Παρίσι 1961, αργά κάποια νύχτα. Τον συνάντησα όλως τυχαίως σ’ ένα καφενείο στα Ηλύσια. Είχε πάρει το Όσκαρ τραγουδιού, είχε γίνει διεθνώς γνωστός, οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες του κόσμου τον ήθελαν δικό τους. Ήταν ολομόναχος, κάτι που δεν το συνήθιζε. Απόρησα και του είπα πως δεν θα ‘θελα να του χαλάσω τη μοναξιά. Απάντησε πως χάρηκε που βρέθηκα εκεί· “φτάνει η μοναξιά“. Κι αμέσως μετά άρχισε να μου εξομολογείται ότι “περνά τις χειρότερες μέρες της ζωής του.
Ούτε Όσκαρ ήθελε, ούτε διεθνείς επιτυχίες, ούτε τίποτα. Τα περιφρονεί και τα μισεί όλα, του είναι ξένα, δεν είναι ο εαυτός του. Και αυτό το τραγούδι που χαλάει τον κόσμο, τον ενοχλεί“.
Θα πίστευα πως είναι μόνο ένα ξέσπασμα, μια κατάσταση κρίσης περαστικής εάν δεν ήταν μια ομολογία εκ βαθέων και έως δακρύων.
Αρκετά χρόνια αργότερα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Μελίνα θριαμβεύει με το μιούζικαλ του Ντασσέν Ίλια ντάρλινγκ, με μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Ήμουν κι εγώ εκεί. Μεγάλη παραγωγή του Μπρόντγουεϊ και του Χόλιγουντ, διευθυντές δισκογραφικών εταιρειών ζητούν να τον συναντήσουν. Αρνείται. Τελικά κλείνει ένα ραντεβού με τους πιο σημαντικούς. Το ραντεβού είναι για κάποιο πρωί στις 11. Ο Μάνος λέει στη μαμά του που την είχε μαζί, να τον ξυπνήσει στη μία. Όταν μετά του είπαν ότι είναι τρελός, πως με αυτό που έκανε αυτοκτόνησε για τον εκτός Ελλάδος μουσικό κόσμο, απάντησε με θεία γαλήνη και με το σοφό του χαμόγελο πως “ήταν ό,τι πιο σωστό και δημιουργικό είχε κάνει ως τότε στη ζωή του”.
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 17/6/2004
Από το βιβλίο “ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ – ψηφίδες μνήμης”
ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