Το παρακάτω κείμενο υπήρχε στο πρόγραμμα συναυλίας που έδωσε η Ορχήστρα των Χρωμάτων υπό την διεύθυνση του Μάνου Χατζιδάκι το Σάββατο 30 Μαΐου 1992 στα Ιωάννινα. Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας έπαιξε το έργο του Θεοδωράκη Ελληνική Αποκρηά (1954).
Με τον Μίκη Θεοδωράκη -συνομήλικοι- ζήσαμε μιαν ίδια Ελλάδα, ιδιαίτερα απ’ την Απελευθέρωση και μετά. Η Ελλάδα αυτή είχε τρία πρόσωπα.
Το ένα αποτυπώθηκε στις ταινίες της Finos Film και το γνωρίζετε από την Τηλεόραση. Ανεπανάληπτη πνευματική φτώχεια, γελοιότητα σε προθέσεις και επιδιώξεις και επιθεωρησιακής υφής παρατήρηση στα κοινά. Καμιά σχέση με τις λαμπρές εξαιρέσεις εκείνου του καιρού.
Το άλλο πρόσωπο ήταν το επίσημο. Αστυνομοκρατία, ανελευθερία, ψευτοηθική και κομπασμός για μια Αρχαία Κληρονομιά, απ’ την οποία όμως δεν παρουσιάζουμε κανένα σύμπτωμα ή χαρακτηριστικό κληρονόμων.
Το τρίτο και αληθινό ίσαμ’ ένα σημείο, ήταν η ερωτική μας αλήθεια στις γειτονιές των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης και οι εξαιρετικές πνευματικές μας φυσιογνωμίες, καταδιωκόμενες πότε από την Ασφάλεια και πότε από την κρατούσα επίσημη θέση κι άποψη. Οι κυβερνήσεις μας υπήρξαν πάντα αντιπνευματικές. Κείνο που κυριάρχησε, πέρα από κάθε βούληση των κυβερνώντων, ήταν μια διαφυγούσα ελευθερία στην ευαισθησία μας και στον προαιώνιο ερωτισμό μας.
Αυτά δεν ήταν δυνατόν να αστυνομευθούν ούτε να καθοδηγηθούν από τους παντοδύναμους δημοσιογραφικούς κονδυλοφόρους.
Αυτό το τρίτο ελληνικό πρόσωπο κείνου του καιρού μας έθρεψε, εμένα και τον Μίκη, εμένα στο Παγκράτι κι εκείνον εξόριστο στην Ικαρία, κι αυτό το πρόσωπο περιείχε η μουσική μας που ήδη είχε ποτιστεί απ’ τον Τσαρούχη, τον Μόραλη, τον Ελύτη, τον Γκάτσο, τον Ρίτσο και κάθε άξιο χλευαζόμενο των καιρών. Ίσαμε που ο τόπος μας απέκτησε τουριστική συνείδηση και γέμισαν τις δυο μεγάλες πόλεις μας τυχοδιώκτες της επαρχίας.
Η Αθήνα από πόλη εξακοσίων χιλιάδων έγινε πόλη τεσσάρων εκατομμυρίων. Οι δουλοπάροικοι αποκτήσανε δύναμη, πλούτο και μας επέβαλαν την αισθητική τους και τις πολιτικές τους προτιμήσεις. Αποκτήσανε πολιτικό κόμμα που μας κυβέρνησε μάλιστα οκτώ χρόνια, εφημερίδες με την άθλια όψη του περιεχομένου τους, γίναν ποδοσφαιρικοί παράγοντες, κάτοικοι φυλακών που συναλλάσσονται με τα υπουργικά γραφεία σε μια συνεχή πρωτοφανή εξάρτηση, ώσπου τέλος γεννήθηκε ο ναός της Σύγχρονης Ελλάδος που φιλοδοξεί να παραλάβει τα Ελγίνεια, ο γυάλινος πύργος Διογένη Παλλάς, ο ναός της Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης.
Καθώς αντιλαμβάνεσθε η “Ελληνική Αποκρηά” είναι γέννημα μιας περιθωριακής ευαισθησίας που έμελλε να σφραγίσει τον τόπο εδώ και 40 χρόνια, σε πείσμα των κρατούντων και των εμπόρων μες στην οποία υπάρχει το υπέροχο θέμα του σαξοφώνου που το έκλεψα συνειδητά για να γράψω το τραγούδι μου Το πέλαγο είναι βαθύ, πιστεύοντας όπως ο Στραβίνσκυ πως… “οι μεγάλοι κλέβουν ενώ οι μέτριοι μιμούνται”.
Οφείλω να ομολογήσω ότι κατέχομαι από ιδιαίτερη συγκίνηση που παρουσιάζω απόψε αυτό το έργο του Μίκη. Είναι ένα κομμάτι από τη ζωή μου.