"Αν ζούσε η Αγαύη, ο πόνος μου θα ήταν απαλότερος. Στεκόταν απέναντι και με κοιτούσε. Στα μάτια. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί οι γάτες κοιτούν τον άλλο στα μάτια. Γιατί διαλέγουν από όλο το σώμα το πρόσωπο κι από το πρόσωπο τα μάτια. Αυτό ποτέ δεν θα το μάθω. Ήταν η χαρά για όλους μας. Ο Γιώργος τη λάτρευε. Ανέβαινε στα χέρια του. Τον περίμενε. Το ίδιο και τον Θανάση . Και άνθρωπος να ήταν, θα καταλάβαινε λιγότερα από όσα αυτή η γάτα. Πολλές φορές νομίζω πως θα πέσω πάνω της. Γυρίζει στα δωμάτια. Αναζητεί μια συντροφιά. Ένα βλέμμα δειλό πίσω από την πόρτα. Όταν οι πόρτες είναι κλειστές σχηματίζει εικόνες στο κεφάλι της. Τα φαντάζεται όλα. Δεν υπάρχουν γι αυτήν πόρτες κλειστές. Παρελάσεις. Πλατείες με προτομές. Πυροβολισμοί. Βροχή. Δάκρυα. Γιατί τα βλέπει μπροστά της. Η δραματουργός αυτού του σπιτιού είναι η γάτα Αγαύη. Όμως, πάει, έφυγε. Πέθανε. Αφού έζησε, όπως στα παραμύθια. Αιώνια".
Το κείμενο είναι από το κεφάλαιο "Η Αθηναϊκή Άνοιξη της Κυρίας Αναγνωστάκη" που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του Γιώργου Χρονά "Το μονόπρακτο Σεβάς Χανούμ" - εκδ. Οδός Πανός, 2007
Πηγή φωτογραφίας:dithepi.gr