Θυμάμαι κυρίως το ακούραστο, το ολοζώντανο, το ολοκαίνουριο. Ακούραστο όχι μόνο με τη συνήθη έννοια, ακούραστο να επανέρχεται κάθε μέρα στο ίδιο πράγμα με εφηβική ορμή, με καινούριο μάτι, ασταμάτητα τωρινό. Ακούραστο να επανέρχεται στους ανθρώπους χωρίς τίποτα κρατημένο, ένα διαρκές παρόν.
Θυμάμαι να χαίρεται όταν χαίρεσαι και να μανιάζει όταν εμποδίζεσαι και συνήθως μόνο αργότερα να καταλαβαίνεις ότι εσύ ήσουν που θα έπρεπε να μανιάζεις.
Θυμάμαι το δόσιμο, τη γενναιοδωρία να μοιραστεί μαζί σου το παραμικρό "κόλπο" που είχε ανακαλύψει (άπειρα "κόλπα", ήταν στ' αλήθεια ένας ηθοποιός του μπουλουκιού), θυμάμαι γύρω γύρω κλάματα αλλά και γέλια, τη γλύκα της αίσθησης ότι κάτι κατάλαβες, με κάτι συνδέθηκες, κάτι που ήξερες πως δε θα έβρισκες αλλού.
Θυμάμαι την ιλιγγιώδη ταχύτητα με την οποία έπρεπε να τρέχεις για να είσαι σε θέση στοιχειωδώς να συνομιλείς μαζί του ως προς τη δουλειά και τη μόνιμη επωδό "αν πας τώρα σπίτι και το κάνεις δέκα χιλιάδες, πενήντα χιλιάδες, εκατό χιλιάδες φορές (τα νούμερα μετριόταν πάντα σε χιλιάδες) θα γίνει. Αν πήγαινες σπίτι και το έκανες είκοσι φορές ήδη άλλαζε η ζωή σου.
Θυμάμαι έρωτες που χώρεσαν μέσα σ' αυτή την "τρέλλα", γάμους που έγιναν Δευτέρα λόγω των παραστάσεων, μια νύφη να κάνει ντους στο μπάνιο του θεάτρου πριν το γάμο της για να χάσει λιγότερη ώρα πρόβας και πολλές δυνατές φιλίες ανάμεσα σε ανθρώπους που αν γνωρίζονταν αλλού ίσως να μη γίνονταν φίλοι.
Θυμάμαι την αξία των πραγμάτων, των λέξεων, των νοημάτων, των σχέσεων, των κινήσεων, τη χειρουργική προσήλωση, το σχεδόν χαμένο πια ήθος, τη βαθειά ευγένεια που συνήθως αργούσαμε να συνειδητοποιήσουμε, αλλά όχι να διαισθανθούμε. Τη σπανιότητα, την εξαίρεση. Δηλαδή την αγάπη. Την αφοσίωση που δεν ήταν εργασιομανία, αλλά ένας τρόπος να αντιληφθείς τον κόσμο, δηλαδή ζωή.
Θυμάμαι το πόσο γρήγορα μπορούσε να σου αποδομήσει κάθε γνωστό τρόπο συμπεριφοράς στη ζωή και άρα και στη σκηνή, δηλαδή κάθε τρόπο προσποίησης που είχες καλά εμπεδώσει και που το χάσιμό του σε άφηνε σκληρά έκθετο, αλλά και λυτρωμένο. Αυτή όφειλε να είναι η αφετηρία. Λίγο να την πλησίαζες, όλοι οι δρόμοι θα βρισκόταν ανοιχτοί μπροστά σου, το ήξερες. Κάθε μέρα, ξανά από την αρχή, σ'αυτή την αφετηρία όφειλες να προσπαθήσεις να σταθείς. Κι αυτός ήταν ο λόγος που δεν άντεχες να μην είσαι εκεί και άλλοτε δεν άντεχες να είσαι. Θυμάμαι τις "εντολές" να δίνονται από έναν άνθρωπο που δε βρισκόταν στα ασφαλή μετόπισθεν, που ο ίδιος αγωνιζόταν γενναία να περπατήσει σε μια άγνωστη περιοχή και να την παραδώσει χαρτογραφημένη.
Αλεξία Καλτσίκη, Αγγελική Παπαθεμελή, Ρένη Πιττακή, Παντελής Δεντάκης, Λευτέρης Βογιατζής
(Φωτογραφία: Σπύρος Στάβερης)
Θυμάμαι την τεράστια ελευθερία με την οποία μπορούσες να τσακωθείς μαζί του, ελευθερία που πήγαζε από την ασφάλεια της βεβαιωμένης απεριόριστης φροντίδας, ανάλογη των καυγάδων με τους γονείς ή τους μεγάλους έρωτες. Η απώλειά του φαντάζει απίστευτη σαν την απώλεια μιας τέτοιας σχέσης, που ήλπιζες πως θα υπάρχει πάντοτε για να μπορείς να συγκρούεσαι με πάθος, να αγαπιέσαι, να ωριμάζεις, να έχεις σημείο αναφοράς. Απείρως και πέρα από προσωπικό ή καλλιτεχνικό επίπεδο πολλαπλασιάζεται το κόστος αυτής της απώλειας μέσα στη συγκυρία του καιρού που ζούμε, καιρού που η ανάγκη να καταφύγουμε στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων και σε ό,τι αυτό περιείχε είναι τεράστια.
Θυμάμαι και θα θυμάμαι αυτό το "κτίριο" σαν έναν χώρο κυριολεκτικά ζωντανό.
Θυμάμαι και θα θυμάμαι τον Λευτέρη σαν τον άνθρωπο που μου χάρισε, όπως χάρισε σε κάθε συνεργάτη του, την πιο ισότιμη αντιμετώπιση που δόθηκε ποτέ. Την (συναρπαστική, αφόρητη, απέραντα τιμητική, σχεδόν άδικη και κυρίως πρωτόγνωρη) απαίτηση εκ μέρους ενός μοναδικού καλλιτέχνη να σταθούμε στο ανάλογο ύψος.
Άγγιξε πάρα πολλούς ανθρώπους σε βάθος όπου το αποτύπωμα δε μπορεί να σβηστεί και αυτό ευτυχώς δημιουργεί μια υπαρκτή συγγένεια, ένα εμείς.
*Ο Λευτέρης Βογιατζής "έφυγε" από τη ζωή στις 2 Μάη 2013, Μεγάλη Πέμπτη και ώρα 18:07 ακριβώς.
Πηγή του κειμένου είναι η σελίδα "Αρχείο Λευτέρη Βογιατζή" που υπάρχει στο Facebook.