Όνειρα.
Βερολίνο, στους δρόμους, προς το σπίτι της, ήρεμη, ευτυχισμένη συνείδηση ότι δεν βρίσκομαι ακόμα έξω από το σπίτι της, μου είναι όμως εύκολο να φτάσω, θα φτάσω οπωσδήποτε. Βλέπω τις σειρές των δρόμων, σε ένα άσπρο σπίτι μια επιγραφή, κάτι σαν “Τα θαύματα του Βορρά” (το διάβασα χθες στην εφημερίδα), στο όνειρο προστίθεται “Βερολίνο Β.” Ρωτάω έναν καταδεκτικό γέρο αστυφύλακα με κόκκινη μύτη, που τούτη τη φορά είναι ντυμένος με ένα είδος στολής υπηρέτη. Μου δίνει υπερβολικά διεξοδικές πληροφορίες, μου δείχνει ακόμα και τα κάγκελα ενός μικρού πάρκου με χορτάρι, από τα οποία θα πρέπει να κρατηθώ με σιγουριά καθώς θα περνώ. Ύστερα συμβουλές σχετικά με το τραμ, τον υπόγειο κ.λπ. Δεν μπορώ πια να τον παρακολουθήσω και ρωτάω τρομαγμένος, ξέροντας καλά ότι υποτιμώ την απόσταση: “Θα πρέπει να είναι κάπου μισή ώρα μακριά, ε;” Εκείνος όμως, ο γέρος, απαντάει: “Εγώ φτάνω εκεί σε έξι λεπτά”. Πόσο χαίρομαι! Κάποιος άνθρωπος, ένας ίσκιος, ένας σύντροφος με συνοδεύει πάντα, δεν ξέρω ποιος είναι. Πραγματικά δεν προλαβαίνω να γυρίσω πίσω, να στραφώ προς το πλάι.
Μένω στο Βερολίνο σε κάποια πανσιόν όπου, όπως φαίνεται, μένουν όλο νεαροί Πολωνοεβραίοι˙ μικροσκοπικά δωμάτια. Αναποδογυρίζω και χύνω μια μπουκάλα νερό. Κάποιος γράφει ασταμάτητα σε μικρή γραφομηχανή ούτε σηκώνει το κεφάλι του όταν του ζητάω κάτι. Αδύνατον να βρω ένα χάρτη του Βερολίνου. Βλέπω διαρκώς στο χέρι κάποιου ένα βιβλίο που μοιάζει με οδηγό. Αποδεικνύεται πάντα πως το βιβλίο περιέχει κάτι άλλο, έναν κατάλογο των βερολινέζικων σχολείων, μια φορολογική στατιστική ή κάτι παρόμοιο. Εγώ δεν θέλω να το πιστέψω, όμως μου το αποδεικνύουν αναμφισβήτητα χαμογελώντας.
30 Αυγούστου 1914
Δύο παρά τέταρτο το πρωί. Απέναντι κλαίει ένα παιδί. Ξαφνικά ένας άντρας μιλάει στο ίδιο δωμάτιο, τόσο κοντά σαν να ήταν μπροστά στο παράθυρό μου. «Προτιμώ να πέσω από το παράθυρο παρά να εξακολουθήσω να το ακούω». Γρυλίζει κάτι ακόμα, για νευρικότητα, η γυναίκα προσπαθεί να ξανακοιμίσει το παιδί, βουβή, κάνοντας μόνο σσστ.
12 Νοεμβρίου 1914
Οι γονείς που περιμένουν ευγνωμοσύνη από τα παιδιά τους (υπάρχουν μάλιστα και γονείς που την απαιτούν) είναι σαν τους τοκογλύφους, διακινδυνεύουν ευχαρίστως το κεφάλαιο φτάνει να πάρουν τους τόκους.
3 Νοεμβρίου 1911
Λέβι. Ο πατέρας μου γι’ αυτόν: «Με στραβό κι αν κοιμηθείς, το πρωί θ’ αλληθωρίζεις». Δεν μπόρεσα να κρατηθώ και είπα κάτι ανάρμοστο. Τότε ο πατέρας ιδιαίτερα ήρεμα (πάντως έπειτα από μια μεγάλη παύση, που ήταν γεμάτη από κάτι άλλο): «Ξέρεις ότι δεν πρέπει να ταράζομαι κι ότι πρέπει να με προσέχετε. Έλα λοιπόν και λέγε μου τέτοια πράγματα. Έχω βαρεθεί τις συγχύσεις, τις έχω βαρεθεί. Λοιπόν μη μου λες τέτοιες κουβέντες». Εγώ λέω: «Πασχίζω να συγκρατηθώ», και όπως πάντα σε τέτοιες ακραίες στιγμές αισθάνομαι στον πατέρα την ύπαρξη μιας σοφίας που εγώ μόνο μια ανάσα της μπορώ να συλλάβω.
Από τα Ημερολόγια του Κάφκα (εκδ. Εξάντας, μτφρ. Αγγέλας Βερυκοκάκη)