Γιος του Ευφορίωνα, γόνος μεγάλης οικογένειας της Ελευσίνας, γεννήθηκε περί το 525 π.Χ. Λέγεται πως ο ίδιος ο Διόνυσος παρουσιάστηκε όταν ήταν ακόμη παιδί και του είπε να γράψει τραγωδίες. Επίσης λέγεται πως ήταν οπαδός του Πυθαγόρα. Από τα γεγονότα της ζωής του ελάχιστα είναι γνωστά. Ξέρουμε πάντως ότι πολέμησε γενναία στον Μαραθώνα και δέκα χρόνια αργότερα, στις κυριότερες μάχες της Αθήνας και των συμμάχων της εναντίον του Ξέρξη.
Παρουσίασε για πρώτη φορά τραγωδίες στην έβδομη Ολυμπιάδα (500 - 487 π.Χ ) και βραβεύτηκε για πρώτη φορά το 484, γεγονός που τον έκανε, για αρκετό καιρό, εξαιρετικά δημοφιλή στην Αθήνα. Δέχθηκε μια πρόσκληση του Ιέρωνα και πήγε στις Συρακούσες μεταξύ 472 και 468 π.Χ. γύρισε μετά στην Αθήνα αλλά έφυγε πάλι το 458, για να μην επιστρέψει ποτέ. Πέθανε στη Γέλα της Σικελίας το 456 / 455. είναι γνωστό ότι πήρε 13 πρώτα βραβεία συνολικά.
Πιο σημαντικά όμως από τα γεγονότα της ζωής του είναι τα έργα του. Έγραψε περίπου ενενήντα τραγωδίες από τις οποίες έχουν μείνει μόνον επτά: Ικέτιδες, Πέρσες, Επτά επί Θήβας Προμηθεύς Δεσμώτης και η τριλογία της Ορέστειας, δηλαδή οι τραγωδίες Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες. Ο Αισχύλος υπήρξε ο κατ' εξοχήν δημιουργός της Αττικής Τραγωδίας. Στα χέρια του, η Αττική Τραγωδία ξεπέρασε τα στενά όρια ενός τοπικού θεατρικού γεγονότος και έγινε κτήμα της ελληνικής φυλής, ύστερα απέβη ίσως το μεγαλύτερο δώρο της Αθήνας στον Κόσμο.
Ο Αισχύλος ήταν ένας μεγάλος λυρικός ποιητής και αν δέχεται την ύπαρξη μιας συγκρούσεως, η σύγκρουση αυτή πρέπει να είναι υψίστης ηθικής ή θρησκευτικής σημασίας. Ο Αισχύλος δεν αμφισβητούσε ούτε την ύπαρξη των θεών ούτε την δικαιοσύνη τους. Αντίθετα έβλεπε παντού το χέρι τους και στις σχέσεις ανθρώπου και θεού ή έστω θεού και θεού, εύρισκε πλούσιο υλικό και για τραγωδία και για ποίηση.
Ακολουθεί ο αρχαίος ανώνυμος Βίος του Αισχύλου από την έκδοση Eschyle, Tome I , Societe d' Edition ¨Les Belles Lettres¨, Paris, 1969, pp.xxxiii-iv Η νεοελληνική μετάφραση, προέρχεται από το περιοδικό Ελληνική Δημιουργία 1949, τεύχος 38, σ.σ.433-434.
Ο Αισχύλος, ο τραγικός ποιητής, στην καταγωγή ήτανε Αθηναίος, δημότης Ελευσίνιος, του Ευφορίωνα γιος, αδελφός του Κυναίγειρου και του Αμεινία, κι από αριστοκρατικό σόι. Από νέος άρχισε να φτιάχνει τραγωδίες και ξεπέρασε πολύ τους προτινούς στην ποίηση, στη σκηνική διάταξη, στη λαμπρότητα χορηγίας, στα ρούχα των ηθοποιών και στο μεγαλείο του χορού, καθώς ο Αριστοφάνης λέει: ΄Αλλ' ω πρώτος των Ελλήνων πυργώσας ρήματα σεμνά και κοσμήσας τραγικόν λήρον.
Ήτανε και σύγχρονος του Πινδάρου, έχοντας γεννηθεί στην τεσσαρακοστή Ολυμπιάδα. Πολύ είχανε να κάνουνε με την παλληκαριά του, λέγανε πως πήρε μέρος στη μάχη του Μαραθώνα με τον αδερφό του Κυναίγειρο, στη ναυμαχία της Σαλαμίνας με τον μικρότερο αδερφό του Αμεινία και στη μάχη της Πλαταιάς.
