Η Άννα Συνοδινού είχε ερμηνεύσει την Ελένη σε παράσταση της ομώνυμης τραγωδίας του Ευριπίδη από το Εθνικό Θέατρο (1962). Ανάμεσα στις κριτικές που είχαν γραφτεί τότε για την παράσταση ήταν και εκείνη του Μ. Πλωρίτη που ακολουθεί:
Ο σκηνοθέτης Τάκης Μουζενίδης δε φαίνεται ν’ ακολούθησε μια συγκεκριμένη γραμμή στην παράσταση που παρουσίασε. Αλλού βρισκόμαστε μπροστά σε μια βαρύγδουπη, «καθαρόαιμη» τραγωδία – όπως στους αρχικούς θρήνους της Ελένης, που ήταν γνήσιος τραγικός «κομμός». Ξαφνικά μεταφερόμαστε σε ρεαλιστική κωμωδία – όπως στη σκηνή του γέρου στρατιώτη, που παίχτηκε με ηθογραφικούς τόνους απ’ το Θ. Μορίδη. Έπειτα, γυρίζαμε στο ελαφρύ δράμα και στην «κοσμική» σχεδόν κωμωδία (Ελένη – Θεοκλύμενος), για να μεταφερθούμε αργότερα στη φάρσα, με τον αγγελιαφόρο που περιγράφει τη δραπέτευση της Ελένης και του Μενέλαου και που παίχτηκε σχεδόν γκροτέσκα απ’ το Στέλιο Βόκοβιτς, με την αμίμητη εκείνη κατάληξη: «Φύγανε. Πάνε», που με τις παύσεις της και την περιγραφική χειρονομία της απόσπασε τα δίκαια γέλια του Κοινού… Αυτό το «μωσαϊκό» - που συμπληρωνόταν απ’ την ιερατική σοβαρότητα κι ακινησία του Χορού – έκανε την προχτεσινή «Ελένη» ένα έργο χωρίς ύφος και χωρίς συνέπεια.
Είπαμε, βέβαια, πως η «φαντασία» αυτή του Ευριπίδη δεν είναι «μεγάλη» τραγωδία, δεν έχει σπουδαίες συγκρούσεις και χαρακτήρες, αλλά υιοθετεί μια καινούργια περιπετειώδη και ρομαντική μορφή, που είχε μ’ επιτυχία δοκιμαστεί στην «Ιφιγένεια εν Ταύροις». Απ’ αυτό όμως, ως το σημείο να γίνει «δειγματολόγιο» θεατρικών ειδών, υπάρχει κάποια απόσταση…
Η επιμέρους ερμηνεία των ηθοποιών επηρεάστηκε από την «ποικιλία» ύφους που αναφέραμε. Η Κάκια Παναγιώτου έπαιζε επιβλητικά τη μάντισσα Θεονόη κι ο Βασίλης Κανάκης με νεύρο τον Τεύκρο. Στην άλλη άκρη (κωμική ή φαρσική), ο Θ. Μορίδης, ο Σπ. Βόκοβιτς (που αναφέραμε πιο πάνω) κι η Άννα Ραυτοπούλου. Κάπου ανάμεσα, ο Γκίκας Μπινιάρης – περισσότερο πρόσωπο κωμωδίας παρά Αιγύπτιος βασιλιάς. Απ’ την Κορυφαία κ. Ελένη Βοζικιάδου έλειψε η θέρμη κι ο λυρισμός. Καλύτερη η Ελένη Κυπραίου κι ακόμα πιο πολύ η Ελένη Ρήγα, με την παλμώδη φωνή της. Τυπικός ο μόνος «ομιλών» Διόσκουρος του Ν. Παπακωνσταντίνου, απαράδεκτος όμως ο υπηρέτης του Στ. Παπαδάκη.
Απ’ τους δυο πρωταγωνιστές, ο Θάνος Κωτσόπουλος δεν απομακρύνθηκε απ’ το τραγικό ύφος που του είναι τόσο οικείο, μ’ όλο που ο Μενέλαος της «Ελένης» διαφέρει σημαντικά απ’ τους άλλους τραγικούς ήρωες. Η Άννα Συνοδινού, ύστερ’ από ένα κάπως αργό, κάπως απαγγελτικό «ξεκίνημα», κυριάρχησε στο ρόλο της κι έδωσε στην Ελένη, πέρα από την εξωτερική ακτινοβολία, την ειλικρίνεια, τη συγκίνηση, την ευστροφία και τη γοητεία που πόθησε ο Ποιητής.
Μ. Πλωρίτης, 26/06/1962, εφ.: «Ελευθερία», στήλη: «Το θέατρο»
Πηγή φωτογραφίας: users.sch.gr, ebooks.edu.gr