αδιάκοπα μπελάδες στους φιλήσυχους.
— Απελπισία, δήλωσε ένα πρωί από το παράθυρό του ο Βριλάκος στο Μπερεκίδη υστέρα από τις ανάσες, την κλίση της κεφαλής και το χαμόγελο. Κι αυτές ήταν οι πρώτες, οι αξιομνημόνευτες λέξεις, που αντάλλαξαν μεταξύ τους οι δύο άνδρες. — Θα ‘ρθει μια μέρα, προβλέπω, που δεν θα κοτάμε πια να ξεμυτίσουμε.
— Φρίκη! Συμφώνησε υποχρεωτικότατα κι ο Μπερεκίδης.
— Δεν κάθονται στ’ αυγά τους, λέω εγώ! Παρατήρησε αγαναχτισμένος ο Βριλάκος.
Την άλλη μέρα το μεσημέρι, θέλησε η μοίρα να συναντηθούν οι δυο τους στο δρόμο, μπροστά στις πόρτες τους. Ζύγωσαν ο ένας τον άλλον εντελώς αυθόρμητα, κρατώντας την πετούγια του καθένας στο χέρι, και τα είπαν πρόχειρα στο πόδι.
— Πώς να περάσουν οι ατέλειωτες αυτές απογευματινές ώρες, σας παρακαλώ; Αναστέναξε ο Μπερεκίδης πολύ δυστυχισμένος. Γιατί εγώ, να σας πω την αλήθεια μου, δεν βγαίνω πια καθόλου τ’ απογεύματα.
— Ούτε κι εγώ!
—Αλήθεια, μήπως κατά τύχη παίζετε σκάκι;
— Και βέβαια που παίζω!
— Δόξα να ’χει ο θεός! Εμένα είναι το πάθος μου, ξέρετε. Μόνο που δεν βρίσκω εύκολα συμπαίχτη. Τί θα λέγατε αν δοκιμάζαμε κάπου κάπου, μερικές «ρανκόντρ».
— Δε ζητώ τίποτα καλύτερο.
— Λαμπρά! Αμ’ έπος λοιπόν, αμ’ έργον. Δώσανε τα χέρια εγκάρδια, κι ο Βριλάκος δήλωσε πως θα ’ρθει το ίδιο απόγεμα, ν’ αρχίσουν.
Η θεά του φθόνου, που επιβουλεύεται πάντα την ευτυχία των διαλεχτών, θέλησε το ιστορικό εκείνο απόγεμα ν’ αδιαθετήσει ο Μπερεκίδης. Κάποιο μικροκρυολόγημα είχε πάθει —παράγγειλε η κυρία— λίγο πυρετό, έπρεπε να μείνει στο κρεβάτι. Παρακαλούσε πολύ ν’ αναβληθεί το σκάκι.
Ν’ αναβληθεί. Τί να γίνει; Όμως, για να μιλήσει κανένας με κάθε ειλικρίνεια, αυτό δεν του άρεσε και πολύ του Βριλάκου. Ένα μικροκρυολόγημα, κρεβάτωμα, μερικά δέκατα, σύμφωνοι. Αλλά κατά τί αυτό εμπόδιζε μια παρτίδα σκάκι; Σάμπως δεν μπορούσε ο Μπερεκίδης, να παίξει κι από το κρεβάτι του;... Ή μήπως συνέβαινε κάτι άλλο, κάτι πολύ πιο βαθύ και ύποπτο; Μήπως δηλαδή, είχε μετανιώσει για την πρόσκληση που έκανε, σε μια στιγμή ενθουσιασμού;...
—Οπωσδήποτε εγώ θα περιμένω, δήλωσε στη γυναίκα του ο Βριλάκος. Τώρα είναι η σειρά του να ’ρθει. Αν δεν το κάνει, εγώ θα κρατήσω την αξιοπρέπειά μου, δεν θα τον προσκαλέσω. Με ξέρεις. Δεν είμαι από κείνους που το ρίχνουν εγώ.
Το είπε και το κράτησε. Δυο μέρες, τις κατοπινές, δε φάνηκε στο παράθυρό του ο Μπερεκίδης. Κάθε που ο Βριλάκος άνοιγε το δικό του πρωί πρωί, έριχνε μερικές ματιές αντίκρυ, φευγαλέες, έπαιρνε τις ανάσες του και τραβιόταν αμέσως πάλι, για να μην υποτεθεί ότι περιμένει εκεί σα λιμασμένος για παρέα. Την τρίτη μέρα, που ξαναφάνηκε ο Μπερεκίδης, τα πράματα πήρανε τη συνηθισμένη τροπή τους, την τυπική... χαμόγελο, κλίση της κεφαλής, ευχές για την υγεία. Τίποτ’ άλλο. η συνάντηση στάθηκε άμεμπτη αλλά κάπως αδιόρατα ψυχρή.
