Ο ΚΟΥΝ δόθηκε στο Θέατρο, και του έδωσε «εκ του υστερήματος και εκ του περισσεύματός του» τα πάντα, θεωρώντας τη Σκηνή σαν το πιο πρόσφορο καλλιτεχνικό μέσο για να εκφράσει τα πάθη και τα οράματά του, για να κοινωνήσει με άλλους «παθιασμένους» σαν κι αυτόν, και να επικοινωνήσει με το κοινό, μεταλαβαίνοντάς του το κρασί και το αίμα του.
Αλλά λέγοντας «έκφραση των παθών και των οραμάτων του», ο Κουν δεν εννοούσε ποτέ παραποίηση των έργων και αυθαίρετη προσαρμογή τους στα δικά του «μέτρα», ιδέες και ρυθμούς. Ο Κουν ανέβαζε έργα μονάχα όταν η θεματική τους, η προβληματική τους, ο λόγος τους τον δονούσαν πραγματικά…μονάχα όταν συναντιόταν με το δικό του ψυχικό και πνευματικό «σύμπαν»…μονάχα όταν «άκουγε» σ’αυτά τόνους απ’ τις δικές του εσωτερικές φωνές. Από κει και πέρα, πάσχιζε, ακούραστα κι ακόρεστα, να εισχωρήσει στους κρύφιους διαδρόμους και λαβυρίνθους του έργου, να ιχνηλατήσει κάθε απόχρωση νοήματος κι αισθήματος των προσώπων, να τα φέρει στο φως-στο δικό του φως, που δεν ήταν όμως ποτέ προβολέας παραμορφωτικός του πρωτοτύπου.
Σε μια συνέντευξή του, πριν από 14 χρόνια, έλεγε ο ίδιος:
«Το θέμα της ερμηνείας των έργων (ενός) μεγάλου συγγραφέα, εξαρτάται από το κατά πόσο θα σεβαστείς την ουσία, το πνεύμα, την ποίηση και τη μαγεία του έργου, σε συνδυασμό πάντα με τα μέσα που διαθέτεις και με τον τρόπο που ταιριάζει στο συγκεκριμένο ανέβασμα, ώστε η ερμηνεία αυτή να βοηθήσει το κοινό ενός ορισμένου τόπου (και χρόνου) να επικοινωνήσει πληρέστερα με το έργο».
Είτε Αισχύλο ανέβαζε, είτε έναν νεογέννητο συγγραφέα, ο Κουν δεν επιχειρούσε ποτέ «αναγνώσεις» που βιάζουν το έργο, που το παραγνωρίζουν, που το στρεβλώνουν για να προβάλουν τις προσωπικές «ιδέες» ή ιδεοληψίες του σκηνοθέτη- ή, τρισχειρότερα, για να ξιπάσουν το κοινό με «καινοτομίες», που συχνά είναι περισσότερο «κενές»-«άδειες» παρά «καινές»-καινούργιες. Ο Κουν αναζητούσε την αλήθεια του έργου μέσα από τη δική του αλήθεια-κι αν οι σκηνοθεσίες του φάνταζαν «νεωτερικές», ήταν μόνο και μόνο επειδή ανάσερναν μέσ’απ’τα έργα κάποιες νέες αλήθειες, που δεν μπορούσαν να ειπωθούν παρά με νέους τρόπους.
ΦΥΣΙΚΑ, νεωτεριστές και εικονοκλάστες είχε γνωρίσει αρκετούς το Θέατρό μας, πριν απ’ τον Κουν. Οι περισσότεροι πρόδρομοί του είχαν προσπαθήσει να «εξευρωπαΐσουν» τη Σκηνή μας, να φέρουν ως τα βαλκανικά σανίδια μας κάποιες νεροσυρμές από τα «ρεύματα» που ξεθεμέλιωναν κάθε τόσο την καθεστηκυία τάξη του παγκόσμιου θεάτρου.
