Η Άννα Φήρλινγκ, γνωστή με το όνομα Μάνα Κουράγιο, είναι μία γυναίκα που περιπλανιέται με τον αραμπά της για χρόνια ολόκληρα μέσα από την παγωμένη Πολωνία, τη Βαυαρία, την Ιταλία και, κυρίως, τη Γερμανία, κατά τη διάρκεια ενός θρησκευτικού πολέμου μεταξύ Ευαγγελικών και Καθολικών, τον 17ο αιώνα.
Το έργο χωρίζεται σε δώδεκα εικόνες, στις οποίες η πείνα, η κατάπτωση και η ισοπέδωση των αξιών διογκώνονται μέχρι την πλήρη εξαθλίωση της ανθρώπινης υπόστασης. Η Μάνα Κουράγιο πουλά εμπορεύματα, όπλα και ό,τι άλλο μπορεί να προμηθευτεί για να επιβιώσει. Ο πόλεμος φαίνεται να τη συμφέρει με την άνοδο των τιμών που επιφέρει και η ειρήνη να την απειλεί. Μέσα από τις συμβουλές που δίνει στα τρία της παιδιά -όλα από διαφορετικό άντρα- και τις κουβέντες της με τους ανθρώπους που συναντά και που περιστασιακά τη συνοδεύουν στις περιπλανήσεις της, το Μάγειρα, τον Ιεροκήρυκα, ή ακόμα και την πόρνη Υβέτ, προβάλλει η προσαρμοστικότητά της στις καταστάσεις και το εμπορικό της πνεύμα.
Τα τρία της παιδιά σκοτώνονται κάθε φορά που εκείνη λείπει για δουλειές. Ο Τυροκόμος, που γίνεται ταμίας ενός στρατηγού χάρη στην άδολη τιμιότητά του, σκοτώνεται από στρατιώτες γιατί αρνείται να τους παραδώσει το ταμείο που του έχουν εμπιστευτεί αλλά και γιατί η Μάνα Κουράγιο χρονοτριβεί μέχρι να πληρώσει ολόκληρο το ποσό εξαγοράς της ζωής του.
Ο Άιλιφ, που στρατολογείται από νωρίς και επιδίδεται σε όλες τις δυνατές βιαιότητες που μπορεί να διαπράξει ένας στρατιώτης, αν και προσωρινά επιβραβεύεται γι' αυτές, τελικά εκτελείται σε ένα σύντομο διάλειμμα ειρήνης.
Τέλος, η μουγγή κόρη της Κάτριν, αντικείμενο χλευασμού για την ασχήμια και την παράταιρη, για εκείνους τους καιρούς, ευαισθησία της, πληρώνει με τη ζωή της την τόλμη της να χτυπήσει το ταμπούρλο για να ειδοποιήσει την πόλη και τη μητέρα της ότι επίκειται επίθεση από τον εχθρό.