Όσο για την ποιητική του σύνθεση, του αρέσει το αδρό και το απροσπέλαστο. Γι΄ αυτό πλάθει ονόματα, επίθετα, εικόνες κι οτιδήποτε άλλο, που μπορεί να θεριέψει τη φράση. Η πλοκή στα δράματα του δεν έχει πολλές περιπέτειες και ξετυλίγματα, καθώς στους νεότερους. Η μόνη του έγνοια είναι πώς να βαραίνει τα πρόσωπα, κρίνοντας τούτη την άποψη αρχαιοπρεπή, με την τάση της στο μεγάλο και το ηρωικό. Τα επεισοδιακά εφευρήματα, τη λεπτοσκαλισμένη φράση και τη φιλοσοφία, τα θαρρεί πράγματα αλλότρια της τραγωδίας.
Γι' αυτό λοιπόν το περισσό βάρος των προσώπων του, ο Αριστοφάνης τον κορόιδεψε. Στη Νιόβη λ.χ., κάθεται (η ηρωίδα) ως την τρίτη μέρα πάνω στον τάφο των παιδιών της σκεπασμένη την όψη, χωρίς μιλιά. Το ίδιο και στο θάνατο του Έκτορα, ο Αχιλλέας όμοια κρυμμένος δεν μιλά, εκτός μονάχα από λίγα λόγια που αλλάζει αρχή-αρχή με τον Ερμή. Έτσι, στο χτίσιμο του μύθου του, θα ’βρει κανένας πολλές διαφορές, όσο για καλόγνωμη συμπάθεια η κάτι άλλο απ' αυτά που φέρνουν δάκρυα, όχι πολλά. Γιατί η σκηνογραφία του κι η πλοκή του, περισσότερο απ' την απάτη, ζητάνε την έκπληξη με το υπερβολικό.
Ο Αισχύλος πήρε τα μάτια του από την Αθήνα και πήγε στον Ιέρωνα, τον τύραννο της Σικελίας, γιατί οι Αθηναίοι τον παραγνωρίσανε και δώσανε τη νίκη στο Σοφοκλή, που ήταν ακόμη νέος, ή σύμφωνα με άλλους, γιατί νικήθηκε από τον Σιμωνίδη, στη σύνθεση ελεγείου για τους νεκρούς του Μαραθώνα, επειδή το ελεγείο θέλει λεπτή συμπάθεια, που έλειπε, καθώς είπαμε, από τον Αισχύλο.
Άλλοι πάλι λένε πως, στην παράσταση των Ευμενίδων έχοντας μπάσει το χορό σποραδικά, τόσο τρόμαξε το λαό, που μικρά παιδιά ξεψυχήσανε και μανάδες αποβάλανε. Σαν ήρθε λοιπόν στη Σικελία, επειδή ο Ιέρωνας έχτιζε τότες την Αίτνα, παράστησε τις "Αίτναιες", με τις οποίες ευχήθηκε στους κατοίκους καλή ζωή.
Κι αφού τιμήθηκε πάρα πολύ από τον τύραννο Ιέρωνα και τους Γελώους, έζησε ακόμη τρία χρόνια, όντας τότε εξήντα πέντε χρονών , και πέθανε μ' αυτό τον τρόπο. Ένας αητός, έχοντας αρπάξει μια χελώνα, σα δε μπορούσε να την ξεκάνει αλλιώς, την άφησε να πέσει πάνω στις πέτρες για να της τσακίσει το καύκαλο. Μα τούτη ήρθε πάνω στον ποιητή και τον σκότωσε. Και του είχε δοθεί χρησμός, που έλεγε έτσι: "ουράνιο βέλος θα σε σκοτώσει".
Και σαν πέθανε, οι Γελώοι με πολυτέλεια τον έθαψαν στα δημόσια μνήματα και τον στεφάνωσαν με πολλές τιμές, χαράζοντας στο τάφο του το επίγραμμα: Αισχύλον Ευφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει μνήμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας άλκην δ' ευδόκιμον Μαραθωνιον άλσος αν είποι και βαθυχαιτήεις Μήδος επιστάμενος.
Και γύρω από το μνήμα του συχνά γίνονταν δραματικοί αγώνες. Μα κι οι Αθηναίοι τόσο αγαπήσανε τον Αισχύλο, που σαν πέθανε κάμανε νόμο, όποιος ήθελε να παραστήσει δράματα του Αισχύλου να παίρνει το χορό δωρεάν. Ο Αισχύλος έζησε εξήντα οκτώ χρόνια κι έφτιαξε εβδομήντα δράματα και πλάι σ' αυτά κάπου πέντε σατυρικά. Νίκες όλες - όλες πήρε δεκατρείς. Μα όχι λίγες και μετά το θάνατο του έδρεψε.