Ο Κουν ακολούθησε άλλο δρόμο. Δεν πάσχισε να «φορέσει βελάδα» στο ελληνικό θέατρο. Αντίθετα, ανεβάζοντας-στα πρώτα του βήματα-αρχαίο ή κρητικό δράμα αναζήτησε τους (θαμένους κάτω απ’την ιλύ μακρότατων επιδράσεων, μα πάντα ζωντανούς) ιστούς που ενώνουν τις μακρινές ελληνικές εποχές με ό,τι πιο γνήσιο διατηρεί η σημερινή λαϊκή ψυχή. Αναζήτησε τη συνέχεια μιας ουσιαστικά ρωμέικης παράδοσης, λυτρωμένης από προγονοπληξίες και λογιωτατισμούς, ξενότροπους αισθητισμούς και ηθογραφικές γλυκερότητες. Με ανάλογο πνεύμα ανέβαζε Σαίξπηρ ή Μολιέρο, ξέροντας κάτι που πάρα πολύ συχνά ξεχνιέται: πόσο κοντά στην λαϊκή παράδοση βρίσκονταν οι μεγάλοι όλων των καιρών κι όλων των τόπων, πόσο άμεσα γεννήματά της ήταν και πόσο βαθιά οφειλέτες της. Έτσι ο Κουν, πιστεύοντας-και σωστά-πως «κάθε λαός μπορεί να δημιουργήσει και ν’αποδώσει μόνο όταν νιώθει τον εαυτό του ριζωμένο στην παράδοση», έκανε θέατρο πιο ουσιαστικά ευρωπαϊκό απ’ τους ευρωπαΐζοντες», ακριβώς επειδή ήταν ακέρια ελληνικό.
Κι έτσι συνέχισε ως το τέλος. Κι η αναζήτηση της γνήσιας ελληνικότητας τον οδήγησε στην κατάκτηση μιας γενικότερης γνησιότητας. Γιατί η επαφή του με το ατόφιο λαϊκό στοιχείο τον δίδαξε πως ομορφιά δεν είναι η «κομψότητα» αλλά το πάθος…πως «ευγένεια» δεν έχουν οι τρόποι αλλά ο πόνος,…πως σημασία δεν έχει αυτό που λέγεται αλλά αυτό που είναι. Κι όταν το «είναι» έχει αληθινή γνησιότητα, γνήσια πειστικά θα ηχήσει κι ό,τι λέγεται. Μιλώντας ειδικά για την ερμηνεία του Αρχαίου Δράματος, πριν από 11 χρόνια έλεγε, με την απλότητα και τη διαύγεια που χαρακτήριζαν τους λόγους και τα κείμενά του:
«Όλη μας η μελέτη και εργασία βασίσθηκε στο πώς θ’αποδώσουμε, τί εκφραστικά μέσα θα χρησιμοποιήσουμε, εμείς, οι άνθρωποι του σήμερα, για να κάνουμε ν’αγγίξουν τα έργα αυτά, με τις συγκεκριμένες του αλήθειες, τον άνθρωπο του σήμερα, χωρίς να προδώσουμε την αρχική τους μορφή, πιο γνώριμη βέβαια σε μας που ζούμε στον τόπο αυτό και μπορούμε να διακρίνουμε αναλογίες σε σχήματα, χρώματα, ρυθμούς και ήχους και υπολείμματα τελετουργικά και πανηγυριώτικα στις λαϊκές μας παραδόσεις. Αυτά πρέπει να χρησιμοποιήσουμε, χωρίς ν’αποκλείσουμε άλλα συγγενικά στοιχεία, σπαρμένα σ’όλο τον κόσμο, όπου υπάρχουν. Γιατί οι αρχαίοι, πάνω απ’όλα κάνανε θέατρο, και θέατρο σημαίνει μαγεία και δημιουργία ενός κλίματος έξαρσης σ’αυτούς που συμμετέχουν.
