10 χρόνια χωρίς τον Μ. Σαχτούρη
Δυο ποιήματα του Μ. Σαχτούρη από την Ο. Λαζαρίδου και τους Lost Bodies.
Τα χρήματα
Λέει η τσιγγάνα:
-Διαβάζω χρήματα
μέσα στον ύπνο σου
έχεις μια ζωή πυκνή
γεμάτη χιόνι
όμως δεν ξέρω
πότε θα
γλιστρήσεις πέρα
λέει ο βοσκός:
-Όταν δεν αγαπάς τ’άστρα
τ’ αρνιά μου θα σε μισήσουν
κι απ’ το φεγγάρι
σου χαρίζω το μισό
που βγάζει φλόγες
απ’ τη μεριά της λύσσας
λέει ο θάνατος:
-Δικά μου τα χρήματα
δικό μου και το φεγγάρι
δικά μου το χιόνι και τ’ αρνιά
κι οι κόκκινες φλόγες
και
η τσιγγάνα
και
ο βοσκός
Η Οικογένεια Στουπάθη
Οταν ήμουν μικρός
η θεία μου η Φίλη
όλο γιά την οικογένεια Στουπάθη έλεγε,
η οικογένεια Στουπάθη κι η οικογένεια Στουπάθη,
τόσο που μου είχε γίνει έμμονη ιδέα
είτε μέσα στό σπίτι ήμουνα
είτε περίπατο έβγαινα
η οικογένεια Στουπάθη έλεγα,
τόσο που και τώρα που γέρασα
όταν είμαι στενοχωρημένος
η οικογένεια Στουπάθη λέω,
η οικογένεια Στουπάθη.
Ο Μίλτος Σαχτούρης (Αθήνα, 29 Ιουλίου 1919 – Αθήνα, 29 Μαρτίου 2005) ήταν ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Έλληνες ποιητές τιμημένος με τρία κρατικά βραβεία.
Πρωτοέγραψε ποίηση την άνοιξη του 1941. Το 1943 γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Νίκο Εγγονόπουλο, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Ως ποιητής στον χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε, ύστερα από παρότρυνση του Ελύτη, το 1944 στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Η Λησμονημένη». Για την συλλογή αυτή ο Σαχτούρης ανέφερε πολλά χρόνια αργότερα: «το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε αυτή τη γυναίκα, η οποία επανέρχεται και σε άλλα ποιήματά μου αργότερα μέχρι τα Εκτοπλάσματα». Το 1948 εξέδωσε τις «Παραλογαίς». Ακολούθησαν πολλές, ακόμη συλλογές με αποκορύφωμα την συλλογή «Με το πρόσωπο στον τοίχο» (1952), που εκείνη την εποχή πούλησε πέντε αντίτυπα, αν και ήταν το καλύτερο έργο του.
Πήρε κακές κριτικές για τα πρώτα του ποιήματα από τους εκπροσώπους της γενιάς του '30 και ιδιαίτερα από τους Άλκη Θρύλο, Παλαιολόγο, Αιμίλιο Χουρμούζιο, Πέτρο Χάρη κ.α., οι οποίοι αντιμετώπισαν το έργο του με χλεύη.