Ο Βασίλης Ρώτας γεννήθηκε στις 23 Απριλίου /5 Μαΐου του 1889 στο Χιλιομόδι Κορινθίας. Φοίτησε στο γυμνάσιο της Κορίνθου και αποφοίτησε από το Α΄ Βαρβάκειο Γυμνάσιο Αθηνών.
Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών (1906-1910). Το 1910 φοίτησε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Κέρκυρας. Πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) σαν ανθυπολοχαγός, στις μάχες Κιλκίς, Ναλμπάγκιοϊ, Τζουμαγιά, Ουράνοβο, Σέτε Βρατς, Στενά της Κρέσνας, Σιμιτλί. Στη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, στα 1916, υπηρετούσε ως αξιωματικός στο Δ' Σώμα Στρατού, στην Καβάλα. Ολόκληρο το Δ΄Σώμα Στρατού μεταφέρθηκε στο Γκαίρλιτς (Γκέρλιτς)της Πολωνίας, σε μια ιδιότυπη αιχμαλωσία, μέχρι το 1919. Πήρε μέρος στην Μικρασιατική Εκστρατεία, και για δύο χρόνια (1921-1922) υπηρέτησε ως στρατιωτικός ακόλουθος στην ελληνική πρεσβεία του Βερολίνου. Το 1921 παντρεύτηκε με την παιδική του φίλη Κατερίνη Γιαννακοπούλου, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά: τον Ρένο (γιατρό), την Μαρούλα (ηθοποιό) και τον Νικηφόρο (συνθέτη). Αποστρατεύτηκε με το βαθμό του συνταγματάρχη και από τότε αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία και το θέατρο. Στη διάρκεια της κατοχής εντάχθηκε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση[1]. Από το τέλος τη δεκαετίας του 1940 συντρόφισσά του ήταν η συγγραφέας Βούλα Δαμιανάκου, με την οποία ζούσε από το 1954 στη Ν. Μάκρη Αττικής. Πέθανε το 1977 στην Αθήνα σε ηλικία 88 ετών.
Το έργο του
Ξεκίνησε να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό Νουμάς το 1908. Άρθρα,διηγήματα,κριτική θεάτρου και μαρτυρίες του δημοσιεύθηκαν στον παράνομο τύπο στη διάρκεια της κατοχής, τα Ελεύθερα Νέα, τη Βραδυνή, την Πρωία, την Εστία και στο περιοδικό Θέατρο(1961-1965) και στον Λαϊκό Λόγο (1965-1967). Υπήρξε βασικός συνεργάτης του περιοδικού Ελληνικά Γράμματα και ίδρυσε μαζί με άλλους φοιτητές τη Φοιτητική Συντροφιά.
Υπήρξε επίσης ιδρυτής του Λαϊκού Θεάτρου Αθηνών (1930-1937) που όμως έκλεισε με την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής οργάνωσε το Θεατρικό Σπουδαστήριο με συνεργάτες τον Μάρκο Αυγέρη, τη Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Αντώνη Φωκά, τον Μάνο Κατράκη κ.ά. και το Θέατρο στο Βουνό (1944, με τη συνεργασία μελών της ΕΠΟΝ) και έδωσε θεατρικές παραστάσεις στο βουνό. Δίδαξε επίσης στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου και στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Πειραιώς.
Εκτός από την ποιήση και το θέατρο ασχολήθηκε και με την μετάφραση. Στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου πέρασε και για τις μεταφράσεις των έργων του Ουίλιαμ Σέξπιρ. Επίσης ιστορική έμεινε η μετάφρασή του της κωμωδίας του Αριστοφάνη Όρνιθες για την παράσταση του 1961 από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν.
Ο Βασίλης Ρώτας δεν επηρεάστηκε τόσο από τα αισθητικά ρεύματα της εποχής του όσο από την λαϊκή παράδοση και το δημοτικό τραγούδι αλλά και από τα λαϊκά παραμύθια και τον Καραγκιόζη. Η στάση του αυτή εκφράζει και την άποψή του ότι "δημιουργός, καταλύτης και αποδέκτης των πάντων είναι ο λαός". Επίσης μεγάλη επιρροή στο έργο του είχε η σεξπηρική δραματουργία και το αρχαίο ελληνικό δράμα. Σε πολλά έργα του, ο Ρώτας ακολούθησε τη μορφή και τη δομή της ελληνικής τραγωδίας (όπως στα Ελληνικά Νιάτα, 1946), των ιστορικών δραμάτων του Σέξπιρ(Ρήγας Βελεστινλής, 1936, Κολοκοτρώνης, 1955) και του Θεάτρου των Σκιών (Καραγκιόζικα, 1955).
(ΠΗΓΗ: Βικιπαίδεια)