Γράφτηκε το 1959, μεσα σε 6 μέρες
Ο "Λόφος με το συντριβάνι" είναι το τελευταίο θεατρικό έργο του ποιητή. Γράφτηκε το 1959, μεσα σε 6 μέρες και πρωτοπαρουσιάστηκε στη Ρουμανία το 1977 από το Γιάννη Βεάκη.
"Κεντρικό πρόσωπο είναι μια μοναχική γυναίκα, πρώην αγωνίστρια, που περνά πλέον τη ζωή της σε μια επαρχιακή πόλη, ζώντας σε ένα αδιέξοδο, καθώς δεν έχει κατορθώσει να βρει την χρυσή τομή ανάμεσα στη ζωή και στο δόσιμο σε ένα ιδανικό. Ρουτίνα, πλήξη, επαρχιακή ζωή, ανεκπλήρωτοι πόθοι. Ένα τρένο που διασχίζει την πόλη της δίνει μια ελπίδα για κάτι απρόοπτο που θα μπορούσε να ταράξει τη ζωή της. Το απρόοπτο έρχεται με τη μορφή ενός εφήμερου έρωτα, που προκαλεί το τραγικό τέλος της γυναίκας." *
"Ένα επαναστατικό έργο, ένα πολύ μεγάλο έργο, πέρα από τις αδυναμίες που μπορεί να έχει στη θεατρική γραφή, πέρα από τις αδυναμίες που μπορεί να έχει ένας ποιητής που πρώτη φορά καταπιάνεται με το θεατρικό λόγο.
Θα βρεθείτε μπροστά σε ένα μεγάλο αίτημα: αν για να σωθεί ο άνθρωπος, να σωθεί ο κόσμος, δεν πρέπει πρώτα να σωθεί το πρόσωπό του.
Αυτή η θέση, η θεμελιακά επαναστατική, που διεκδικεί η πρωταγωνίστρια του έργου, η Μάρθα, διεκδικεί το δικαίωμα στη ζωή, το δικαίωμα στον έρωτα, το δικαίωμα στο σώμα, το υπαρξιακό δικαίωμα να υπάρχει τώρα, αυτή τη στιγμή."
Κώστας Γεωργουσόπουλος, 1988 *
«Η περσόνα του ποιητή είναι, εδώ, το επονομαζόμενο Παιδί του Λόφου, που ηλικιακά δεν είναι καθόλου παιδί, είναι 26 χρονών.
Περισσότερο θυμίζει μια παρουσία σαν το στοιχειό του Λόφου, ένας Πήτερ Παν ενήλικας, που ωστόσο διατηρεί την παιδικότητα και τη δύναμη του ονείρου και της φαντασίας. Ακουμπισμένος στη ράχη ενός δέντρου με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος να μονολογεί απλά, ρεμβαστικά, θυμίζει την κλασσική φιγούρα του Πήτερ Παν. Ένας αιώνιος έφηβος, η ποιητική Ψυχή.
Να περιβάλλεται με μυστήριο ορίζουν οι σκηνικές οδηγίες, να έχει κάτι από την παρουσία του αμίλητου και του αόρατου.
Με τους πρώτους στίχους μάς τοποθετεί στο χώρο και στον χρονο: ελληνική επαρχία, στα πρώτα Σαββατόβραδα του καλοκαιριού. Σε λόφο με παγκάκια, δέντρα, συντριβάνι κι ένα σπασμένο κιονόκρανο.
Καθώς το φως υποχωρεί, τα χρώματα της δύσης ξεσπούν σε οργαιστικό τρεχαλητό, σαν της μαινάδας, ώσπου: "α, να ένα άλογο που 'σπασε το σκοινί του. Καλπάζει μες στην πλατεία, ένα άσπρο φως, μια αστραπή". Καλπάζει σαν το άσπρο άλογο, που έπσασε το σκοινί του στην αυλή της Μπερνάντα Άλμπα: "και τρέχει φορτωμένο με τα πάθη του έρωτα, του θανάτου, της μοναξιάς". Σταματάει μπροστά στο σταθμό, εκεί θα περιμένει μαζί με όλους τους άλλους, μαζί με την ποιητική περσόνα. Όλοι θα σταθούν εκεί με την ελπίδα: "Ίσως το τρένο να φέρνει κάτι και για μένα και για σένα. Αυτό που πάντα περιµένουµε και που ποτέ µας δε µάθαµε τι 'ναι κι ίσως και ποτέ να µην έρθει. Κι αν έρθει να µην είναι αυτό που περιµέναµε, αυτό που τόσο απελπισμένα, τόσο απόλυτα το περιμένουμε χωρίς να το γνωρίζουμε."
Το τρένο θα φέρει στη Μάρθα, την κεντρική ηρωίδα, την αλλαγή. Για τη Μάρθα θα είναι έρωτας, ζωή και θάνατος.
Το παιδί-ποιητής κατεβαίνει το λόφο και φαίνεται η παρουσία του να γίνεται ασιθητή από τη Μάρθα. Έχει προφητέψει τη μοίρα της και αυτή σαν κάτι να διασθάνθηκε.
Παντού εισβάλλει το φάσμα του θανάτου, το "άσπρο φως του συντριβανιού". Γι' αυτό και το άσπρο άλογο έγινε πια σταχτί, έχει το χρώμα της τέφρας. "Εδώ θα μείνει μόνο του το συντριβάνι με τα ψηλά γυαλένια του πλοκάμια. Πάνω από τα δέντρα, τα παγκάκια, τους ανθρώπους."
Η προφητεία αφορά τους ανθρώπους. Η Μάρθα κατεβάζει χαμηλά την ομπρέλα της σα να κρύβεται. Η μοίρα όμως είναι αναπόφευκτη και η ηρωίδα σε λίγο θα την εκπληρώσει. Θα αυτοκτονήσει στο συντριβάνι. Θα σβήσει τη διψασµένη της ύπαρξη στο νερό.
Η περσόνα του ποιητή καταθέτει στο έργο αυτό την πιο λυρική έξαρση του θεατρικού μονολόγου. Συμβολισμός και ρεαλισμός πλέκονται αξεδιάλυτα στα λόγια του. Ο ποιητής, μέσα από τις τραγικές αντιφάσεις, τις εντάσεις, τις απογοητεύσεις και τα διλήμματα της ηρωίδας, την οδηγεί έως εκεί που εξαϋλώνεται σε σύμβολο της μοίρας.»
Μαίρη Χιώτη, περιοδικό Φιλολογική, 2011
ΠΗΓΗ