Η Τζένη Καρέζη, αποφάσισε μέσα στο καλοκαίρι να γυρίσει μια ταινία που της πρότειναν. Ασφαλώς πολύ καλά έκανε η γυναίκα, τη δουλειά της πρόσεχε πρώτα. Και μετά, το αν και κατά πόσο εγώ θα ήμουν ευχαριστημένος. Βέβαια, πάντοτε, προυπήρχε μια συννενόηση μεταξύ μας, αλλά εγώ πάντα υποχωρούσα, γιατί όταν αγαπάς μια γυναίκα όσο εγώ αγαπούσα την Τζένη… υποχωρείς. Η ταινία λεγόταν, “Το νησί των γενναίων” και είχε πολλά γυρίσματα στην Κρήτη, όπου η Τζένη, πετιόταν τις Δευτέρες με το αεροπλάνο και γύριζε την Τρίτη.
Τη μουσική της ταινίας, έγραφε ο Χατζιδάκης. Μια Δευτέρα πρωί λοιπόν, την εποχή που γύριζαν την ταινία, η Τζένη, θα έφευγε με το αεροπλάνο στις δέκα το πρωί. Αλλά πριν πάει στο αεροδρόμιο θα πέρναγε απο το σπίτι του Χατζιδάκι να πάρει μια κασέτα με ένα τραγούδι που θα γραφε ο Μάνος, το οποίο θα τραγούδαγε σε ένα απο τα πλάνα που θα γύριζαν στην Κρήτη εκείνη την Δευτέρα. Της είπα λοιπόν, -ευγενώς προσφερθείς- ότι θα την πήγαινα εγώ στο αεροδρόμιο, αφού θα πηγαίναμε πρώτα απο τον Χατζιδάκι, και μετά θα πήγαινα εγώ στον Πειραιά και στην δουλειά μου. Ξυπνήσαμε λοιπόν πρωί και στις οκτώ, φύγαμε απο το σπίτι και πήγαγαμε στην Βασιλέως Κωνσταντίνου, όπου εκεί έμενε τότε ο Χατζιδάκις. Ώσπου να παρακάρω στην γωνία, Η τζένη είχε κατέβει και χτύπαγε το κουδούνι του Χατζιδάκι απο κάτω στην εξώπορτα της πολυκατοικίας. Όταν έφτασα κι εγώ στην πόστα, η Τζένη ήταν ήδη εκνευρισμένη και χτύπαγε για τρίτη φορά το κουδούνι, μετά μανίας.
“Να δεις που κοιμάται ακόμα και δεν ακούει και θα χάσω το αεροπλάνο” Προσπάθησα να την καθυσηχάσω λέγοντας: ‘Ηρέμησε και μη σε πιάνει πανικός, έχουμε πολύ ώρα ακόμη”
“Μα χρυσό μου …” ξεκίνησε να μου λέει-και το χρυσό μου, έμπαινε όταν άρχιζαν τα νεύρα της-και ω του θαύματος, ένας κύριος έβγαινε και άνοιξε η κάτω πόρτα. Αυτό ήταν ένα βήμα μπροστά στο πρόβλημά μας. Μπήκαμε και ανεβήκαμε τρέχοντας στο δεύτερο πάτωμα, που έμενε ο Μάνος. Η Τζένη ήξερε την πόρτα, έτρεξε και άρχισε αμέσως να χτυπάει το κουδούνι. Και το μεν κουδούνι ακουγόταν στο διάδρομο που χτύπαγε δυνατά, απο μέσα όμως, καμία κίνηση. Η Τζένη, άρχισε να δείχνει σημεία παράκρουσης ¨Δεν είναι δυνατόν…” έλεγε ¨χθές το βράδυ συνεννοηθήκαμε να ναι έτοιμη η κασέτα”
Άναψε τσιγάρο κι άρχισε να ξεφυσάει έξαλλη και με το δίκιο της. Τότε έβγαλα τα κλειδιά μου κι άρχισα να χτυπώ δυνατά την πόρτα με ένα μεγάλο κλειδί και προφανώς ο ήχος αυτό, ενήργησε ευεργετικά-για εμάς- στα αυτιά του Χατζιδάκι διότι σε λίγο ακούστηκε ένας βήχας, μετά, το γνωστό σύρσιμο της παντόφλας κι ένα βραχνό “έχομαι” δεδομένου ΄’οτι το γράμμα “ρο” για τον Χατζιδάκι, ήταν τελείως άγνωστο.
