Χριστέ μου, τι κούκλος ήταν. Καλοκαίρι 2001. Εκείνος γύρω στα 50, εμείς 15-17.
Αριστοφάνης, Νεφέλες, ερασιτεχνικό θέατρο, Καλαμάτα.
Μιλάει και τον ακούμε. Εγώ μάλλον δεν τον ακούω. Μόνο τον κοιτάζω. Πολύ μεγάλα μάτια, στην αρχή του πράσινου.
Περίεργο ρο, λεπτό νι, υγρό λάμδα. Όλο κάτι λέει, πιάνω τα μισά, είμαι πολύ μικρή.
-Τον ξέρεις τον Λειβαδίτη; -Τον άνθρωπο με το ταμπούρλο μόνο. -Αύριο όλον. - Ντάξει.
Τι σου 'ναι ο έρωτας..
Του αρέσουν τα κορίτσια με τα μακριά μαλλιά. Είχα θεόκοντα, τότε. Τι στεναχώρια..
Σιγά μη με προσέξει.
Ένα βράδυ μου λέει να μην αγχώνομαι με το σχολείο. Γιατί αγχωνόμουν η χαζή;
Δε λέω πολλά, φοβόμουν το ενδεχόμενο του σαρδάμ. Εκείνος δεν έκανε ούτε ένα.
Σε μια πρόβα είχε αποκοιμηθεί κάτω από ένα πεύκο. Και εκεί τον άκουσα για πρώτη φορά να βρίζει. Έπεσε ένα τζιτζίκι στη μούρη του. "Αει γαμήσου κωλοτζίτζικο, αει σιχτίρ".
Αρρωσταίνει. Όχι κάτι σοβαρό. Θα χρειαστεί να λείψει για λίγο. "Είναι τόσο μεγάλος για να'χει την καρδιά του;" Του στέλνω περαστικά από κινητό της προϊστορικής εποχής, ένα κίτρινο με μεγάλα κουμπιά. Απαντά με 4στιχο. Μα τι άνδρας είναι αυτός...
Πόσο την αγαπούσε την Καλαμάτα. Τα αργοκίνητα καφέ της, τη θάλασσα, την άπλα αυτής της πόλης.
Για καιρό, σε όποιον φίλο μου γιόρταζε, αγόραζα το "Φυσάει". Βοήθησα στην εξάντλησή του, στην Καλαμάτα τουλάχιστον.
Στις 5 Αυγούστου του 2008 πέθανε. Επτά χρόνια μετά τη φωτιά των ημερολογίων μου. Στην Καλαμάτα, ξαφνικά, δεν είχε προηγηθεί τίποτα.
Στην κηδεία του δεν πίστεψα τίποτα.
Παλιοθάνατος.