Είχα την τιμή και την ευτυχία να δουλέψω με την Μαρίκα Κοτοπούλη ως σκηνογράφος σε μερικά έργα που ανέβασε. Στην «Κυρία δε με μέλλει» του Σαρντού, στην «Ελισσάβετ» του Ζωσαί, που έκανα και τα κοστούμια, στην «Κάντιτα» του Μπέρναρ Σω, και στην «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου. Πέντε μέρες πριν πεθάνει την επισκέφτηκα ύστερα από πολλούς μήνες που είχα να την δω και μου πρότεινε να συνεργαστούμε το καλοκαίρι που ερχόταν στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλέους. Στην «Κυρία δε με μέλλει» με όλα της τα χαρίσματα, δεν μπόρεσε να ταυτιστεί με το ρόλο, έσπασε το καλούπι που δεν είχε αντοχή να βαστάξει το υπέρογκο βάρος του ταλέντου της. Το ίδιο και στην «Ελισσάβετ» για τις σκηνές που είναι κάπως εύθυμες και παριζιάνικα κομψές. Στις σκηνές όμως που ήταν δυνατές, ήταν αξέχαστη. Όταν της φέρνουν τα όπλα του Έσσεξ που εκτελέστηκε κατά τη διαταγή της, έλεγε: «Γονατίστε». Δε θα το ξεχάσω ποτέ. Την άκουγα στερεότυπα κάθε βράδυ. Σ’ αυτό το «Γονατίστε» υπήρχε όλο το δράμα της Ελισσάβετ. Δεν είχε ανάγκη από σκηνοθέτη, δημιουργούσε μόνη το ρόλο της.
Φάγαμε μαζί το μεσημέρι που το ραδιόφωνο ανήγγειλε την κήρυξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ανάμεσα από εμβατήρια ελληνικά και αγγλικά. Πριν ακούσουμε το φριχτό άγγελμα, η Κοτοπούλη είπε: «Πολλά εμβατήρια ακούω. Σε λίγο θα ακούσουμε την κήρυξη του πολέμου». Την είδα στην «Αντιγόνη» και μου έκανε κατάπληξη ο ρεαλισμός της. Την είδα ακόμη στην «Εκάβη» του Ευριπίδη, απαίσια ντυμένη, αλλά τι παίξιμο, Θεέ μου! Όλα σβήνανε μπροστά στη δύναμή της: το απαίσιο σκηνικό, τα ασήμαντα κοστούμια και ο ακατάλληλος χώρος στη σφεντόνη του Παναθηναϊκού Σταδίου. Την είδα επίσης στην «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Γκαίτε. Η φωνή της είχε την αμεσότητα και την ορθότητα μιας νέγρικης γλυπτικής.
«Θα ανεβάσουμε μαζί ένα έργο στην Επίδαυρο». «Την Μήδεια;» ρώτησα. «Άσ’ την αυτήν την ρουφιάνα που σκότωσε τα παιδιά της. Την Ηλέκτρα θα ανεβάσουμε μαζί», μου είπε. Λίγες μέρες μετά πέθανε.
Η Κοτοπούλη ήταν ένας τύπος λαϊκός κι ας σύχναζε στο παλάτι. Η αντίληψή της για το παλάτι ήταν ιερή. Δεν ήθελε να συζητήσει την παράδοση ενός θεσμού που σέβονταν πολλά σημαντικά κράτη. Ήταν παραδεκτή απ’ όλους για την τέχνη της και την βαθύτητά της. Άσχετο αν δήλωνε βασιλικιά. Έκανε παρέα μ’ όλο τον κόσμο ασχέτως κομμάτων. Όταν ο ηθοποιός Γιώργος Παππάς αναζητήθηκε σ’ εκείνη από τους χίτες, η Κοτοπούλη είπε: «Δεν ξέρω πού κρύβεται, αλλά κι αν ήξερα δε θα σας έλεγα. Δε θα καταδιώξω ποτέ καταδιωκομένους». Τους αριστερούς ηθοποιούς πάντοτε προστάτεψε και βοήθησε στα κυνηγητά τους από χίτες και Γερμανούς. Τηλεφωνούσε εδώ κι εκεί για να τους ελευθερώνει μετά τις συλλήψεις τους. «Είναι απαραίτητοι στο θέατρο», έλεγε. Έτσι καμουφλάριζε την ανθρωπιά της, με τη δικαιολογία του θεάτρου.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ
αποσπάσματα από κείμενο του για την Μ. Κοτοπούλη
που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Η ΛΕΞΗ"