Κι η κατάσταση όλο και ζόριζε, ζόριζε, ξεκινούσες πρωί από το σπίτι σου και δεν ήσουνα καθόλου σίγουρος αν θα γυρίσεις το μεσημέρι. Ο Βριλάκος άρχιζε να προβλέπει την εποχή που, όχι μόνο τ’ απογέματα, μα και τα πρωινά θα ήταν φρόνιμο να μένεις κλεισμένος στο σπίτι. Για τέτοιες στιγμές, τί καλύτερο από μια διαλεχτή συντροφιά πρόχειρη, εκεί δυο βήματα από την πόρτα σου! Μονάχα το δρόμο θα είχες να διασχίσεις από το ένα πεζοδρόμιο στ' άλλο. Κι ο δρόμος τούτος ήταν ήσυχος, μάλλον απόκεντρος, ούτε διαδηλώσεις περνούσαν από δω, ούτε περίπολοι καν στις απαγορευμένες ώρες. Ας ήταν αυτός ο Μπερεκίδης μια στάλα αλλιώτικος άνθρωπος, όχι τόσο μονόχνωτος, όχι τόσο κλειστός! Γιατί άραγε, ας πούμε, να μην ξεκινήσει να ’ρθει για το σκάκι; Μήπως αυτός δεν ήτανε που το ματαίωσε; Άρα, το χρωστούσε. Εξόν πια αν η δειλία του έφτανε σε τέτοιο σημείο που να διστάζει, να φοβάται μήπως εκτεθεί. Μήπως θα ’πρεπε να τον ενθαρρύνει λιγάκι ο Βριλάκος;
Και τον ενεθάρρυνε γενναιόφρονα, όσο πιο πολύ μπορούσε, βγήκε στο παράθυρο του και του χαμογέλασε πολύ εγκάρδια, του έκανε φιλικό νόημα με το χέρι. Έφτασε ίσαμ’ εκεί! Να του κάνει φιλικό νόημα με το χέρι.
Τρεις φορές στη σειρά, ολοφάνερα, έδειξε ο Μπερεκίδης πως έχει κάτι να πει. Όμως δεν το είπε—πανάθεμά τον!— δεν το είπε. Και τα τζαμιλίκια σφαλίστηκαν πάλι στο κενό, βουβά.
—Έχω την εντύπωση, είπε ένα πρωί στη γυναίκα του ο Μπερεκίδης, πως αυτός ο αντικρινός μας είναι άνθρωπος υπερβολικά στενοκέφαλος. Τον κάλεσα μια μέρα να ’ρθει για σκάκι, αρρώστησα, κι αυτός θεωρεί, φαίνεται, τον εαυτό του προσβλημένο. Περιμένει τώρα να τον παρακαλέσω, να δείξω πως έχω ξελιγωθεί για την παρέα του! Αμ’ δε! Τέτοια χάρη δε θα του την κάνω. Ας με καλέσει τώρα κι αυτός.
Και δεν του έκανε τη χάρη, μ’ όλο που κι αυτός καιγότανε για μια παρτίδα σκάκι. Μέρες, βδομάδες, άνοιγε το πρωί το παράθυρο του, χαιρετιότανε με το Βριλάκο, απόμενε λίγα λεφτά να τον κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. Μα δεν έλεγε λέξη. Λέξη. Κι ο άλλος το ίδιο. Τίποτα.
Κάπου ένα μήνα αργότερα, κάποιο πρωί, ο Βριλάκος ανοίγοντας το παράθυρο του, έκανε το στραβό, δε χαιρέτησε το Μπερεκίδη. Η υπομονή και η υποχωρητικότητα —είχε πει στη γυναίκα του—έχουν τα όριά τους. Αν έχει ο Μπερεκίδης μια φορά αξιοπρέπεια, εγώ έχω δέκα, είκοσι φορές! Κι εννοώ να την περιφρουρήσω.
Ο χαιρετισμός κόπηκε αμέσως, φυσικά, κι από μέρους του Μπερεκίδη με το μαχαίρι. Για δυο τρεις ημέρες έκαναν κι οι δυο τους το στραβό, απόφευγαν. Ώσπου, υστέρα από δεκαπέντε μέρες, ο ένας τους έριξε, απερίφραστα τώρα, μια ματιά εχθρική στον άλλον. Ο δεύτερος, δίχως να σαστίσει, απάντησε μ’ ανάλογη ματιά. Και σ’ επίμετρο, για να διατρανώσει καλύτερα την υπεροχή της αξιοπρέπειάς του, έκλεισε το παράθυρο με βρόντο,
Δεν έχει εξακριβωθεί ποιος από τους δυο πρώτος έκλεισε έτσι το παράθυρο, στα μούτρα του αλλουνού. Φυσικά, αν δεν ήταν ο Βριλάκος, θα ήταν ο Μπερεκίδης. Ο καθένας τους μια φορά, ισχυριζότανε ύστερα, μ’ επιμονή και υπερηφάνεια, πως αυτός το είχε κάνει.
ΠΗΓΗ