Είναι εύκολο να παρασυρθεί κανένας από εντυπωσιακά πυροτεχνήματα, ξένα κι αντίθετα προς την πραγματικότητα του τόπου και το περιεχόμενο και τη μορφή της τραγωδίας. Άλλο τόσο (είναι εύκολο) ν’αφήσει το έργο να κυλήσει μέσα σ’ ένα κλίμα ανιαρό, ρητορικής εκφοράς του λόγου και μόνο του λόγου, που συνοδεύεται με σχηματικές και συμβατικές κινήσεις, πάλι ξένες και αντίθετες στη Διονυσιακή και τελετουργική μορφή του (αρχαίου) θεάτρου. Ούτε εξωτερικά εντυπωσιακό, ούτε ρητορικό θέατρο είναι το Αρχαίο Δράμα. Εμείς πιστεύουμε, κι αυτό μέσα από την εργασία μας, πως το πάθος και η συγκίνηση είναι τα κυρίαρχα στοιχεία. Πάθος και συγκίνηση διοχετευμένα μέσα από μια αισθησιακή Διονυσιακή λειτουργία, έτσι ώστε να μπορούν να μας συνεπάρουν οι αλήθειες του ποιητή. Αλήθειες που έχουν τις ρίζες τους σε μεγάλα γεγονότα, μεγάλες πράξεις, που συμβαίνουν μέσα σε χώρο και χρόνο χωρίς φραγμό».
Απόλυτα συνεπής με αυτή τη «θέση» ήταν ο τρόπος που ο Κουν αντιμετώπισε το πιο αγκαθερό πρόβλημα του Αρχαίου Δράματος: το πρόβλημα του Χορού. Μ’όλο που δεν ήταν διόλου «φιλόλογος», συναντήθηκε με τον πρώτο και μέγιστο φιλόλογο και κριτικό του θεάτρου, τον Αριστοτέλη. Που λέει στην «Ποιητική» του πως «το Χορό πρέπει να τον θεωρούμε έναν από τους υποκριτές και μέρος (μόριον) του όλου». Σαν υποκριτής, ο Χορός του Κουν δρα και πάσχει. Είτε δραματικά, είτε κωμικά. Είναι ένα σύνολο που δονείται από πάθος-από πάθος ενορχηστρωμένο με σατιρικό λυρισμό (όπως στους «Όρνιθες») ή από πάθος ενορχηστρωμένο με ποιητική δραματικότητα (όπως στους «Πέρσες»). Στο Χορό του Κουν, κάθε χορευτής είναι ένας και είναι όλοι-έκφραση της ομαδικής ψυχής και του ατόμου. Ο Χορός, εδώ, όχι μόνο δεν είναι «ενοχλητικό πρόβλημα» (όπως συνήθως), αλλά είναι πρόσωπο αναντικατάστατο, που στοιχειοθετεί την μουσική πεμπτουσία του δράματος, τη λυρική υπέρβασή του.
Τα ελάχιστα τούτα, ισχνότατη μόνον ιδέα δίνουν για τη σκηνοθετική σύλληψη και πράξη του Κουν και για το πελώριο, πολύχρονο, πολύχυμο οικοδόμημά του. Το πολύ-πολύ, θυμίζουν πως ο Κουν έδωσε σάρκα στο όνειρό του για «ένα θέατρο οργανικό, όπου με την προβολή της ποίησης και της αλήθειας της ζωής, δημιουργείται η θεατρική μαγεία. Ένα θέατρο όπου νους, αισθήσεις, κίνηση και φωνή πειθαρχούν απόλυτα στη μορφή και στους στόχους του έργου». Και βέβαια, «ποίηση και μαγεία» αποτελούσαν το «μυστικό» των παραστάσεων του Κουν-που το μοναδικό του «μυστικό» ήταν ότι στάθηκε πάντα αληθινός απέναντι στα έργα, στο κοινό, στους συνεργάτες του-στον εαυτό του…
Μάριος Πλωρίτης
Απόσπασμα από ομιλία σε εκδήλωση για τον Κουν
Θέατρο Κήπου Θεσσαλονίκης, 13.7.87