«Ένα καφενείο κατεδαφίζεται στο τετράγωνό μου. Από τα τελευταία…», έγραφε ο χρονογράφος Παύλος Παλαιολόγος στην εφημερίδα «Το Βήμα», λίγο προτού κατεδαφιστεί το «Καφενείο του Ζαχαράτου». Η ανοικοδόμηση της δεκαετίας του ’60 και το μυστρί του Παττακού έφεραν το πρόωρο τέλος για τα περισσότερα από τα ιστορικά καφενεία της Αθήνας. Το «Καφενείο του Ζαχαράτου», το «Νέον», το «Πατάρι του Λουμίδη», το «Βυζάντιο», το «Μπραζίλιαν», ο «Φλόκας», η «Δεξαμενή», το «GB» της Μεγάλης Βρετανίας δημιουργήθηκαν κατά τα πρότυπα των ευρωπαϊκών λογοτεχνικών καφενείων και υπήρξαν στέκια της αθηναϊκής διανόησης. Συγγραφείς, μουσικοί και ποιητές έδιναν το καθημερινό τους ραντεβού, πίνοντας τον καφέ τους, διαβάζοντας με επιμέλεια ξενόγλωσσες εφημερίδες ή συζητώντας μεγαλόφωνα.
Είναι μια παρηγοριά το καφενείο
«Το θελκτικό, ως εικόνα, συνήθειο της συγγραφής και μελέτης σε καφενείο, που το έχουν και σήμερα αρκετοί νεότεροι, όπως ο μέγας και πολύς Ζαν Πωλ Σατρ, που έγραφε μεταπολεμικά σ’ ένα τραπεζάκι του ‘‘Καφέ Φλορ’’… Είναι μια παρηγοριά, μια ασφάλεια, το γεμάτο καφενείο», γράφει ο Γιώργος Ιωάννου στο βιβλίο του «Ομόνοια 1980», εκδόσεις Κέδρος. Ανάμεσα στους καπνούς, το άρωμα του φρεσκοκομμένου καφέ, τους τσακωμούς και τις συζητήσεις που κρατούσαν ώς το πρωί… η έμπνευση περίσσευε και κάποιες φορές οι στίχοι ενός ποιήματος γράφονταν πάνω σε ένα άδειο πακέτο τσιγάρα. Στην καρδιά της Ομόνοιας, στεγαζόμενο κάτω από το τέως ξενοδοχείο «Κάρλτον», το «Νέον» είχε όλα τα χαρακτηριστικά της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής. Εκεί μπορούσες να συναντήσεις τους επαρχιώτες από τις νοικοκυρεμένες μεσαίες πόλεις που δεν ήθελαν να μπουν, αλλά κάθονταν στα τραπεζάκια έξω. Τακτικοί θαμώνες στο «Νέον» ήταν ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Γιώργος Ιωάννου και ο Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος απαθανάτισε το ιστορικό καφενείο σε δυο ελαιογραφίες του, το «Καφενείον Νέον – ημέρα» και το «Καφενείον Νέον –βράδυ».
Ιστορικά λογοτεχνικά στέκια
Τέλη της δεκαετίας του ’40, μέσα στην περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, στην οδό Σταδίου 38 άνοιξε το καφενείο του Λουμίδη. Ποιος θα πίστευε ότι οι τρεις αδελφοί, που ξεκίνησαν από ένα καφεκοπτείο στην οδό Ρετσίνα στον Πειραιά, παράλληλα με την επέκταση των επιχειρηματικών τους σχεδίων θα έβαζαν τα θεμέλια του πιο ιστορικού λογοτεχνικού καφενείου; Το «Πατάρι του Λουμίδη», όπου τα τραπέζια ήταν τοποθετημένα σε σχήμα «πι», σύντομα μεταμορφώθηκε σε έναν χώρο συζητήσεων και ανταλλαγής ιδεών. Ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Νίκος Γκάτσος, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Γιάννης Μόραλης, ο Αντρέας Εμπειρίκος, ο Νικηφόρος Βρεττάκος ήταν μερικοί από τους πιο τακτικούς θαμώνες του. Στο «Πατάρι του Λουμίδη» λέγεται ότι ο Μάνος Χατζιδάκις έγραψε τον «Ματωμένο Γάμο» για το Θέατρο Τέχνης και ο Νίκος Γκάτσος διάβασε πρώτη φορά σε φίλους του αποσπάσματα από την «Αμοργό» του.
Στο θρυλικό «Βυζάντιο», στην πλατεία Κολωνακίου, η μεγάλη ατραξιόν ήταν το γκαρσόνι ο Μπάμπης. Τους καλοκαιρινούς μήνες στα τραπεζάκια που ήταν απλωμένα έξω μπορούσες να δεις τον Χατζιδάκι, τον Γκάτσο, τον Χριστοδούλου, τον Βασιλικό, τον Φωτόπουλο, τον Γκούφα, αλλά και πολιτικούς, μετά που σχόλαγε η Βουλή. Το τρομερό γκαρσόνι ο Μπάμπης ήξερε όλους τους πελάτες και μάλιστα έκανε πίστωση στους νέους καλλιτέχνες. «Ο Μπάμπης λοιπόν είχε ονομάσει τα γλυκά του κουταλιού σύμφωνα με τις προτιμήσεις των πελατών. Ένα γλυκό, ας πούμε, που έτρωγε ο Χατζιδάκις και ήταν μισό κυδώνι και μισό περγαμόντο το ’χε ονομάσει Χατζιδάκις» , θυμάται ο Ζάχος Χατζηφωτίου.
Το επιβλητικό καφέ «Zonar’s», στη γωνία Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου, δέσποζε στην καρδιά της Αθήνας. Στους μεγαλοπρεπείς χώρους του «Zonar’s» με τις ξύλινες επενδύσεις και τους πολυέλαιους σύχναζε η πολιτική ηγεσία του τόπου, αλλά και καλλιτέχνες. Μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς τον Σπύρο Μελά να κάθεται σε ένα από τα τραπέζια με τα λινά τραπεζομάντιλα και να γράφει τα χρονογραφήματά του για τον τορπιλισμό της Έλλης. Στο «Zonar’s» έδωσαν τη θρυλική τηλεοπτική συνέντευξη στη γαλλική τηλεόραση ο Μάνος Χατζιδάκις με τη Μελίνα .
Θαυμαστές συνεργασίες πάνω από μια κούπα καφέ
«Στο GB δεν κατεβαίναμε κάθε μέρα. Πηγαίναμε μόνο αν ο Νίκος είχε να συναντήσει κάποιον για επαγγελματικούς λόγους, οπότε με ήθελε μαζί του ως μάρτυρα των όσων θα συζητούσαν, ή αν προηγείτο η συνήθως τηλεφωνική συνεννόηση με τον Χατζιδάκι να συναντηθούν στα φιλικά πλαίσια, που περιέκλειαν πάντα τις θαυμαστές συνεργασίες τους. Μια τέτοια ήταν η ‘‘Σκοτεινή Μητέρα’’», αφηγείται η συγγραφέας Αγαθή Δημητρούκα στο βιβλίο της «Πουλάμε τη ζωή, χρεώνουμε τον θάνατο», εκδόσεις Πατάκη. «Έτσι, την άνετη θέση μου στον καναπέ την παραχώρησα δυο φορές στην κυρία Φαραντούρη που ήρθε για να της εξηγήσουν ο Γκάτσος και ο Χατζιδάκις το ύφος της ‘‘Σκοτεινής Μητέρας’’».
ΠΗΓΗ: Το Ποντίκι