Άνοιξε η πόρτα κι εμφανίστηκε ένας Χατζιδάκις απότομα ξυπνημένος, με ένα τσιγάρο μόλις αναμμένο να κρέμεται στο στόμα, με τα μάτια ακόμα μισόκλειστα αλλά με έκφραση έκπληξης δηλαδή:Τι γυρεύετε πρωί πρωί και χτυπάτε έτσι την πόρτα; Και ακολούθησε ο παρακάτω ιστορικός, τραγικός αλλά και παρανοικός διάλογος.
Τζένη: Μάνο την κασέτα, Μάνο, και θα χάσω το αεροπλάνο.
Μάνος: Ποιά κασέτα χρυσό μου πρωί πρωί;
Τζένη (έξαλλη) Την κασέτα με το τραγούδι, που θα πω στο γύρισμα στην Κρήτη τώρα…και θα χάσω το αεροπλάνο.
Μάνος: (Η Τζένη απο την αγωνία της, είχε μια ελαφρά ασυναρτησία στα λεγόμενα της. Πάντως ο Μάνος, αντελήφθη.Και ήρεμος της λέει:
-Πάμε μέσα να πιούμε έναν καφέ και θα στην δώσω.
Με το “θα στη δώσω” ο Μάνος εννοούσε… θα στη γράψω τώρα!!
Και η μεν Τζένη πήγε μέσα στο κουζινάκι τρέμουσα και του έφτιαχνε καφέ, ο δε Μάνος, με το τσιγάρο πάντα στο στόμα, έκατσε στο πιάνο και άρχισε να πηγαινοφέρνει τα δάκτυλα του στα πλήκτρα. Μια λοιπόν έπαιζε μερικά μέτρα μουσικής στο πιάνο, μια έγραφε με ένα μολύβι πάνω σε ένα τσαλακωμένο φύλλο χαρτί πενταγράμμου κάποιες νότες, και μια διάβαζε τους στίχους που του είχε δώσει απο καιρό η Τζένη και τους είχε πάνω στο πιάνο. Κάποια στιγμή έφτασε και ο καφές. Ήπιε δυό γουλιές καφέ και μετά πάτησε μια νότα και της λέει της Τζένης:
-Για τραγούδα αυτή τη νότα.
Η Τζένη έκανε, α, α, α,..
-Εντάξει της λέει ο Μάνος. “μπορείς να το πεις” Και τότε, το έπαιξε όλο μαζί!!!
Μέσα σε αυτά τα δέκα λεπτά, μόλις είχε ξυπνήσει, έγραψε αυτό το θείο τραγούδι που λεει: Μην τον ρωτάς τον ουρανό, το σύννεφο και το φεγγάρι, το βλέμμα σου το φωτεινό, κάτι απο τη νύχτα έχει πάρει..λα,λα,λα…λαλα” και λοιπά”
Τώρα η Τζένη, είχε μείνει άφωνη. Τις είχε φύγει και ο εκνευρισμός κι άκουγε τη μουσική μαγεμένη. Ο Μάνος, πάτησε το μαγνητόφωνο που είχε πάνω στο πιάνο, ξανάπαιξε το κομμάτι όλο, με όλες του τις λεπτομέρειες και τα ακομπανιαμέντα και το γραψε. Έβγαλε την κασέτα, την έδωσε στην Τζένη, τη φίλησε και της είπε:” Άντε στο καλό και να το μάθεις μέσα στο αεροπλάνο” Η Τζένη πήρε την κασέτα, αλλά άρπαξε και το μαγνητοφωνάκι, για να το παίζει μέσα στο αεροπλάνο. Τον φίλησε και του είπε χαμογελώντας: “Πάρε άλλο, ώσπου να στο φέρω πίσω..” και φύγαμε τρέχοντας για το αεροδρόμιο. Αυτός ήταν ο Χατζιδάκις με το πληθωρικό ταλέντο.
Απόσπασμα απο το βιβλίο, “η Τζένη Καρέζη όπως την γνώρισα” του Ζάχου Χατζηφωτίου των εκδόσεων ΩΚΕΑΝΙΔΑ.