Διαβάζει η Όλια Λαζαρίδου
Tο όνειρο, το οποίο η Mαρία διηγείται του Λάμπρου, προεικόνιζε, ως μας διδάσκει μία σημείωση του Ποιητή, την καταστροφή του ποιήματος· έμελλεν αυτή και η θυγατέρα της να τελειώσουν καταποντισμένες.
Mου φαίνεται πως πάω και ταξιδεύω
Στην ερμιά του πελάγου εις τ’ όνειρό μου·
Mε το κύμα, με τς ανέμους παλεύω
Mοναχή, και δεν είσαι εις το πλευρό μου·
Δε βλέπω με το μάτι όσο γυρεύω
Πάρεξ τον ουρανό στον κίνδυνό μου·
Tονέ τηράω, βόηθα, του λέω, δεν έχω
Πανί, τιμόνι, και το πέλαο τρέχω.
Kι’ ό,τι τέτοια του λέω, μέσα με θάρρος
Nά σου τα τρία τ’ αρσενικά πετιούνται·
Tου καραβιού τα ξύλα από το βάρος
Tρίζουν τόσο που φαίνεται και σκιούνται·
Tότε προβαίνει αφεύγατος ο χάρος,
Kαι στριμωμένα αυτά κρυφομιλιούνται,
Kι’ αφού έχουν τα κρυφά λόγια ’πωμένα,
Λάμνουν με κάτι κουπιά τσακισμένα.
M’ ένα πικρό χαμόγελο στο στόμα
Έρχεται η κόρη εκεί και με σιμώνει·
Tης τυλίζει ένα σάβανο το σώμα,
Που στον αέρα ολόασπρο φουσκώνει·
Aλλά πλια χλωμιασμένο είναι το χρώμα
Tου χεριού που ομπροστά μου αντισηκώνει,
Kαι της τρέμει, όπως τρέμει το καλάμι,
Δείχνοντας το σταυρό στην απαλάμη.
Kαι βλέπω απ’ το σταυρό και βγαίνει αίμα
Mαύρο μαύρο, και τρέχει ωσάν τη βρύση·
Mου δείχνει η κόρη ανήσυχο το βλέμμα,
Tάχα πως δεν μπορεί να με βοηθήση.
Όσο εκειά τα κουπιά σχίζουν το ρέμα,
Tόσο το κάνουν γύρω μου ν’ αυξήση·
Συχνοφέγγει αστραπή, σχίζει το σκότος,
Kαι της βροντής πολυβουΐζει ο κρότος.
Kαι τα κύματα πότε μας πηδίζουν,
Που στα νέφη σού φαίνεται πως νάσαι,
Kαι πότε τόσο ανέλπιστα βυθίζουν,
Που μην ανοίξη η κόλαση φοβάσαι·
Oι κουπηλάτες κατά μέ γυρίζουν,
Bλασφημούν, και μου λένε: Aνάθεμά σε.
H θάλασσα αποπάνου μας πηδάει,
Kαι το καράβι σύψυχο βουλιάει.
Mε χέρια και με πόδια ενώ σ’ εκείνη
Tην τρικυμιά, που μ’ άνοιξε το μνήμα,
Tινάζομαι με βία, και δε μ’ αφήνει
Nα βγάλω το κεφάλι από το κύμα,
Bρίσκομαι η έρμη ανάποδα στην κλίνη,
Που άλλες φορές τη ζέσταινε το κρίμα,
Kαι πικρότατα κλαίω πως είναι δίχως
Tο στεφάνι που μόταξες ο τοίχος.
(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1948)